Με κοιτάει με μάτια έκπληκτα, το φρέσκο νεανικό πρόσωπό της εκφράζει τόσο όμορφα τη χαρά και την απορία. Εργάζεται σκληρά, έκανε πολλές σπουδές, καταβάλλει κόπο και προσπάθεια στη δουλειά που επέλεξε να κάνει που είναι ωστόσο και η δουλειά των γονέων της, της Εβελίνας Παπούλια και του Γιώργου Λιάντου. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου τα καλλιτεχνικά ερεθίσματα ήταν πολλά. Ζωγράφιζε, άκουγε πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, παράλληλα έβλεπε τη μητέρα της να παίζει και τον πατέρα της να κάνει σπικάζ. Γι’ αυτό και ήταν σίγουρη, αρκετά πρόωρα, ότι ο δρόμος της θα ήταν πολύ κοντά στη σημερινή της υπόσταση. Όταν οι συμμαθητές της διάβαζαν για να τα καταφέρουν στο πανεπιστήμιο, η Αφροδίτη πήγαινε σε δύο-τρία ωδεία, έκανε χορό, μαθήματα φωνητικής -κάποια μάλιστα με τη Μαρίνα Σάττι-, έδινε εξετάσεις για διπλώματα μιούζικαλ στο εξωτερικό. Οι γονείς της ήταν πολύ ανοιχτοί προς αυτή την κατεύθυνση, η δε μητέρα της, όταν οι βαθμοί της στην Α’ Γυμνασίου δεν ήταν οι αναμενόμενοι, την έφερε μπροστά στο θέμα της επιλογής του τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή της. Ζήτησε μια μέρα χρόνο και επέστρεψε με την απάντησή της: ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική και το μιούζικαλ.
Έφυγε αρκετά νωρίς για σπουδές στο Λονδίνο, όπου έμεινε τρία χρόνια. «Προσαρμόστηκα εύκολα εκεί, αλλά αργότερα δυσκολεύτηκα αρκετά, γιατί το κλίμα ήταν πολύ ανταγωνιστικό. Δεν είχα μάθει να ζω με τόσο μεγάλο ανταγωνισμό δίπλα μου. Άλλη νοοτροπία, άλλο χιούμορ, διαφορετική αίσθηση του τι είναι φιλία, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να συνδεθώ. Δεν υπήρχε η ζεστασιά της παρέας, επέλεξα να είμαι περισσότερο μόνη, να ολοκληρώσω τις σπουδές μου και να επιστρέψω στην Ελλάδα. Σήμερα βέβαια, από απόσταση, κατανοώ τον αγώνα που μπορεί να είχε κάνει ο κάθε σπουδαστής ή σπουδάστρια για να φτάσει στο Λονδίνο, αφήνοντας τη χώρα του και έτσι δικαιολογώ τον ανταγωνισμό», εξομολογείται στο Glow. Της ζητάω να θυμηθεί κάτι χαρακτηριστικό όσων περιγράφει. «Στις εξετάσεις, όπου παρουσιάζαμε τραγούδια και υπήρχε κοινό, ήταν παρόντες οι φίλοι μας. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι είχαν φύγει όλες μου οι φίλες, ενώ ερμήνευα στη σκηνή και όταν ρώτησα γιατί έφυγαν, μου απάντησαν πως “δεν είχα ανάγκη από στήριξη, γιατί τα τραγούδια μου στο YouTube είχαν έτσι κι αλλιώς πολλά views και είχα το κοινό μου”. Γι’ αυτό και ο τελευταίος χρόνος ήταν ζόρικος. Σίγουρα στο Λονδίνο τα μιούζικαλ ευημερούν, αλλά υπάρχει και το θέμα της οικειότητας, να γνωρίζω ότι μπορώ να απευθυνθώ σε κάποιον όταν το έχω ανάγκη». Αν και είχε σκοπό να παραμείνει έναν χρόνο ακόμη στη βρετανική πρωτεύουσα, προέκυψε η πανδημία, η επιστροφή της και η σειρά «Η Γη της Ελιάς» στο Mega. «Ήταν επιλογή μου να αποχωρήσω από τη “Γη της Ελιάς”, ένιωθα ότι δεν είχα να πάρω κάτι παραπάνω καλλιτεχνικά, ότι πλέον δεν με κάλυπτε και ο ρόλος μου είχε ολοκληρωθεί. Μου αρέσουν οι αλλαγές, ήθελα να κάνω θέατρο, να κάνω κι άλλα πράγματα και οι άνθρωποι της σειράς το δέχτηκαν, με είχαν καταλάβει», λέει σήμερα η Αφροδίτη για την αποχώρησή της.
