Γιος της Λίνας Λαμπράκη και του Νίκου Κολοβού, ο Γιώργος Κολοβός φαίνεται ότι κληρονόμησε το πάθος των γονιών του για την υποκριτική, οι οποίοι μάλιστα έχουν σημειώσει τεράστια πορεία. Ωστόσο, ο ίδιος κατάφερε να ξεχωρίσει πολύ γρήγορα και να συμμετάσχει σε αξέχαστες παραγωγές του ΚΘΒΕ, στο πλευρό σπουδαίων ηθοποιών, όπως «Μεταμόρφωση», «Πέρσες», «Ιππής«, τα «Μικρά Διονύσια«,«Μακμπέθ», "Berlin Alexanderplatz” και πολλές ακόμα...
Ο γνωστός ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του...
Μεγάλωσα στα Κάστρα στον Άγιο Παύλο, λίγο πριν από το Θέατρο Δάσους. Μέσα στα δέντρα. Η μητέρα μου θα σκέφτηκε, τι ωραία παιδικά χρόνια θα κάναμε εκεί, εγώ και ο δίδυμος αδερφός μου... Είχε απόλυτο δίκιο. Για να φτάσεις στο σπίτι, ανεβαίνεις πρώτα μια ανηφόρα μέσα στα δέντρα, κάπως απότομη, γύρω στα πενήντα μέτρα, η οποία πάντα έπιανε πάγο τον χειμώνα. Καταλαβαίνετε, πώς περνούσαμε τον χειμώνα... Κόντρα πλακέ ελκηθροδρομίες, ήμασταν συνέχεια με τα τσιρότα! Τις υπόλοιπες εποχές ζούσαμε το δάσος. Τετραγωνικά χιλιόμετρα δάσους. Σχεδόν μιλούσαμε με τα ξωτικά. Τώρα που το σκέφτομαι, θα κατέληγα στην τέχνη ή θα γινόμουν δασολόγος-δασοκόμος-δασοπόνος!
Έχει χρόνια που φύγαμε από εκεί. Η γειτονιά δεν έχει αλλάξει, είναι σχεδόν ίδια... Οι άνθρωποι όμως έχουν αλλάξει. Εννοώ, ότι από τους τότε κοντινούς και ευρύτερους γείτονές μου, λίγοι μένουν πια εκεί. Οπότε, αν και μοιάζει ίδια, δεν είναι. Τώρα μένω Σταυρούπολη, σε μια όμορφη γειτονιά με τη γυναίκα μου, την κόρη μου και τον σκύλο μας. Πάντα όμως έχω την τάση να θέλω να είμαι κοντά στο δάσος, οπότε κάποια στιγμή σκέφτομαι να μετακομίσουμε προς Άγιο Παύλο ή Ρετζίκι.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω πιλότος, ήμουν τρελός με τα αεροπλάνα. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να ξεφτίζει αυτή η ιδέα στο μυαλό μου. Δοκίμασα την ακαδημαϊκή οδό αρχικά, οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Απέτυχε παταγωδώς -δεν το ήθελα πραγματικά. Μπήκα για να πάρω το διαβατήριο για «τη χώρα της ησυχίας» στο κεφάλι μου, να σκεφτώ τι ήθελα να κάνω με τον εαυτό μου. Με τραβούσε πολύ, αλλά απέφευγα το θέατρο, οι γονείς μου και οι δύο ηθοποιοί, νόμιζα πως επηρεαζόμουν. Γνώρισα μερικούς τελειόφοιτους στη σχολή του ΚΘΒΕ και γίναμε φίλοι. Ε, αυτό ήταν. Και όταν τελείωσα τη σχολή, έμπλεξα και με θεατρικές ομάδες σχεδόν αμέσως. Έδεσε το γλυκό.
Με τη θεατρική ομάδα «Ακτίς Αελίου» έκανα πολύ δρόμο, δέκα χρόνια. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη μου παράσταση. Ήταν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το φθινόπωρο του 2000, στο Βασιλικό Θέατρο, η "Σαμία" του Μένανδρου, σε σκηνοθεσία του Ε. Γαβριηλίδη. Συμμετείχα στον χορό. Μας είχε φτιάξει τα σκηνικά και τα κοστούμια ο υπέροχος σκηνογράφος και ενδυματολόγος Γιάννης Μετζικώφ. Κάναμε την έναρξή μας όλοι πάνω σε ποδήλατα, και θυμάμαι έντονα τον ενθουσιασμό που με γέμιζε, ήμουν πια επαγγελματίας! Χειροκρότημα κάθε βράδυ, η ψυχή μου πετούσε!
