Αν περνάτε τις ημέρες αυτές από την Καρόλου Ντηλ, σίγουρα το μάτι σας θα έχει "σκαλώσει" στις βιτρίνες τέχνης του ΟΤΕ, ένα κτίριο που κυριαρχεί με τον όγκο του στη γωνία του δρόμου με Ερμού. Η πρωτοβουλία με τις βιτρίνες τέχνης είναι σίγουρα από τις ωραιότερες που έχουν υιοθετηθεί στην πόλη μας τα τελευταία χρόνια και πάντα υπάρχει ενδιαφέρον για τον δημιουργό που "υπογράφει" τη νέα πρόταση. Αυτή τη φορά, ο χρωστήρας και η εικαστική ματιά ανήκουν στη Μαρία Πασχαλίδου, που σκηνοθέτησε πίσω από τις τζαμαρίες μία εγκατάσταση και πέντε πίνακες ζωγραφικής, ως μια εννιαία πρόταση. Συναντήσαμε την καλλιτέχνιδα και μιλήσαμε μαζί της για το νέο αυτό project αλλά και για τη φιλοσοφία της και τη διαδικασία με την οποία εργάζεται.
Μιλήστε μας λίγο για τα έργα που παρουσιάζετε στις βιτρίνες τέχνης του ΟΤΕ.
Πρόκειται για πέντε πίνακες ζωγραφικής και μία εγκατάσταση στον χώρο κατά μήκος των βιτρινών. Στους πίνακες μου χρησιμοποιώ παλιά υλικά δόμησης, όπως θρυμματισμένα κονιάματα, σοβάδες, τσιμέντο, σκόνη από τούβλο και πανί, στα οποία επεμβαίνω εικαστικά. Η εγκατάσταση ουσιαστικά εκθέτει τις ύλες αυτές αυτούσιες, όπως τις εντοπίζω σε εγκαταλελειμμένα ή κατεδαφισμένα σπίτια και τις συλλέγω στο εργαστήριό μου: κεραμίδια, κομμάτια ξύλινων κατασκευών και μπάζων, μαζί με αντικείμενα. Παραθέτω τα υλικά αυτά στοιχεία, τις ύλες μου, ως σχόλια για τη δημιουργική διαδικασία από τη στιγμή του εντοπισμού τους μέχρι την ένταξή τους σε ένα νέο έργο. Πίνακες και εγκατάσταση συνοδεύουν και στηρίζουν το ένα το άλλο.
Ποιες δυσκολίες συναντάτε κατά τη διαδικασία περισυλλογής των δομικών υλικών και της μεταφοράς τους;
Δεν είναι εύκολο να μαζεύω υλικά. Πολλά βρίσκονται σε σπίτια ετοιμόρροπα ή μακριά από το εργαστήριό μου, οπότε είναι δύσκολο να τα μεταφέρω, ακόμη και επικίνδυνο. Επειδή, όμως, η Άνω Πόλη, όπου κατοικώ, είναι γεμάτη από εγκαταλελειμμένα σπίτια, έχω διαρκώς πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό δομικών υλικών αλλά και άλλων παλιών αντικειμένων, τα οποία κατά καιρούς μαζεύω και χρησιμοποιώ. Κάνω βέβαια μια επιλογή και μαζεύω υλικά που θα μπορούσα κάπου να χρησιμοποιήσω. Ευτυχώς, το εργαστήριό μου είναι πολύ μεγάλο και έχω χώρο για αποθήκευση.
Πώς καταλήξατε στην τελική μορφή της εγκατάστασης; Ποιος ήταν ο στόχος σας κι αν θεωρείτε ότι επετεύχθη...
Η εγκατάσταση δεν είναι μια απλή παράθεση πρώτων υλών που λειτουργεί επεξηγηματικά. Είναι μια ευρεία σύνθεση, ένα έργο και η ίδια, που συνδιαλέγεται με τα υπόλοιπα έργα που εκθέτω. Η πρόθεσή μου είναι να λειτουργήσει ως μαρτυρία για τα ίχνη που αφήνει ο χρόνος στον χώρο, απόδειξη της φθοράς στην οποία υπόκεινται τα πάντα. Ταπεινά υλικά, των οποίων η εγκατάλειψη στη φθορά μοιάζει να έκλεψε το νόημα της ίδιας της ύπαρξής τους: ένα κομμάτι πανί, σκόνη από ένα σπασμένο τούβλο, επιχρίσματα και κονιάματα, καθημερινά αντικείμενα που δε θα χρησιμοποιήσει κανείς ξανά. Οι πρώτες ύλες για τα έργα μου, τις οποίες επιλέγω και ανασύρω από τη λήθη, ανασυνθέτουν την ατμόσφαιρα του εργαστηρίου μου, και ίσως να δημιουργούν στον θεατή μια απορία: πρόκειται για ύλες που δραπέτευσαν από τα έργα ή για έργα των οποίων η σύνθεση δεν έχει επιτελεστεί ακόμη;
Ποιος είναι ο «θησαυρός» που κρύβει το έργο σας, σύμφωνα με κείμενο της ιστορικού τέχνης Θούλης Μυσιρλόγλου;
Για μένα «θησαυρός» δεν είναι κάποια κρυμμένη υπεραξία, ούτε αντιστοιχία της σπανιότητας, αλλά μια διαδικασία: η αναζήτηση του χρόνου. Του χρόνου που αφήνει τα σημάδια του πάνω στην ύλη. Η μνήμη είναι μια περιουσία για την όποια συχνά αδιαφορούμε και τα παλιά υλικά που χρησιμοποιώ και στα οποία επεμβαίνω εικαστικά στα έργα μου κουβαλούν μνήμες, είναι φορείς ιστορίας. Θεωρούνται απ' όλους άχρηστα και θα κατέληγαν στα σκουπίδια, αν δεν τα μάζευα. Για μένα όμως είναι ανεκτίμητα, γίνονται μέρος της παλέτας μου, ένα συνδετικό υλικό με κύριο συστατικό το ίδιο το παρελθόν.