Οι γονείς της είχαν αποφασίσει να ζήσουν χωριστά αρκετά νωρίς, η Αφροδίτη ήταν μωρό και δεν έχει καν τέτοιες μνήμες. «Η μητέρα μου δεν με άφησε ποτέ να νιώσω ότι κάτι λείπει, με έναν τρόπο κάλυπτε τα πάντα και όλες μου τις ανάγκες, ήταν δίπλα μου και αυτό της το χρωστάω. Όσα έκανε τότε η μητέρα μου, δεν τα καταλάβαινα, αλλά όλα στη ζωή μας ήταν τακτοποιημένα, χωρίς εγώ να γνωρίζω αν πήγαινε καλά στη δουλειά της ή αν είχε ανάγκη από χρήματα. Έβλεπα κανονικά και τον πατέρα μου, απλώς δεν ζούσαμε μαζί και φυσικά αυτό ήταν το καλύτερο για τους γονείς μου, εφόσον δεν πέτυχε η συμβίωσή τους». Σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις παιδιών καλλιτεχνών, υπάρχει ένας υφέρπων ανταγωνισμός, ένας αγώνας δρόμου το παιδί να ξεπεράσει το γονιό του, αλλά δεν είναι σίγουρα η περίπτωση της Αφροδίτης με τη μητέρα της. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για έναν υγιή θαυμασμό. «Υπήρξε πρότυπο για μένα η μητέρα μου και όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω ακόμη περισσότερο τι ακριβώς έχει κάνει για μένα. Πιο μικρή, μπορεί να είχα το παράπονο ότι δεν τη βλέπω όσο θα ήθελα, αλλά τώρα που νιώθω τι θυσίαζε για να είμαι εγώ καλά, σκέφτομαι μακάρι να της μοιάσω έστω και στο ελάχιστο, είμαι υπερήφανη για τη μητέρα μου. Εκ των υστέρων, μου έχει ζητήσει συγγνώμη ακόμη και για εκείνες τις φορές που υπήρξε πιο αυστηρή απ’ ό,τι έπρεπε και της απαντάω ότι δεν το θυμάμαι καν. Στον πατέρα μου, πάλι, αγαπάω την ικανότητά του να σε μαγνητίζει με τη φωνή του. Μάθαινα πολλά μέσα από τις αφηγήσεις του, γιατί είχε τον τρόπο να με μαγεύει. Έχει μεγάλη φαντασία, μου αρέσει να κάθομαι να τον ακούω».
Για την ταινία "Buzzheart" του Ντένη Ηλιάδη, που είδαμε στις κινηματογραφικές αίθουσες τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι γονείς της συνεργάστηκαν για πρώτη φορά, υποδυόμενοι ένα παράξενο ζευγάρι, που πειραματίζεται επάνω στο θέμα της απώλειας, χρησιμοποιώντας ανθρώπους επί πληρωμή. «Είχα ενθουσιαστεί εξαρχής με την ιδέα της συνάντησής τους στην ταινία. Ανυπομονούσα πολύ να δω ειδικά τον πατέρα μου να παίζει μετά από πολλά χρόνια. Η αλήθεια είναι πως εξεπλάγην, γιατί δεν τον είχα δει σχεδόν ποτέ να ερμηνεύει. Χάρηκα πολύ για εκείνον. Για τη μητέρα μου ήμουν πιο σίγουρη».