Στα πρώτα μου βήματα στον χώρο της υποκριτικής το θέατρο στη Θεσσαλονίκη ήταν μέσα στην ποικιλία.Υπήρχε κίνηση στην πόλη, ομάδες με χώρο, ομάδες χωρίς χώρο, επιχορηγήσεις, μικρές και τότε, αλλά μεγαλύτερες από τις σημερινές. Νέες Μορφές, Ακτίς Αελίου, Παράθλαση, Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, Τεχνουργείο, Θέατρο 25ης Μαρτίου, Λύκη βυθού... Η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης τότε διοργάνωνε και τη θεατρική άνοιξη, έφερνε υπέροχες ομάδες και βλέπαμε θέατρο συνέχεια! Μόλις τελείωσα τη σχολή έμεινα έναν χρόνο στο Κρατικό και μετά μπλέχτηκα με τις ομάδες. Ακτίς Αελίου, Πανδαιμόνιο Επτά και Ούγκα κλάρα. Όποτε άνοιγε οντισιόν για καλοκαιρινή παραγωγή και με έπαιρναν, έβγαζα πιο άνετα το φθινόπωρο. Και σχεδόν κάθε φθινόπωρο, παιδικό θέατρο για τον χειμώνα. Ή μάλλον και παιδικό θέατρο. Το βράδυ ομάδα. Ή ομάδες... Μιλάμε για πολύ θέατρο!
Το ΚΘΒΕ το ζω από μικρός, οι γονείς μου εργάστηκαν σ’ αυτό. Είναι στα παιδικά μου χρόνια, πριν την ανακαίνισή του, μες τα κόκκινα βελούδα. Είχε εκείνη την υπέροχη σκηνή, το Υπερώο. Και ένα μπαρ για τους ηθοποιούς μετά την είσοδο. Είναι ένας πολύ σημαντικός θεσμός για την πόλη, κρατάει το θέατρο εδώ ζωντανό. Είχα την τύχη να συνεργάζομαι αυτά τα χρόνια και η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό ο πήχης ανεβαίνει διαρκώς. Γεμάτα χρόνια... από βασιλείς στην Επίδαυρο μέχρι θέατρο μέσα στις τάξεις λυκείων! Κρατάω αυτό που διάβασα σε ένα άρθρο του Σάββα Πατσαλίδη πως, όταν το Κρατικό δεν πάει καλά, δεν πάει καλά και η υπόλοιπη θεατρική ζωή της πόλης και το αντίθετο.
Μια στιγμή που δεν ξεχνώ, είναι όταν βρέθηκα με τη μητέρα μου επί σκηνής στην παράσταση Berlin-Alexanderplatz, στο υπόγειο της Ακτίς Αελίου. Κάθε βράδυ έπαιζα με ένα ζεστό χαμόγελο μέσα μου. Και έμελλε να είναι και η πρώτη και τελευταία συνεργασία μας, η ζωή τα φέρνει όπως της έρθει...
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι τα στενά της Άνω Πόλης. Μου αρέσει να κάνω βόλτα ανάμεσά τους που και που. Σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές. Έχω ανακαλύψει δύο-τρεις γωνιές εκεί πάνω υπέροχες, που πάω για να καθίσω, να ρεμβάσω. Λες και βγήκαν από παραμύθι.
Μπορεί να με συναντήσει κανείς στην ευρύτερη περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς. Μου αρέσει πολύ που έχει ανέβει η συγκεκριμένη περιοχή τα τελευταία χρόνια, τα καφέ, τα ταβερνάκια της. Πηγαίνω συνήθως στο Blues Bar δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο.
Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ -πέρα από τα θέατρα- είναι τα μουσεία, πόση τροφή στον θεατρίνο μέσα μου! Τα αντικείμενα που βλέπω εκεί ήταν κάποιων, τα χρησιμοποιούσαν, τα άγγιζαν... Από αγάλματα μέχρι κοσμήματα και έπιπλα, σου ψιθυρίζουν εποχές...
