Η Έρη Μαριόγλου ήξερε από πολύ μικρή ότι η υποκριτική ήταν ο δρόμος τον οποίο θα ακολουθούσε μεγαλώνοντας. Κάτι σαν ένστικτο που δεν έβγαλε στιγμή από το μυαλό της μέχρι να κάνει πραγματικότητα το όνειρό της. Σήμερα ζει στην Αθήνα, όπου συμμετέχει σε αξιοσημείωτες τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, κάνοντας το ένα επιτυχημένο βήμα μετά το άλλο.
Παρακάτω συζητήσαμε για όλα αυτά που νοσταλγεί στη Θεσσαλονίκη και είναι ο λόγος για τον οποίο επιστρέφει όταν έχει την ευκαιρία, καθώς και για τον χώρο της υποκριτικής που μετρά ακόμα ένα ανερχόμενο ταλέντο...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Πανόραμα, στον Νόμο 751. Οι πιο έντονες αναμνήσεις μου από τη γειτονία, ακόμη και ως ενήλικας, είναι η διάδραση με τη φύση και το παιχνίδι. Θυμάμαι τις ώρες που περνούσαμε με τις φίλες μου στο ποδηλατοδρόμιο, το πάρκο κάτω από το σπίτι μου όπου τρέχαμε με την αδερφή μου μικρές και πιο πρόσφατα τις ατελείωτες βόλτες που κάναμε με τις κολλητές μου στην καραντίνα. Θεωρώ ότι δεν έχει αλλάξει κάτι ιδιαίτερα έως σήμερα, γι' αυτό και όποτε επισκέπτομαι το πατρικό μου είναι πάντα σαν μια βουτιά στο παρελθόν.
Η αγαπημένη μου γειτονιά νομίζω πως είναι η Νέα Παραλία. Έχω ως εικόνα το γεμάτο λουλούδια μπαλκόνι της γιαγιάς μου που κοιτάει θάλασσα σε κοντινή απόσταση. Πιστεύω το να μπορείς να βγεις από το σπίτι σου και σε λίγα λεπτά να βρίσκεσαι δίπλα στη θάλασσα είναι μεγάλο πράγμα. Επιπλέον, μου αρέσει που ως γειτονιά αποπνέει μια ηρεμία, ενώ συγχρόνως έχει και όμορφα μαγαζάκια για να βγεις, αλλά είναι και σε περπατήσιμη
απόσταση από το κέντρο.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω -όσο κλισέ και αν ακουστεί- ηθοποιός. Σοβαρά, δε με θυμάμαι (όπως και κανένας γύρω μου) να λέω ή να επιθυμώ κάτι άλλο. Αισθάνομαι ότι σε μερικούς ανθρώπους λειτουργεί ως ένα εσωτερικό κάλεσμα. Σαν να με επέλεξε από μόνο του πριν το επιλέξω εγώ. Επομένως, ήταν μονόδρομος για μένα να ασχοληθώ με αυτό, και κάπως έτσι μετά το σχολείο οδηγήθηκα στην Αγγλία όπου σπούδασα θέατρο.
Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη είναι ενδεχομένως κάπως αμφίρροπη. Με την έννοια ότι ενώ την έχω συνδέσει με δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις της ζωής μου, η μελαγχολία που μου προκαλεί μερικές φορές δρα πάνω μου με έναν ευχάριστα νοσταλγικό τρόπο. Σαν να μου θυμίζει τον πυρήνα του ποια είμαι. Πλέον, ζω εδώ κι ενάμιση χρόνο στην Αθήνα.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για την ενασχόληση μου με την υποκριτική δεν το έχω επακριβώς εντοπίσει. Σίγουρα έχουν παίξει ρόλο και τα ερεθίσματα που πήρα μεγαλώνοντας, καθώς η μητέρα μου είναι πολύ σινεφίλ και θεατρόφιλη, αλλά πάντα είχα μια ροπή στο να επιθυμώ να παίξω ή να τραγουδήσω κάτι. Θυμάμαι πάντως μια ταινία που με είχε στιγματίσει πολύ ως παιδί, το "La Vie en Rose", που είναι η βιογραφία της Edith Piaf, την οποία ερμήνευσε η Marion Cotillard. Είχα συγκλονιστεί τόσο από τη ζωή της τραγουδίστριας όσο και από την ερμηνεία της ηθοποιού, που μπορώ ξεκάθαρα να πω ότι είναι από τις πρώτες στιγμές που με κάνω εικόνα να λέω «εγώ αυτό θέλω να κάνω».
