Στις 6 Ιουνίου του 1998 για πρώτη φορά είδαμε μια κατσαρομάλλα ξανθιά 30άρα να περπατά ξένοιαστη και γεμάτη αυτοπεποίθηση στους δρόμους του Manhattan και να φορά μια φούστα τουτού που έμελλε να γίνει στη συνέχεια ένα από τα πιο εμβληματικά fashion items της διεθνούς τηλεόρασης. Πλάνα από πανύψηλα κτίρια, αστική ζωή που σε κάνει να ονειρεύεσαι, μεγάλες φιλοδοξίες και εκτυφλωτική λάμψη…. και ξαφνικά, ένα λεωφορείο περνά ξυστά πάνω από λασπόνερα ακριβώς μπροστά της και την καταβρέχει. Εκείνη γυρίζει ξαφνιασμένη και βλέπει τον ίδιο της τον εαυτό τυπωμένο πάνω του.
Αυτοί ήταν οι τίτλοι αρχής του Sex & the City που έκανε πρεμιέρα πριν από 20 χρόνια… ή δύο δεκαετίες… Όσο και να προσπαθεί κανείς όμως να «σπάσει» αυτά τα χρόνια για να φαίνονται λιγότερα, πάντα θα του φαίνεται περίεργο, ότι έχει περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε!Φανταστείτε, μιλάμε για διαφορετικό millennium! Κι αυτό, ίσως επειδή η ελληνική τηλεόραση επιμένει να το παίζει σε επανάληψη κάθε βράδυ ή επειδή έχει μείνει τόσο ανεξίτηλο στη μνήμη όλων, που τους φαίνεται απίθανο το γεγονός, ότι τελευταίο επεισόδιο προβλήθηκε την ίδια χρονιά με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας.
Η σειρά που μετρά εκατομμύρια θαυμαστές σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι λάτρεψαν ακόμα και τις σχετικά μέτριες ταινίες που βγήκαν μετά –και την ανούσια και σχετικά αποτυχημένη σειρά Carrie Diaries που ακολουθούσε τα ίδια κορίτσια σε πιο νεαρή ηλικία- έχει καταφέρει να προκαλέσει σάλο και να διχάσει την κοινή γνώμη όσο λίγες άλλες. Με θεματική που αφορά κατά κύριο λόγο το σεξ –κάτι που έτσι κι αλλιώς δηλώνει ξεκάθαρα κι ο τίτλος της- δε στάθηκε μόνο σε κοινούς προβληματισμούς που μπορεί να αφορούν μια κοπέλα στα 20s, που κάποιος ίσως να θεωρούσε και «φυσιολογικούς»- αλλά προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, παρουσιάζοντας τις καθημερινές ανησυχίες και τα ζητήματα που απασχολούσε μια ομάδα γυναικών άνω των 30 ετών, μαζί με την 40άρα φίλη τους.
Κάποιοι μηδένισαν εντελώς την αξία της σειράς, την ονόμασαν ανόητη και ανούσια και τις πρωταγωνίστριες χαμηλών ηθικών αξιών, χωρίς προβλήματα και όχι ιδιαίτερα έξυπνες. Άλλωστε, πώς γίνεται μια γυναίκα να ασχολείται τόσο πολύ με έναν άνδρα, αν δεν ίσχυαν όλα τα παραπάνω, προσθέτουν οι ίδιοι. Ξεπερνώντας, λοιπόν, τον αβάσιστο αυτόν ισχυρισμό, προσωπικά δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι, αν υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος σε όλον τον κόσμο, που να είδε και τις έξι σεζόν και μην ταυτίστηκε έστω και για μια στιγμή με μια από τις 4 κυρίες ή με τους συμπρωταγωνιστές τους, που ποθούσαν να τις κατακτήσουν -ή που αυτές ποθούσαν να κατακτήσουν. Και αν μείνουμε στο γυναικείο κοινό, κορυφαία στιγμή όλων ήταν η δικαίωση της Carrie Bradshaw στον αγώνα της να παντρευτεί τον Mr. Big.
