fbpixel

Search icon
Search
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος: Λίγο πριν την έναρξη του 64ου TIFF μοιράζεται τις σκέψεις του για τις επιδόσεις της ελληνικής κινηματογραφικής σκηνής
MAGAZINE

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος: Λίγο πριν την έναρξη του 64ου TIFF μοιράζεται τις σκέψεις του για τις επιδόσεις της ελληνικής κινηματογραφικής σκηνής

Πώς ο ίδιος βιώνει τη μαγεία της μεγάλης οθόνης...


Υπάρχουν πρόσωπα που διακρίνονται γι’ αυτό το πάθος τους και τις γνώσεις τους πάνω στην έβδομη Τέχνη, τα οποία πραγματικά θαυμάζουμε. Ένα από αυτά είναι ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, ένας αθεράπευτος σινεφίλ, που μέσα από τις λέξεις και τις προτάσεις του εξελίχθηκε σ’ έναν από τους μεγαλύτερους ειδικούς του χώρου. Με την ξεχωριστή του ματιά και τις γεμάτες ειλικρίνεια περιγραφές του, παρουσιάζει και επιμελείται την εκπομπή “Watch Next” στην Cosmote TV και, φυσικά, είναι κριτικός κινηματογράφου στη Lifo και το Mega TV. Φέτος, καθώς ετοιμάζεται να παρευρεθεί στο επερχόμενο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μοιράζεται τις σκέψεις του για τις επιδόσεις της ελληνικής κινηματογραφικής σκηνής και το πώς ο ίδιος βιώνει τη μαγεία της μεγάλης οθόνης.

Mε την 64η διοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να πλησιάζει, πώς θα λέγατε ότι έχετε βιώσει και αξιολογείτε όλα αυτά τα χρόνια την πορεία του; 

Παρακολούθησα για πρώτη φορά το Φεστιβάλ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην τελευταία φάση της αμιγώς ελληνικής εκδοχής του, με εγχώριες παραγωγές που συνιστούσαν ένα διαγωνιστικό πρόγραμμα και αποσπούσαν βραβεία από μια κριτική επιτροπή, με λίγες παράλληλες προβολές. Ήταν μια χαλαρή εβδομάδα, που αφορούσε περισσότερο στη δική μας καλλιτεχνική κοινότητα και φαινόταν αποκολλημένη από τη μεγάλη εικόνα του σινεμά. Τελικά, υπήρξε νομοτελειακή η μεταμόρφωσή του σε διεθνές γεγονός και χαίρομαι που οι αρχικές γκρίνιες δεν επικράτησαν και ο Μισέλ Δημόπουλος, μαζί με τον Δημήτρη Εϊπίδη, πραγματοποίησαν το όραμά τους. Χωρίς να χάνει τη θεσμική επαφή του με την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή, το Φεστιβάλ εξελίχθηκε σ’ ένα ραντεβού με πολλές και διαφορετικές εκδηλώσεις, που καλύπτουν σχεδόν όλα τα σινεφίλ γούστα - κι όχι μόνο. Και το ότι γίνεται στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με ιστορία διασταυρωμένων πολιτισμών που δε βαριέσαι εύκολα, παραμένει bonus.

Τι θεωρείτε πως έχει προσφέρει μέχρι στιγμής στην ελληνική ή και τη διεθνή κινηματογραφική σκηνή; 

Σε μια εποχή που τα φεστιβάλ δεν ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο σε όλο τον κόσμο και η Ελλάδα δε διέθετε άλλο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου, προσέφερε πολλά στη χώρα, και τη Θεσσαλονίκη ειδικότερα, θέτοντας τη βάση για την πρώτη πανεπιστημιακή σχολή κινηματογράφου και εδραιώνοντας την πόλη ως πόλο έλξης για κινηματογραφιστές και κριτικούς, αλλά και σινεφίλ που συνδύαζαν το ενδιαφέρον τους για τη διεθνή παραγωγή και την περιέργειά τους για την εξέλιξη του ελληνικού σινεμά, όπως αποτυπώνεται στις πρεμιέρες και το διαγωνιστικό. Το κοινό έχει γνωρίσει σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους και παραγωγούς από κοντά, να μιλάνε για τις ταινίες τους και να απαντούν στις απορίες τους, κι έχει ανακαλύψει, μαζί με αυτό κι εγώ φυσικά, νέες τάσεις μέσα από αφιερώματα και προβολές ταινιών σωστά επιμελημένων, συχνά σπάνιων, και σίγουρα όχι πάντα εύκολων να εξασφαλιστούν, με τον ανταγωνισμό που πλέον υπάρχει παντού. Γίνεται τρομερή δουλειά και πολύπλευρη, και το curation στις παράλληλες εκδηλώσεις είναι πάντα αξιοπρόσεκτο.

Από τις επισκέψεις σας στην πόλη με αφορμή το Φεστιβάλ, υπάρχει κάποια ιδιαίτερη στιγμή που σας έχει χαραχθεί στη μνήμη και ξεχωρίζετε; 