Αυτός ο χώρος είναι ένας αγώνας δρόμου - ένας μαραθώνιος. Τρέχεις, πέφτεις, σηκώνεσαι, μετά ξανατρέχεις. Χρειάζεται σίγουρα πολλή υπομονή και επιμονή. Το να είσαι νέος ηθοποιός στην Ελλάδα είναι δύσκολο γιατί ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και οι «ανοιχτές» δουλειές περιορισμένες. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι αν κάποιος θέλει κάτι πολύ και το κυνηγάει κάνοντας σωστές επιλογές, ο δρόμος θα τον βγάλει εκεί που επιθυμεί.
Η πρώτη μου δουλειά ως ηθοποιός ήταν στην ταινία μικρού μήκους "Vardo" σε σκηνοθεσία Κώστα Καλουδιώτη, η οποία ταξιδεύει αυτή την περίοδο σε διάφορα φεστιβάλ στην Ευρώπη.
Οι τηλεοπτικές παραγωγές όπου έχω εμφανιστεί είναι το «Μετά τη Φωτιά» στον ρόλο της Μαρίας και οι «Παγιδευμένοι» στον ρόλο της Μαριάννας. Πρόσφατα, συμμετείχα στην παράσταση «Οι Δύο Γιοί» του Bertolt Brecht σε σκηνοθεσία - θεατρική απόδοση Ανδρέα Ζαφείρη.
Από τη μέχρι τώρα πορεία μου, ξεχωρίζω την τελευταία συνεργασία μου στην προαναφερόμενη παράσταση. Πέρα του ότι αγάπησα το έργο αφάνταστα, αυτό που κρατάω παραπάνω απ' όλα είναι το πόσο υπέροχη ομάδα ήμασταν και το κλίμα αλληλοσεβασμού και υποστήριξης που υπήρχε ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές.
Ένας ηθοποιός τον οποίο θαυμάζω είναι...πολλοί. Πάντα με ζόριζε αυτή η ερώτηση, αλλά θα πω τη Natalie Portman γιατί έχει ερμηνεύσει έναν από τους αγαπημένους μου ρόλους, αυτόν της Nina στο "Black Swan".
Ένας άνθρωπος - μέντορας για μένα είναι η coach μου, και πλέον φίλη, Λυδία Γεωργανά. Γνωριστήκαμε μέσω ενός workshop που διοργάνωσε στη Λέρο για τα κινηματογραφικά αρχέτυπα. Εμπνέομαι πολύ από τις γνώσεις της και την οπτική της στα πράγματα, και λόγω της εμπιστοσύνης που μου έχει δείξει, οι συμβουλές της παίζουν πάντα καίριο ρόλο στη συνείδησή μου.
Η συνεργασία που είναι big dream για μένα είναι με τον Γιώργο Λάνθιμο. Παρακολουθώ από πολύ παλιά τη δουλειά του και όλη η εξέλιξή του ως καλλιτέχνης μου προκαλεί τρομερό θαυμασμό. Και τι πιο ωραίο από το να δουλεύεις με έναν άνθρωπο που θαυμάζεις!
Μια παράσταση που παρακολούθησα πρόσφατα και λάτρεψα είναι το "Goodbye, Lindita" του Μάριο Μπανούσι, ένα έργο που πραγματεύεται την απώλεια. Είχε πάρα πολύ καιρό να με αγγίξει παράσταση τόσο βαθιά και με τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω. Σαν να ενεργοποιήθηκε κάτι πρωτόγνωρο μέσα μου.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μόλις έχω ολοκληρώσει τις παραστάσεις για το έργο «Οι Δύο Γιοί» κι έχω αρχίσει κάποιες συναντήσεις για ένα project στο οποίο θα συμμετέχω την επόμενη σεζόν. Παράλληλα, προετοιμάζουμε με μια φίλη μια ταινία μικρού μήκους, στo πλαίσιo ενός σεμιναρίου κινηματογράφου που παρακολουθούμε υπό την καθοδήγηση του Σωτήρη Τσαφούλια.
