Μια χαμένη θεία απ’ το Μπουένος Άιρες, ένας άγνωστος ξάδερφος ντυμένος τσολιάς που ανοίγει πίτες και μιλάει αρχαία ελληνικά με ισπανική προφορά, απομακρυσμένοι συγγενείς ν’ αγκαλιάζονται και να κλαίνε σε ζωντανή σύνδεση: αν οι γιορτές έχουν μια δόση οικογενειακού σουρεαλισμού, εκείνα τα Χριστούγεννα ξεπέρασαν -χωρίς αμφιβολία- κάθε προσδοκία. Αυτή είναι η δικιά μου χριστουγεννιάτικη ιστορία και είναι λέξη προς λέξη πραγματική.
Το 1984 στο Μπουένος Άιρες όλοι θα αναγνώριζαν την Christina Calpak Macedo. Ήταν μια από τις δημοφιλέστερες παρουσιάστριες, γνωστή για τις ξανθές σαν μεγάλα κανταΐφια μπούκλες της και το κακαριστό της γέλιο. Εκείνη την εποχή, είχε μόλις εκδοθεί το δεύτερό της διαζύγιο και παρουσίαζε μια μελό εκπομπή επανένωσης συγγενών - κάτι σαν το «Μπράβο Καλώς Ήρθατε» ή το «Πάμε Πακέτο». Ελπίζω να με καταλαβαίνετε!... «Μη μένετε στη λαμπερή μου εικόνα, αυτή η εκπομπή είναι για μένα ένα προσωπικό στοίχημα», θα δήλωνε στο TV Guia Argentina και δεν έλεγε ψέματα. Δέκα «Μαρίες της γειτονιάς» δεν ισοφάριζαν τα βάσανά της.
«Ψάχνω τους συγγενείς μου στην Ελλάδα από την ώρα που περπάτησα. Μία ξεθωριασμένη ταυτότητα, τρία ταλαιπωρημένα χαρτιά, μία φωτογραφία, όλα κι όλα τα στοιχεία που είχα. Και δε μιλάω τα ελληνικά καλά. Γεννήθηκα στην Αμερική και η μητέρα μου πέθανε σχεδόν αμέσως. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε ξανά στην Αργεντινή, αλλά χάθηκε κι αυτός νέος. Εγώ μεγάλωσα με τη μητριά μου, τον νέο της σύζυγο και δύο αδέρφια. Κανείς τους δεν ήταν Έλληνας, όμως δε σταμάτησα λεπτό να αναζητώ τους δικούς μου συγγενείς στην πατρίδα», θα εξομολογούνταν με δάκρυα στα μάτια στο εορταστικό επεισόδιο του «Μπράβο Καλώς Ήρθατε» της Αργεντινής, που γυρίστηκε στο σαλόνι του πατρικού μου σπιτιού.
Σύμφωνα μ’ έρευνα που δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο» της εποχής, μία μέση in house νοικοκυρά έκανε εφτά τηλεφωνήματα την ημέρα διάρκειας μικρότερης του ενός λεπτού. Στην άλλη γραμμή βρισκόταν συνήθως η «από πάνω», η «από κάτω» ή η αδερφή της. Η Χρυσούλα Καλπακίδου ζούσε στη μονοκατοικία της Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄11 και δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ήταν, βέβαια, εξαιρετικά σύντομη στα τηλέφωνα - αυτό είναι κάτι που πρέπει να το σημειώσουμε:
«Το ακουστικό δεν είναι σκουλαρίκι. Χρησιμοποιούμε το τηλέφωνο όταν έχουμε κάποιον σοβαρό λόγο, όχι για να κουτσομπολεύουμε, και είμαστε λακωνικοί», έλεγε. Μπορεί να γνώριζε αρκετά πράγματα, αλλά σίγουρα αγνοούσε πως σε μια μακρινή άκρη του κόσμου μία γυναίκα με περίπου την ίδια ηλικία και σχεδόν το ίδιο όνομα έψαχνε χρόνια να τη βρει. Η συνάντηση θα γινόταν τα Χριστούγεννα και ο χρόνος μετρούσε ήδη αντίστροφα.
Τον Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς έλαβε ένα τηλεφώνημα -της έμεναν ακόμη έξι, δηλαδή- που θα άλλαζε τα χριστουγεννιάτικά της σχέδια μια για πάντα: «Η κυρία Καλπακίδου Χρυσούλα; Σας τηλεφωνούμε απ’ την πρεσβεία στην Αργεντινή. Υπάρχει μία κυρία που υποστηρίζει πως είναι συγγενής σας και σας ψάχνει. Μήπως έχετε συγγενείς εδώ;» Υπήρχε όντως κάποιος θείος που βρέθηκε στην Αμερική και από εκεί στο Μπουένος Άιρες. «Τον χάσαμε νωρίς, μαζί και τα ίχνη του», της είπε η γιαγιά απ’ την άλλη άκρη της γραμμής.
