Η Νάντια κάθεται στο κατάστρωμα. Ο απογευματινός ήλιος τής χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο. Ο αέρας τής μπλέκει τα μαλλιά και της ξεμπλέκει τις σκέψεις, όσο ατενίζει τον γαλάζιο ορίζοντα και τα αφρισμένα αχνάρια που αφήνει το πλοίο καθώς σχίζει το πέλαγος στα δυο.
Βγάζει μια φωτογραφία με πολύ μπλε και λίγη σκέψη. Αυτά τα αυθόρμητα, ερασιτεχνικά κλικ που κάποιες φορές αιχμαλωτίζουν τη μαγεία της στιγμής περισσότερο από τα καλοστημένα και τέλεια μελετημένα κάδρα των επαγγελματιών φωτογράφων. Την ανεβάζει στο Instagram. Χωρίς hashtag. Χρειάζεται συστάσεις η θάλασσα; Ύστερα, αποφασίζει να ντύσει μουσικά την εμπειρία. Μπαίνει στην ιστοσελίδα 200 χρόνια Δημοτικό Τραγούδι, τη μουσική συλλογή που δεν χορταίνει να ακούει τελευταία. Πατάει το play. Και ταξιδεύει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Μενεξέδες και Ζουμπούλια», τραγουδάει η Κατερίνα Πολέμη και στο μυαλό της ξεσπάει πόλεμος από αναμνήσεις! Είναι 20 χρόνια νεότερη, τυλιγμένη σε μια φούτερ ζακέτα στο κατάστρωμα, σε ένα πλοίο σαν αυτό. Είναι νέα και ανέμελη και αναμαλλιασμένη, με την ψυχή ελαφριά. Δεν έχει κινητό. Δεν έχει καν φωτογραφική μηχανή. Ζει για τη στιγμή. «Φτάσαμε» της λέει η φίλη της και λίγο μετά αποβιβάζονται στο νησί. Δεν το ξέρει, αλλά σε λίγες ώρες θα συναντήσει έναν μεγάλο έρωτα.
Θα κοιταχτούν για πρώτη φορά στο γλυκοπωλείο, δίπλα στο λιτό κυκλαδίτικο καμαράκι που θα φιλοξενήσει τη ζωή τους στο νησί, ντύνοντάς την με μυρωδιές από μπαμπακερά, μοσχοβολιστά σεντόνια και μεθυστικά νυχτολούλουδα. Εκείνος είναι μουσικός, αλλά τα πρωινά σερβίρει παγωμένες σουμάδες. Έτσι γλυκά θα γνωριστούν και θα βουτήξει ο φτερωτός θεός τα βέλη του σε ένα υποβρύχιο με γεύση μαστίχα πριν σημαδέψει τις καρδιές τους και τις κάνει να κολλήσουν σαν λουκουμάκια τριαντάφυλλο για πάντα. Για πάντα; Τι σημασία έχει ο χρόνος σε αυτή την τόσο ξεχωριστή διάσταση; Όπως κάθε αληθινός καλοκαιρινός έρωτας, έτσι και αυτός, δεν θα βιάζεται – και ας ξέρει πως το ρολόι μετρά ήδη αντίστροφα.
Θα είναι ένας έρωτας νωχελικός, λουσμένος στο φως, ζαλισμένος από την αιγαιοπελαγίτικη μαγεία. Θα τρέφεται με αλμυρά χάδια, παγωτό καϊμάκι και όνειρα, θα στεγνώνει μαζί με τα λευκά σεντόνια στον ήλιο, θα ξαποσταίνει σε λινά τραπεζομάντηλα, δίπλα σε φουντωτούς βασιλικούς και ζωηρές μπουκαμβίλιες, θα ξεδιψάει στα κρυστάλλινα νερά, θα θεριεύει μέρα με τη μέρα, λίγο περισσότερο. Θα «δυναμώνεται η αγάπη, σαν τη στάχτη στο φυτό».
Ένα βράδυ θα βρεθούν στην ακροθαλασσιά και θα έχει ξαστεριά. Εκείνος θα πιάσει την κιθάρα και θα τραγουδήσει μόνο για εκείνη, σε μια prive συναυλία, με μουσική υπόκρουση το κύμα και προβολείς τα αστέρια. «Μια ματιά που μ’ αγκαλιάζει, σαν την άμμο το νερό, το φιλί που με δροσίζει σαν πηγάδι φωτεινό.»
Θα κάνουν όνειρα φευγάτα, τρελά. Γιατί να μην ζήσουν μαζί, εδώ, στο νησί; Γιατί να μην βρουν ένα σπίτι με θέα στη θάλασσα; Εκείνη θα ζωγραφίζει και εκείνος θα παίζει μουσική… Και η ζωή θα είναι ωραία. Έτσι απλά. Οι καλοκαιρινοί έρωτες νομίζουν πως όλα τα μπορούν. Είναι σαν τη νιότη, θρασείς, ατίθασοι και πεισματάρηδες. Δεν δέχονται το «όχι» για απάντηση. Μα έπειτα οι μέρες θα τελειώσουν. Και θα έρθει η ώρα της απόφασης. Και εκείνη, την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή που η τροπή της ζωής της θα κρέμεται από μια κλωστή, θα ακούσει τη λογική. Και θα προδώσει την καρδιά. Θα μπει στο καράβι. Και θα φύγει.
Η Νάντια κάθεται στο κατάστρωμα είκοσι καλοκαίρια και εκατό ζωές μετά. Ακούει τη μουσική συλλογή που την έκανε φέτος να βάλει τα Lidl λίγο παραπάνω στην καρδιά της. Ακούει και ταξιδεύει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αναρωτιέται για μια στιγμή τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε μπει τότε σε εκείνο το καράβι. Αν δεν είχε γνέψει αντίο στο τρελό καλοκαιρινό όνειρο. Αν του έδινε την ευκαιρία να γίνει πραγματικότητα. «Μενεξέδες και ζουμπούλια και θαλασσινά πουλιά, σαν θα δείτε τον καλό μου χαιρετίσματα πολλά» σιγοτραγουδά, μαζί με τη βελούδινη φωνή της Κατερίνας Πολέμη, βλέποντας τους γλάρους να κυκλώνουν την πρύμνη.
«Μαμά, εδώ είσαι;» την επαναφέρει στο σήμερα η φωνή των γιων της. Τους κοιτάζει. Σκέφτεται πως όποια διαδρομή και αν ακολουθήσεις, κάτι χάνεις και κάτι κερδίζεις. Βαθιά μέσα της, είναι στιγμές που αναρωτιέται τι έχασε, επιλέγοντας να μην χάσει εκείνο το πλοίο της επιστροφής 20 χρόνια πριν. Αλλά, αν μη τι άλλο, είναι ευγνώμων για αυτά που κέρδισε… «Ελάτε, πάμε να βρούμε τον μπαμπά!», λέει και χαμογελά.