Τη θερμή διάδραση του κοινού με τους έλληνες δημιουργούς, με τα χειροκροτήματα ενθουσιασμού και τις έντονες αποδοκιμασίες, δεν την έζησα από κοντά, κι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί· αν και θυμάμαι τη βραδιά στην τελετή λήξης, όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, συγχυσμένη αλλά ετοιμόλογη, έβαλε στη θέση του έναν θεατή που δυσφόρησε με την παρουσία της στη σκηνή, για να δώσει βραβείο. Οι εμφανίσεις του Francis Ford Coppola και του Harvey Keitel σίγουρα δεν πέρασαν απαρατήρητες. Οι συνεντεύξεις με τον Oliver Stone και τη Faye Dunaway που είχα την τύχη να κάνω στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Συναντήσεις με τον Patrice Chéreau, τον ευγενέστατο Chris Cooper, τον πάντα ενδιαφέροντα John Malkovich και τον λίγο ζαλισμένο από το jet lag, αλλά πολύ φιλικό Sam Rockwell. Το αμίμητο show-σεμινάριο του John Waters. Η ανακάλυψη σκηνοθετών, όπως ο Bruce La Bruce και ο Majid Majidi, μέσα από προβολές. Η στιγμή που, ιπποτικά, ο Νίκος Κούνδουρος, νικητής για το Μπάιρον, προσέφερε ένα τριαντάφυλλο στα σκαλιά του Μακεδονικών Σπουδών στην ηττημένη της βραδιάς, Τόνια Μαρκετάκη. Αλλά και περιστατικά που δεν έχουν καμία σχέση με το ίδιο το Φεστιβάλ - γέλια και γλέντια με φίλους, αξέχαστα.

snapinstaapp-366564607-692786919358440-7301343966928492482-n-1080.jpg

Η Ελλάδα έχει τη δυναμική τελικά να παράγει σπουδαία κινηματογραφικά έργα; Τα τελευταία δεδομένα πάντως φαίνονται να είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά…

Το «σπουδαίο» είναι μεγάλη κουβέντα. Υπάρχει πλέον ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στις ακριβότερες παραγωγές για το ευρύ κοινό, που βασίζονται σε γνωστές προσωπικότητες ή στην ελληνική λογοτεχνία («Ευτυχία», «Σμύρνη μου Αγαπημένη», η φιλμογραφία του Γιάννη Σμαραγδή, η «Φόνισσα» που έρχεται φέτος), με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη να αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Δηλαδή, οι ταινίες που προορίζονται για εκατοντάδες χιλιάδες εισιτηρίων, και οι καλλιτεχνικές, που συνήθως βρίσκονται στην πεντάδα των βραβείων της ελληνικής Ακαδημίας. Από τη δεύτερη κατηγορία, κάποιες βρίσκουν τον ειδικό στόχο τους. Τα «Μαγνητικά Πεδία» είναι ένα καλό παράδειγμα, και ο Γιάννης Οικονομίδης, ένα κεφάλαιο από μόνος του. Όσο για τις υπόλοιπες, δυσκολεύονται, όπως και οι αντίστοιχες σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο να βρουν κοινό, αλλά και διανομή. Γι’ αυτό κι ένα Φεστιβάλ δεν είναι απλώς ένας τόπος φιλοξενίας τους, αλλά πλέον μια πλατφόρμα θέασης, που το κοινό γνωρίζει και πολλές φορές επιλέγει, ανεξάρτητα από την όποια καριέρα τους σε αίθουσες. Το σίγουρο είναι πως, παρά τις δυσοίωνες υποθέσεις, οι αίθουσες δεν έχουν τελειώσει. Απλώς έχουν προστεθεί σ’ ένα πιο πλουραλιστικό μενού επιλογών και αποτελούν σημείο συνάντησης για πιο ξεχωριστές περιστάσεις, σε σχέση με το αποκλειστικό κινηματογραφικό ραντεβού του παρελθόντος.

Από όσα έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής πως θα πλαισιώσουν τη φετινή διοργάνωση, ποια είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζετε και τι μοναδικό αναμένετε να δείτε φέτος να συμβαίνει; 

Το αφιέρωμα στα φαντάσματα, που επιμελείται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του New York Film Festival, Dennis Lim, είναι το δικό μου απόλυτο highlight. Περιλαμβάνει ταινίες όπου η έννοια χρησιμοποιείται στην κυριολεξία της, όπως το κλασικό «Βαμπίρ» του Dreyer, άλλες όπου κυριαρχούν τα φαντάσματα της Ιστορίας, με τους «Κυνηγούς» του Αγγελόπουλου και το “D’ Est” της Chantal Akerman, ενώ δε λείπουν οι Ασιάτες, ο Kiyoshi Kurosawa και το “Ugetsu Monogatari” του Mizoguchi από το 1953, ένα λαϊκό παραμύθι από την Ινδία του Mani Kaul, αλλά και ο αγαπημένος μου David Lynch με το παραγνωρισμένο του αριστούργημα, το “Inland Empire”, που επίτηδες έχω να δω από την παγκόσμια πρεμιέρα του στη Βενετία, γιατί προτιμώ να μείνει στη σκέψη μου… στοιχειωτικά. Επίσης, θα ήθελα να επισκεφθώ ξανά ταινίες των δύο τιμώμενων σκηνοθετών από την Ελλάδα, του μάστερ της πολυπρόσωπης σάτιρας Νίκου Περάκη, και του άρχοντα του ποιητικού σινεμά, Τάκη Κανελλόπουλου.

snapinstaapp-334752153-724067626063534-8983275795386234109-n-1080.jpg

Ως κριτικός, ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που θα λέγατε ότι συμβάλλουν στην επιτυχία μιας ταινίας; Τι προϋποθέσεις ζητάτε να πληροί;

Πρωτοτυπία, έκπληξη, στόρι, βλέμμα. Θα πρόσθετα και τη συγκίνηση, χωρίς να θέλω να παρεξηγηθώ - δε σημαίνει πως το γοερό, εκβιαστικό κλάμα είναι το ζητούμενο. Το δέος που μπορεί να προκαλέσει μια ταινία είναι ακόμη πιο δύσκολο. Μερικοί σκηνοθέτες το καταφέρνουν ακόμη και σε υπερθεάματα, όπως ο Denis Villeneuve στο “Arrival”, το “Dune” και το δικό του “Blade Runner”. 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023