Μένουν άλλα πέντε τηλεφωνήματα...
Ναι, θα μπορούσαν άνετα να ήταν ξαδέρφες. Φυσικά και ήθελε να συναντηθούν. Για να διασταυρώσει όλα αυτά τα στοιχεία και να ενημερώσει την πρεσβεία, χρειάστηκε να ξεπεράσει τον μέσο όρο τηλεφωνημάτων της πιο πάνω αναφερόμενης έρευνας.
Η είδηση έσκασε σαν καρπούζι τον Αύγουστο. Αν μια θεία απ’ την Αργεντινή είναι εξωτισμός πέρα από κάθε πρόβλεψη, τότε μια θεία που κανείς δε γνώριζε την ύπαρξή της μέχρι τότε ήταν χωρίς αμφιβολία το πιο συναρπαστικό εορταστικό plot twist.
«Αυτά ούτε στην τηλεόραση γίνονται», έκανε η θεία μου η Κούλα και βούτηξε ένα κουλουράκι στον καφέ. «Ξαδέρφη απ’ την Αργεντινή; Άκουσες σίγουρα καλά; Και γιατί πήραν εσένα και όχι εμένα; Ή γιατί δεν πήραν στο χωριό;»
«Πήραν εμένα, γιατί έχουμε περίπου το ίδιο όνομα», απάντησε η μητέρα μου. «Η κοπέλα αυτή είχε ελάχιστα στοιχεία. Σκέφτηκε πως ίσως κάπου να υπάρχει κάποια ξαδέρφη με το ίδιο όνομα. Πανέξυπνο; Εμ βέβαια. Είναι παρουσιάστρια στην τηλεόραση. Δύο φορές ζωντοχήρα».
Περιμέναμε τη θεία στις 23 Δεκεμβρίου. Προς τιμήν της είχαμε ετοιμάσει το μεγαλύτερο τραπέζι που θυμάμαι στη ζωή μου και μπορούσε να φιλοξενήσει άνετα πάνω από σαράντα καλεσμένους. Αποτελούνταν από μικρότερα επιμέρους τραπέζια -σε κάθε πιθανό σχήμα, μέγεθος και ύψος- καλυμμένα με περίπου λευκά σεντόνια και τραπεζομάντιλα, ξεκινούσε απ’ τον διάδρομο, έστριβε στο σαλόνι, το οποίο διέσχιζε μέχρι την μπαλκονόπορτα, που οδηγούσε στον πίσω κήπο. Στο σημείο αυτό, στην απόλυτη κορυφή του τραπεζιού, η περίτεχνα σκαλισμένη και ντυμένη με σμαραγδί βελούδο μπερζέρα ήταν έτοιμη να υποδεχθεί την πολύτιμη καλεσμένη που ερχόταν απ’ τα πέρατα του κόσμου.Τίποτα λιγότερο για το τιμώμενο πρόσωπο. Δεξιά κι αριστερά, σε παράταιρες καρέκλες -κάποιες απ’ αυτές δανεικές απ’ τη γειτονιά- και πολυθρόνες, βολεύτηκε το συγγενολόι που ήρθε να γνωρίσει την άγνωστη μέχρι χθες συγγενή απ’ την Αργεντινή.
Στο τραπέζι: γαλοπούλες και κοτόπουλα, κατσικάκια με μουστάρδα και κρασί, ταψιά ολόκληρα με πατάτες κομμένες κυδωνάτες, χοιρινό με λάχανο και καρότα και μια μεγάλη κατσαρόλα με αβγοκομμένη κοτόσουπα. Επίσης, πιατάκια με τηγανητά: κεφτέδες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πατάτες, σνίτσελ χοιρινό και κοτόπουλο - όλα τηγανισμένα την προηγούμενη μέρα, σερβιρισμένα κρύα και πανιασμένα. Σε δεύτερο τραπέζι στον κήπο και κάτω απ’ το φωταγωγημένο πεύκο, ο μπουφές με τα γλυκά. Μεγάλες πιατέλες με δίπλες, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, μία τούρτα με σοκολατένια τρουφίτσα και κερασάκια για κάποιον ξάδερφο που είχε γενέθλια.