Λίγο πιο πάνω από το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης είναι και ένα από τα αγαπημένα μου μέρη για φαγητό, η "Κάνουλα". Ένα ταβερνάκι τρία επί τρία, με πέντε-έξι τραπεζάκια, δε σου γεμίζει το μάτι. Μέχρι να ανοίξεις τον κατάλογο. Πανδαισία. Ταμπουλέ και μυδοπίλαφο, σαλάτες από όλο τον κόσμο φτιαγμένες με μεράκι. Όμορφη ατμόσφαιρα και μουσική, ενώ πάντα έχει μια μικρή έκθεση από φωτογραφίες, πίνακες ή κοσμήματα στους τοίχους. Αλλιώς στον παραδοσιακό Τσαρουχά, που βρίσκεται άλλωστε και στην περιοχή που μου αρέσει...
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες, κυρίως πριν από την πρόβα, είναι ο καφές από το Tre Marie, δίπλα στο ΚΘΒΕ και βόλτα στην παραλία για επανάληψη στα λόγια μου. Σχεδόν ποτέ δεν το ξεχνώ, όποτε μπορώ, πηγαίνω.
Το βράδυ θα πάρω τους φίλους μου και θα πάω συνήθως προς τα παραλιακά μπαράκια, μου αρέσει η θάλασσα τη νύχτα, έχει μια ζοφερή ομορφιά. Το μπαρ πάνω ακριβώς από το Βασιλικό Θέατρο έχει όμορφη jazz και blues μουσική και ηρεμία, γιατί θέλω να μπορώ να μιλάω με την παρέα. Πιο μικρός ήμουν της φασαρίας, ροκάς... Σύχναζα στο Silver Dollar στην Εθνικής Αμύνης ή στο Lucky Luke στη Λώρη Μαργαρίτη.
Μία άλλη επιλογή για βραδινή έξοδο είναι το Τσινάρι, αν θέλω ουζάκι-κρασάκι και καλοκαιριάζει. Στο ομώνυμο ταβερνάκι "Το Τσινάρι". Είπαμε, μου αρέσουν τα πράγματα που έχουν ένα παρελθόν! Και όταν πάω εκεί, αργώ να φύγω...
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι... μυστικό! Θα φανερώσω μόνο πως βλέπει όλη την πόλη, έχει κιόσκι και μια σκάλα που φτάνει μέχρι εκεί. Συνήθως εκεί θα πάω αν έχω θέμα, αν πρέπει να σκεφτώ, να πάρω μια απόφαση...
Η Αθήνα και η κάθοδος σε αυτήν είναι πάντα μια επιλογή, αν και δύσκολη στις μέρες μας. Εγώ είχα όμως τις ομάδες μου, μετά ήρθε και η κόρη μου, μέχρι στιγμής παλεύουμε εδώ. Και λέω παλεύουμε γιατί και η γυναίκα μου είναι ηθοποιός και είναι ασταθής η αγορά στο επάγγελμά μας. Πάντα ήταν αλλά με την κρίση χειροτέρεψε. Σε όλη την Ελλάδα εννοείται, παντού είναι έτσι πια. Λίγοι οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν σταθερό εισόδημα έστω και για πέντε μήνες, ενώ στο ελεύθερο θέατρο τα πράγματα είναι χαοτικά.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει η ποιότητα της ησυχίας που έχει, η ηρεμία που έχουν τα σοκάκια της. Μου αρέσει η ιστορία της, φανερή σε κάθε γωνιά και κάθε δρόμο -και κάτω από κάθε δρόμο! Μου αρέσει ο καιρός της την άνοιξη πολύ. Τον χειμώνα, καθόλου ομολογώ. Μου αρέσει να ζω σε αυτήν, είναι ξέγνοιαστη πόλη, σε κάνει να θέλεις να περπατήσεις, να κάνεις βόλτα.
Αν οδηγούσαν όλοι και λίγο πιο ψύχραιμα, θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα. Έχω βαρεθεί να βλέπω ατυχήματα μπρος στα μάτια μου, συνέχεια λουλούδια σε πεζοδρόμια... Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα καθάριζα εντελώς τη θάλασσα, όπως έκανε σιγά-σιγά η Καβάλα. Να μπορεί κανείς να βουτήξεις στη θάλασσα ακόμη και στο κέντρο της πόλης. Το φαντάζεστε;
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με τρεις λέξεις; Πανέμορφος, μελαγχολικός παράδεισος.
Φωτογραφία πορτρέτου: Άρης Ράμμος