Στο μέλλον είναι σίγουρα πολλά αυτά που σκέφτομαι ότι θέλω να καταφέρω, αλλά τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να ακολουθώ τη φιλοσοφία του «ζήσε τη στιγμή», γιατί διαισθάνομαι πως μόνο έτσι εν τέλει απολαμβάνεις τη ζωή.
Η κινητήριος δύναμή μου είναι σίγουρα οι φίλοι μου. Έχω την ανάγκη να μοιράζομαι όλες τις ανησυχίες και τα συναισθήματά μου μαζί τους, επειδή ξέρω πως σε στιγμές εσωτερικής πάλης, θα ξαναβρώ δύναμη και σιγουριά μέσα από τη στήριξη και την πίστη τους σε εμένα.
Ένα όνειρο μου που έχει γίνει πραγματικότητα είναι ότι έζησα κάποια χρόνια στην Αγγλία. Το ήθελα από πολύ μικρή, χωρίς να σημαίνει ότι δεν απομυθοποίησα κάποια πράγματα στην πορεία, αλλά και χωρίς να αποκλείω το σενάριο του να επιστρέψω κάποια στιγμή.
Οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετώπισα και αντιμετωπίζω ακόμη, είναι κυρίως εσωτερικής φύσης. Άφεσης, διαχείρισης αλλά και απελευθέρωσης κάποιων συναισθημάτων και ψυχολογικών μηχανισμών.
Μου αρέσει να ξεκλέβω χρόνο και να τον περνάω με την εαυτό μου. Είναι ένα είδος ανάγκης, σαν ένας τρόπος αποσυμφόρησης από την πραγματικότητα. Από το να βάλω μουσική και να χορεύω στο σπίτι, μέχρι να πάω μόνη μου ένα σινεμά. Ευτυχία σημαίνει κάτι που μάλλον δε μπορείς να το περιγράψεις με λέξεις. Δεν είμαι σίγουρη ακόμα, το ψάχνω.
Το μαγαζί - «στέκι» στη Θεσσαλονίκη που μου αρέσει να πίνω τον καφέ μου είναι το Tabya, καθώς έχω μια αδυναμία στα διατηρητέα κτίρια, αλλά το εν λόγω μαγαζί έχει και μια οπτικοακουστική αισθητική που δένει full με τον ψυχισμό μου.
Ένας χώρος Τέχνης που αγαπώ στη Θεσσαλονίκη είναι ο κινηματογράφος Ολύμπιον. Πέρα του ότι είναι άμεσα συνδεδεμένος στο μυαλό μου με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που αγαπώ, είναι μια αίθουσα που με ταξιδεύει σε άλλο χωροχρόνο.
All time classic αγαπημένο μου μέρος στη Θεσσαλονίκη είναι η προβλήτα στο λιμάνι. Έχω δει από τα πιο καθηλωτικά ηλιοβασιλέματα εκεί.
Το «κρυφό» μου σημείο στην πόλη είναι στη Νέα Κρήνη ένα μοναχικό παραλιακό παγκάκι κάτω από τις φυλλωσιές. Το να χαζεύω τον ορίζοντα της θάλασσας, είναι κάτι που μου προκαλούσε πάντα τρομερή γαλήνη. Η Θεσσαλονίκη μου αρέσει γιατί εκπέμπει μια φιλοξενία και μια ζεστασιά. Επίσης, κακά τα ψέμματα, αλλά περικλείει και το μεγαλύτερο κομμάτι των αναμνήσεων μου, οπότε το συναισθηματικό δέσιμο είναι αλληλένδετο. Α, και να μη ξεχάσω, έχει και το καλύτερο φαγητό!
Αν θα άλλαζα κάτι στη Θεσσαλονίκη θα ήταν τα ερεθίσματα που προσφέρει στον καλλιτεχνικό τομέα. Νιώθω ότι χωράει κι άλλο, κι άλλο.
Αν θα έπρεπε να τη χαρακτηρίσω με 3 λέξεις, αυτές θα ήταν: Ρομαντική, νοσταλγική και μυστήρια.
Φωτογραφίες: Πέτρος Πουλόπουλος