Το Sex & the City όμως κατάφερε να κάνει κάτι παραπάνω από το να προσφέρει ένα χαλαρό πασατέμπο για τα βράδια καθημερινής, που δεν έχει κάτι καλύτερο η τηλεόραση. Για πρώτη φορά έθεσε τη γυναικεία σεξουαλικότητα σε πρώτο πλάνο, κάτι που μέχρι τότε αποτελούσε ένα τεράστιο ταμπού, ειδικά στις τηλεοπτικές παραγωγές μέχρι και το 1998. Βέβαια, αυτό δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη, αφού ακόμα και σήμερα το ίδιο θέμα αντιμετωπίζεται σε πολλές περιπτώσεις σαν να είναι κάτι "εύθραυστο", που χειρίζεται ειδική μεταχείριση.
Η σειρά σύγκρινε ελεύθερα και χωρίς κολλήματα τα δύο φύλα και ξεκαθάρισε ότι, ο άνδρας δεν κατέχει το αποκλειστικό προνόμιο της σεξουαλικής πράξης χωρίς συναίσθημα, ενώ η γυναίκα μπορεί να δηλώσει ανεξάρτητη businesswoman, που δε θέλει παιδιά και γάμο και αυτό να είναι απολύτως φυσιολογικό.
Ξεκινώντας από την ιέρεια του στιλ και απόλυτο είδωλο, την Carrie Bradshaw, που εκτόξευσε τη δημοτικότητα της Sarah Jessica Parker –η οποία την υποδύθηκε με τεράστια επιτυχία- στην κορυφή του star system, στέκομαι για μια στιγμή στο γεγονός, ότι πολλοί δεν τη θεωρούσαν καν όμορφη και απορούσαν, γιατί είχε τέτοια επιτυχία στους άνδρες. Και είχαν δίκιο. Δεν ήταν όμορφη με την αντικειμενική σημασία, αλλά αυτό ήταν κι ο σκοπός. Να δείξει ότι η γοητεία δεν πηγάζει μόνο από την εξωτερική ομορφιά, αλλά χρειάζεται προσωπικότητα και στιλ, attitude και εξυπνάδα για να τραβήξει κανείς τα βλέμματα. Το μεγάλο στήθος και τα ζουμερά χείλη βοηθούν κι αυτά, αλλά δεν αρκούν.
Εκείνη, λοιπόν, δεχόταν την κριτική από τις φιλενάδες της -και από θεατές κάθε φύλου-, γιατί «τόλμησε» να φάει κόλλημα μ’ έναν άνδρα. Είναι όμως τόσο δύσκολο να την καταλάβει κανείς; Όταν, μάλιστα, γυναίκες κλαίνε μέρες ολόκληρες για ένα τύπο που έβγαιναν μόλις έναν μήνα ή άλλοι κάνουν stalking την πρώην τους στα social media ακόμα και τρία χρόνια αφού χωρίσανε και συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους επόμενους συντρόφους της; Οκ, έξι χρόνια φαίνονται πολύ καιρός για να σου γίνει κάποιος εμμονή –τόσο κράτησε και η σειρά- αλλά όταν ο άλλος εμφανίζεται κάθε τρεις και λίγο και δε σ’αφήνει να… αγιάσεις, μπορεί κάποιος όντως να μη δικαιολογήσει τη στάση της;
Στεκόμενος λίγο περισσότερο στην κατσαρομάλλα πρωταγωνίστρια, δεν μπορώ να ξεχάσω μια σκηνή στην οποία δηλώνει σοκαρισμένη από το γεγονός ότι, στην ντουλάπα της έχει αμέτρητα ζευγάρια παπούτσια, το καθένα από τα οποία κοστολογούνται όσο ένα εβδομαδιαίο ενοίκιο στη Νέα Υόρκη, όταν εκείνη κινδύνευε να χάσει το σπίτι της. Κι εγώ τότε λίγο έλειψε να κλείσω την TV από τα νεύρα μου, αλλά είπα «για κάτσε». Ίσως να μην έχετε φτάσει κανείς στην ίδια θέση με την ίδια, σκεφτείτε όμως πόσα λεφτά ξοδεύετε καθημερινά σε καφέδες έξω, σούσι και σινεμά τα Σάββατα και 20άρικα σε κοκτέιλ, όταν οι λογαριασμοί στην πόρτα σας είναι ακόμα κλειστοί -και φυσικά απλήρωτοι.