Ακριβώς εκεί πάντως, στους συσχετισμούς που μπορεί να γίνονται αναφορικά με τους γονείς της, και ειδικά με τη μητέρα της, βρίσκεται και το ευαίσθητο σημείο στην ψυχοσύνθεσή της. «Ορισμένες φορές με πιέζουν ή με ρίχνουν ψυχολογικά οι απαιτήσεις των άλλων από εμένα. Περιμένουν ότι θα πρέπει να είμαι καλή, να αποδείξω ότι εδώ που είμαι το αξίζω, ότι δεν έπαιξαν ρόλο οι γονείς μου και ότι πέρασα από οντισιόν όπως όλοι. Διακρίνω ότι το κοινό είναι ελαφρώς προκατειλημμένο πριν με δει σε μία δουλειά, οφείλω να ανατρέψω αυτό το “είχε μέσον και μπήκε”. Συνήθως τα καταφέρνω. Μπαίνω σε μια διαδικασία, δεν μου αρέσει να το κάνω στον εαυτό μου, να πρέπει να αποδείξω ότι είμαι εδώ με την αξία μου, δεν μου το χάρισε κάποιος. Φέτος με την “Παραλία” στην ΕΡΤ1 συνέβη κάτι ανάλογο. Υπήρχε μια προκατάληψη για μένα, αν αντεπεξέλθω στη σειρά λόγω του πολύ καλού καστ των ηθοποιών, και κάποια αρνητικά σχόλια στα social media, ένα μικρό κύμα μίσους, καθώς και η μητέρα μου συμμετέχει στη σειρά “Αρχελάου 5” της δημόσιας τηλεόρασης, αλλά αντιστράφηκε πολύ γρήγορα».
Περιγράφει την εμπειρία της στην «Παραλία» ως μοναδική, μιλάει με ενθουσιασμό γι’ αυτήν, ως την πιο ωραία της δουλειά μέχρι σήμερα. «Μαθαίνω συνεχώς, κάθε μέρα, κάτι καινούργιο. Η Ιφιγένεια, την οποία υποδύομαι, είναι ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας, γλυκιά και τολμηρή, κάνει όνειρα για το μέλλον, θέλει να πετυχαίνει τους στόχους της, δεν μπαίνει σε κουτάκια, δεν επιτρέπει στους γονείς της να της επιβληθούν, κάνει αυτό που η ίδια επιθυμεί. Ερωτεύεται τον Παύλο (Δημήτρη Κίτσο) και τον διεκδικεί, κυνηγάει αυτά που θέλει στη δουλειά και στον έρωτα».
Όσο για την αυταπόδεικτη αρετή της ομορφιάς και αν αυτή αποτελεί τροχοπέδη ορισμένες φορές στον επαγγελματικό στίβο, είναι πολύ συνειδητοποιημένη. «Είναι δώρο η ομορφιά, αλλά περιμένουν από μένα κάτι παραπάνω πέρα από την ωραία εικόνα. Υπάρχει η αίσθηση του “όμορφη είναι, αλλά κάπου υστερεί, έχει άραγε ταλέντο;”»
Υπερβολικά αγχώδης από τη φύση της, κάποτε ένιωσε την ανάγκη να κάνει ψυχανάλυση γι’ αυτό, αν και δεν συνέχισε γιατί δεν βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο με τον οποίο θα είχε οικειότητα. «Έχω άγχος για τα πάντα και πρέπει να το λύσω κάποια στιγμή. Το μυαλό μου δεν σταματάει να σκέφτεται για όλα, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο σημαντικά. Έπιανα τον εαυτό μου να μην μπορεί να απολαύσει τη στιγμή, το τώρα. Σα να μην ήμουν παρούσα. Άρχισα, ωστόσο, να το συνειδητοποιώ και πλέον προσπαθώ να κάνω pause». Κάτι για το οποίο επίσης έχει μετανιώσει είναι η αθωότητα με την οποία χειρίστηκε την προσωπική της ζωή, μιλώντας για τον σύντροφό της ή ποστάροντας φωτογραφίες στο Instagram. «Θεωρώ ότι ήταν λάθος ότι μοιράστηκα προσωπικές μου στιγμές. Όσο πιο πολύ προστατεύεις κάτι, τόσο το καλύτερο, απλά δεν είμαι ο άνθρωπος που κρύβει τον άνθρωπό του. Ήταν αχρείαστο, μετάνιωσα για τις φωτογραφίες που ανέβασα, καθώς δεν ζω μέσω των social media, τα χρησιμοποιώ σαν εργαλείο δουλειάς».