Στο κέντρο του τραπεζιού, το παρφέ των Χριστουγέννων της θείας Κούλας: ένα κέικ γεμιστό με σαντιγί και αμύγδαλα. Η ίδια υποστήριζε πως ήταν δική της εφεύρεση και ίσως να είχε και δίκιο. Τόσα χρόνια μετά, δεν έχει τύχει να συναντήσω κάποια παρόμοια συνταγή. Για να το φτιάξει, έκανε ένα κέικ «όπως το λέει πάνω η φαρίνα» και το άφηνε να κρυώσει καλά.
«Το κόβεις στη μέση οριζόντια και αδειάζεις την ψίχα χωρίς να το καταστρέψεις. Μετά χτυπάς μια σαντιγί του κουτιού με άχνη. Κρατάς τη μισή, ρίχνεις μέσα στην υπόλοιπη καβουρντισμένα αμύγδαλα, κερασάκια γκλασέ και τα ψίχουλα απ' το κέικ. Ανακατεύεις, γεμίζεις τα δύο μισά και κλείνεις. Το πασαλείβεις με σαντίγι και στολίζεις με κερασάκια. Είναι, όμως, πολύ δύσκολο για να το φτιάξεις άμα δεν ξέρεις, ανιψιέ», μου είπε, όταν της ζήτησα τη συνταγή.
Η Christina θα ερχόταν το βραδάκι, έτσι μας είπε στο τηλέφωνο όταν ξεκινούσε. Έκανε παγωνιά όταν αρχίσαμε να μαζευόμαστε. Ξαδέρφια, θείες, ανίψια κι ένα σωρό άτομα με βαθμό συγγένειας που δυσκολεύομαι να ανακαλέσω, άρχισαν να έρχονται μέχρι που δε χωρούσαμε. Η ώρα περνούσε, ήμασταν όλοι κουρασμένοι απ’ τις προετοιμασίες και ξελιγωμένοι απ’ την πείνα. Οι τυχεροί που είχαν καρέκλα έκλειναν τα μάτια τους και έγερναν το κεφάλι απαλά στο πλάι. Κάποιοι ξεθεωμένοι από την αναμονή αποχώρησαν. Οι μπαμπάδες κάπνιζαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το φαγητό, σερβιρισμένο πριν από δώδεκα -και βάλε- ώρες, περίμενε υπομονετικά τη σειρά του. Και η θεία άφαντη... Χιονοθύελλα έλεγαν στις ειδήσεις. Είχε ξημερώσει παραμονή, όταν ακούσαμε το κουδούνι. Άνοιξε η οικοδέσποινα με μάτια κόκκινα απ’ την αϋπνία. Ήταν τα παιδιά της ενορίας για τα καλάντα. Μέσα απ’ την πόρτα αυτό που αντίκρισαν ήταν μια εικόνα που θα είχαν να τη λένε στα εγγόνια τους: ένα τεράστιο, σκουλικοειδές τραπέζι που χανόταν διέτρεχε όλο το σπίτι φορτωμένο με ξέχειλες πιατέλες και οι καλεσμένοι να κοιμούνται στις καρέκλες τους.
«Να τα πούμε;»
Η θεία Christina ήρθε αρκετές ώρες αργότερα. Συνοδευόταν απ’ τον Σωτήρη, ντυμένο τσολιά, -τον γιο της απ’ τον πρώτο γάμο- κι έναν κάμεραμαν που κατέγραφε τα πάντα. Κάποιοι μας είπαν πως η επανασύνδεση προβλήθηκε στην τηλεόραση και σημείωσε ρεκόρ τηλεθέασης. Δεν το είδα ποτέ, δεν μπορώ ούτε να επιβεβαιώσω ούτε να διαψεύσω. Καταναλώσαμε το εορταστικό μας δείπνο το βράδυ των Χριστουγέννων - ήταν ήδη σερβιρισμένο για περισσότερες από 24 ώρες. Η άγνωστη συγγενής μπήκε σαν σίφουνας στη ζωή μας και σαν σίφουνας εξαφανίστηκε. Τα παιδιά μεγαλώσαμε, κάποιοι έφυγαν για πάντα. Όσα χρόνια και να περάσουν, όλοι όσοι βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ στο σουρεαλιστικό εκείνο ρεβεγιόν θα θυμόμαστε την εξουθενωτική αναμονή και το γεμιστό κέικ παρφέ της θείας Κούλας, που μόνο εκείνη έκανε
«και είναι πολύ δύσκολο να φτιάξεις, άμα δεν ξέρεις. Η συνταγή είναι δική μου».
Και ίσως να είχε δίκιο. Τα επόμενα χρόνια, το κέικ αυτό δημιούργησε τον δικό του μύθο. Όλοι μας το είχαμε δοκιμάσει, κανείς, όμως, δεν ήξερε να το φτιάχνει. Συνταγή δεν υπήρχε πουθενά σημειωμένη. Αυτή, όπου παραθέτω, είναι μια προσπάθεια που είναι αρκετά κοντά στο πρωτότυπο...