Πάμε στη Samantha όμως τώρα, που επιτέλους έδειξε περίτρανα on camera ότι, το να έχει μια γυναίκα μια υγιή σεξουαλική ζωή με περισσότερους από έναν συντρόφους, όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρείται ως ταμπού και μη-φυσιολογικό, αλλά είναι κάτι που αξίζει και πρέπει να το απολαμβάνει όσο κι ένας άνδρας. Γιατί λοιπόν ένας που πηγαίνει με πολλές να θεωρείται ζεν –πρεμιέ και καρδιοκατακτητής, ενώ μια γυναίκα που τιμά το ίδιο «σπορ» να θεωρείται εύκολη; Φτάνει πια με τα δήθεν φεμινιστικά προσχήματα που θέλουν τις γυναίκες «ανεξάρτητες, αλλά…». Όταν μιλάμε για ισότητα μιλάμε για ισότητα σε όλους τους τομείς. Είναι σαν να μου λέτε «δεν έχω πρόβλημα με τους gay, αρκεί να μην προκαλούν». Σας έχω νέα: έχετε πρόβλημα με τους gay.
H Miranda, μεγαλοδικηγόρος και ορκισμένη γυναίκα καριέρας που δε θέλει παιδιά και οικογένεια, βρέθηκε τελικά με ένα πανέμορφο παιδί και έναν σύζυγο, του οποίου συγχώρησε την απιστία, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι όλα όπως φαίνονται και καμιά φορά, ακόμα και στις εξωσυζυγικές σχέσεις φταίνε και οι δυο. Δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο, ποτέ και πουθενά. Το ίδιο ισχύει και για την τέταρτη της παρέας, τη Charlotte, που η εμμονή της να παντρευτεί την οδήγησε σε λάθος αποφάσεις, λάθος άντρες, μέχρι να βρει τον τύπο που την έκανε ευτυχισμένη, αλλά στην αρχή αγνοούσε, επειδή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της -αλλά και εκείνες της καλής κοινωνίας. Τις περισσότερες φορές όμως, οι προϋποθέσεις «γκρεμίζονται» και δεν αποτελούν κανόνα, ειδικά αν σας τις έχει επιβάλλει κάποιος άλλος.
Πάνω από 1000 λέξεις μετά λοιπόν, και άλλα πολλά που θέλω να πω αλλά χρειάζομαι διατριβή στο θέμα, ολοκληρώνω λέγοντας, ότι όλοι οφείλουν να δουν τη σειρά αυτή πέρα από το προφανές, να σταματήσουν για μια στιγμή και να δοκιμάσουν να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση κάποιου άλλου. Αυτό που κρίνετε, μπορεί να το έχετε κάνει κι εσείς. Καλά, δε μιλάμε για extreme περιπτώσεις εγκληματικότητας, θα ήταν ανόητο να μιλάμε για κάτι τέτοιο σ’ ένα κείμενο για το Sex & the City, προς Θεού, αλλά για ανθρώπινα πάθη κι ανησυχίες που θα συναντήσετε σε κάθε σπίτι και γωνία.
Χρόνια πολλά στο Sex & the City, λοιπόν, από κάποιον που δεν έβλεπε μόνο τα Manolo Blahnik της Carrie, τους γόηδες που έβγαινε η Samantha, την ειρωνεία της Miranada και τις κρίσεις της Charlotte αλλά τη συνολική εικόνα!