Πολλές φορές συλλαμβάνει τον εαυτό της να είναι πιο open minded από τον μέσο όρο, θεωρώντας δεδομένα πράγματα που γι’ άλλους δεν είναι, όπως η απόλυτη αποδοχή της μοναδικότητας των ανθρώπων. «Η οικογένειά μου είχε ανοιχτούς ορίζοντες. Η γιαγιά μου είναι η πιο προχωρημένη απ’ όλους μας, επιβλητική προσωπικότητα, ψυχή της παρέας. Εάν εντοπίσω μια στερεοτυπική συμπεριφορά απέναντι στις επιλογές ή τη μοναδικότητα κάποιου, δεν θα μείνω αμέτοχη, θα εκφραστώ, μπορεί να γίνω απότομη. Ακόμη και στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους θα εκφράσω διαφωνία στην κριτική τους, καθώς ως Έλληνες έχουμε μία τάση να κρίνουμε εύκολα. Συνήθως μπλέκω, μιλάω προς υπεράσπιση των άλλων, καθώς νιώθω πως κάποιοι δεν μπορούν να το κάνουν μόνοι και χρειάζονται βοήθεια. Για τα δικά μου θέματα κάνω υπομονή, αλλά για ανθρώπους που αγαπώ, αντιδρώ ακαριαία και δεν το μετανιώνω καθόλου». Ένα ακόμη μυστικό της όπλο είναι η ηθελημένη απόσταση, ο πληθυντικός ευγενείας. «Είμαι αρκετά απόμακρη την πρώτη φορά, δεν αφήνω χώρο και περιθώριο να με “πατήσουν”, φιλτράρω πρόσωπα και καταστάσεις. Ένα βλέμμα μου μπορεί να πει πολλά. Χρησιμοποιώ πάντα πληθυντικό στις επαγγελματικές μου επαφές, βάζοντας αυτόματα ένα όριο».
Λίγο πριν την αποχαιρετήσω στο μοναδικά καλαίσθητο και χριστουγεννιάτικα στολισμένο One&Only Aesthesis, όπου συναντηθήκαμε και πραγματοποιήθηκε η φωτογράφιση για το Glow, βλέπω την αντανάκλαση της εσωτερικής λάμψης στο πρόσωπο και το χαμόγελό της. «Τα Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου εποχή», λέει, φέτος μάλιστα θα τα γιορτάσει στην Πράγα. «Λατρεύω να κάνω εγώ δώρα και όχι τόσο να μου κάνουν. Μικρή, έπαιρνα τα πράγματά μου, τα έβαζα σε περιτύλιγμα και τα χάριζα. Μου αρέσει να κάνω δώρα για να βλέπω την αντίδραση του άλλου, πώς καταγράφεται η χαρά και ο ενθουσιασμός στο πρόσωπό του».
Credits
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ GEORGE KATSANAKIS (10AM)
STYLING ΝΑΤΑΣΑ ΛΙΟΝΑΚΗ
MAKE UP & & HAIR DIMITRA ALTANI (D-TALES)
ΒΟΗΘΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΑΝΑΚΗΣ
Κεντρική φωτογραφία: Φόρεμα Alaïa και πέδιλα Dolce & Gabbana, Grigio. Κοσμήματα από προσωπική συλλογή.
Ευχαριστούμε το ξενοδοχείο One & Only Aesthesis για την ευγενική φιλοξενία της φωτογράφισης.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024