Κέικ παρφέ
Υλικά για 8 μερίδες/μία φόρμα 25 εκ.
- 500 γρ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
- 250 γρ. βούτυρο
- 440 γρ. ζάχαρη
- 4 αβγά
- 260 γρ. γάλα
Για το παρφέ
- 300 γρ. κρέμα γάλακτος
- 100 γρ. σοκολάτα υγείας
- 100 γρ. φρούτα γλασέ
Για το σερβίρισμα
- 200 γρ. γάλα
- 10 κερασάκια
Εκτέλεση
Αλείφουμε τη φόρμα που θα χρησιμοποιήσουμε με βούτυρο και αλεύρι. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C. Χτυπάμε το βούτυρο με τη ζάχαρη για περίπου 10΄ στο μίξερ μέχρι ν’ αφρατέψει και ν’ αποκτήσει όγκο. Ρίχνουμε τα αβγά και το γάλα σταδιακά. Προσθέτουμε λίγο λίγο το αλεύρι. Μεταφέρουμε το μείγμα στη φόρμα και ψήνουμε για μία ώρα, στον αέρα. Ελέγχουμε το ψήσιμο μ’ ένα μαχαίρι. Αν το κέικ είναι έτοιμο, βγάζουμε από τη φόρμα και αφού κρυώσει, το κόβουμε οριζόντια στα δύο τρίτα του ύψους του - πρακτικά αφήνουμε ένα λεπτό κομμάτι από πάνω σαν καπάκι. Μ’ ένα κουτάλι σκάβουμε το κέικ και αδειάζουμε το εσωτερικό. Κρατάμε τα ψίχουλα σ’ ένα μπολ. Παράλληλα, χτυπάμε την κρέμα γάλακτος σε αφράτη σαντιγί. Λιώνουμε τη σοκολάτα και την αφήνουμε να φθάσει σε θερμοκρασία δωματίου. Ανακατεύουμε, προσθέτουμε τα αμύγδαλα, τα γλασαρισμένα φρούτα, τα ψίχουλα που κρατήσαμε και αναμειγνύουμε. Μ’ ένα κουτάλι γεμίζουμε το κέικ και κλείνουμε με το καπάκι. Ζεσταίνουμε το γάλα και ρίχνουμε σ’ αυτό τη σοκολάτα ανακατεύοντας μέχρι να λιώσει καλά. Την απλώνουμε πάνω στο κέικ, βάζουμε τα κερασάκια και σερβίρουμε.
Tip! To μυστικό είναι να φτιάξουμε το κέικ νωρίτερα, ακόμη και την προηγούμενη μέρα. Φυσικά, μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί με τη γέμιση: ν’ αποφύγουμε τη σοκολάτα ή ν’ αλλάξουμε τους ξηρούς καρπούς και τα φρούτα.
The Secrets
- Το μυστικό για τα γλυκά των Χριστουγέννων είναι το καλό βούτυρο, η βανίλια, η κανέλα και το ξύσμα εσπεριδοειδών.
- Πολλές φορές φορτώνουμε τα τραπέζια μας μ’ ένα σωρό μεζέδες και πρώτα πιάτα που χάνεται η αξία τού «κυρίως».
- Ετοιμάστε ένα ωραίο «κυρίως», όπως ένα μεγάλο κομμάτι κρέατος στον φούρνο, που θα σερβίρετε με αρκετά συνοδευτικά: μια μεγάλη σαλάτα, έναν πουρέ και ένα ριζότο φούρνου.
- Η σούπα είναι μια ωραία ιδέα για πρώτο πιάτο. Προτιμήστε μια ελαφριάς υφής, με λαχανικά, για ν’ ανοίξετε το γεύμα σας.
- Δώστε σημασία στις λεπτομέρειες: ένα καθαρό και καλοσιδερωμένο τραπεζομάντιλο, μαχαιροπίρουνα που λάμπουν, κρυστάλλινα ποτήρια και υφασμάτινες πετσέτες θα κάνουν τη διαφορά αυτές τις μέρες.
Bio
Είμαι σεφ και δημοσιογράφος με θέμα το φαγητό και τα ταξίδια. Έχω μια εταιρία που παράγει και διαχειρίζεται περιεχόμενο. Πρακτικά συνεργάζομαι με εταιρίες, δημιουργώντας υλικό ανάλογα με τις επικοινωνιακές τους ανάγκες σε έναν ουσιαστικό διάλογο. Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2019, ενώ το δεύτερο με τίτλο #Foodporn κυκλοφόρησε φέτος.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021