Πώς βλέπετε τη σύγχρονη εικαστική σκηνή της πόλης;
Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι νέοι δημιουργοί αλλά και παλαιότεροι στη Θεσσαλονίκη. Έχουμε δύο πολύ καλά μουσεία σύγχρονης και μοντέρνας τέχνης, το Μακεδονικό και το Κρατικό. Η Μπιενάλε κάθε δύο χρόνια δίνει νέο αέρα στα εικαστικά πράγματα της πόλης. Οι γκαλερί παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες εκθέσεις. Εγώ συνεργάζομαι με τη Nitra gallery, όπου είχαν εκτεθεί πέρσι κάποιοι από τους πίνακες που παρουσιάζω τώρα στις βιτρίνες Τέχνης του ΟΤΕ. Γενικά, υπάρχει κινητικότητα στον χώρο των εικαστικών πραγμάτων στη Θεσσαλονίκη, αλλά χρειάζεται ενημέρωση, χρόνος και διάθεση απ' όλους για να παρακολουθούν και να γίνουν αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, δηλαδή ζωντανό κοινό.
Μοιραστείτε μαζί μας μια εμπειρία που σας έχει καθορίσει στη μέχρι σήμερα πορεία σας.
Πολύ σημαντική και καθοριστική για μένα ήταν η διαμονή μου για 4 μήνες στο Λονδίνο το 2006. Ήμουν φοιτήτρια στο 3οέτος στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί είδα για πρώτη φορά από κοντά έργα του Anselm Kiefer, του Γιάννη Kουνέλλη, του Rothko. Και σχεδόν όλων των σύγχρονων και μεγάλων δημιουργών. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα έναν πίνακα του Kiefer. Κάθισα ώρα πολλή και τον κοίταζα άφωνη. Ήταν ένας τεράστιος πίνακας με τσιμέντο, πηλό, χώμα και κλαδιά επάνω. Ήταν ένα σοκ( με την καλή έννοια) για μένα. Όταν γύρισα στη Θεσσαλονίκη άρχισα να πειραματίζομαι με διάφορα υλικά, βάζοντας μέσα στο χρώμα μου τσιμέντο, άμμο, τουβλόσκονη. Έτσι, ξεκίνησε για μένα η στροφή προς τα υλικά.
Ποιοι είναι οι εικαστικοί που θαυμάζετε και από τους οποίους έχετε αντλήσει έμπνευση;
Μου αρέσουν πολλοί καλλιτέχνες, αλλά αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιους, θα έλεγα τον Anselm Kiefer, τον Γιάννη Κουνέλλη, τον Mark Rothko, τον Antoni Tapies, τον Alberto Burri, την Ρένα Παπασπύρου, τον Στάθη Λογοθέτη και τον Νίκο Κέσσανλη.
Ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο έργο;
Το“Black in Deep Red”(1957) του Mark Rothko. Με συγκινεί ιδιαίτερα ο λυρισμός, το παλλόμενο χρώμα και η πνευματική διάσταση αυτού του έργου. Ο Rothko ήταν ένας καλλιτέχνης με έντονη μεταφυσική ανησυχία και ήθελε τα έργα του να εκφράζουν τα βασικά ανθρώπινα συναισθήματα: τραγωδία, έκσταση, αβεβαιότητα για το μέλλον.
Τι ονειρεύεστε για το μέλλον;
Όταν ήμουν έφηβη ονειρευόμουν να γίνω ζωγράφος για να μπορώ να ζωγραφίζω κάθε μέρα. Τώρα έχω ακριβώς το ίδιο όνειρο: να μπορώ να ζωγραφίζω κάθε μέρα. Να είμαι δημιουργική και να αντιμετωπίζω τη ζωγραφική σαν μια εμπειρία διαρκούς πειραματισμού, ανακάλυψης και ελευθερίας. Αυτό που με κάνει χαρούμενη και από το οποίο αντλώ ικανοποίηση είναι η διαδικασία της καλλιτεχνικής πράξης (όχι οι εκθέσεις) και αυτό θα ήθελα να κάνω και στο μέλλον.
WHO IS WHO
H Μαρία Πασχαλίδου σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης από όπου αποφοίτησε με άριστα το 2009. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και το 2017 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση στη Nitra Gallery στη Θεσσαλονίκη σε επιμέλεια της διευθύντριας του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης Θούλης Μισιρλόγλου.
Έργα της Μαρίας Πασχαλίδου φιλοξενούνται παράλληλα στις ομαδικές εκθέσεις στους χώρους της Nitra Gallery Θεσσαλονίκη - Αθήνα.