«Θέλω οι άνθρωποι να σκέφτονται τα κιμονό, ως ρούχα και όχι μόνο ως έργα τέχνης. Αυτό έπρεπε να σκεφτούμε πως θα δείξουμε, χωρίς να καταστρέψουμε τα ενδύματα», δήλωσε η Άννα Τζάκσον, μία από τις επιμελήτριες της έκθεσης με όνομα «Kimono: Kyoto to Catwalk», που θα πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο του 2020 στο Victoria & Albert Museum στο Λονδίνο.
Καθώς η Ιαπωνία έχει φέτος την τιμητική της, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων που θα πραγματοποιηθούν το προσεχές καλοκαίρι, δεν είναι λίγες οι ιαπωνικές πολιτιστικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα ανά τον κόσμο. Μία από αυτές, είναι και η παραπάνω έκθεση, η οποία προβλέπεται ότι θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη έκθεση για τα κιμονό, που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην Ευρώπη. Πριν όμως αρχίσει το ταξίδι μας για τη Γηραιά Αλβιόνα και πιο συγκεκριμένα για το Λονδίνο, αξίζει να «προσγειωθούμε» για λίγο στην Ιαπωνία, για να ανακαλύψουμε κάποια πράγματα για την ιστορία του κιμονό.
Με την Ιαπωνία να έχει μεγάλη ιστορία στον χώρο της κλωστοϋφαντουργίας, το κιμονό αποτελεί επίκεντρο ενδιαφέροντος κι έκφρασης εδώ και πολλούς αιώνες. Με τον όρο εννοούμε «αυτό που φοριέται» κι έκανε την πρώτη του εμφάνιση τον 19ο αιώνα. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν ως καθημερινή ένδυση από τους «κοινούς θνητούς» ή ως εσώρουχο από την αριστοκρατία. Από τον 16ο αιώνα και μετά, το κιμονό έγινε κύριο αντικείμενο ένδυσης για όλες τις κατηγορίες ανθρώπων αλλά και για τα δύο φύλα, αποτελώντας σύμβολο της παραδοσιακής ιαπωνικής κουλτούρας.
Από σχεδιαστική άποψη, πρόκειται για ένα απλό ρούχο, ραμμένο ευθέως. Ορίζεται από το σχήμα «Τ» και τις έντονες διακοσμητικές του λεπτομέρειες. Είναι ευθυγραμμισμένο έτσι ώστε ο ποδόγυρος να πέφτει στον αστράγαλο, με κολλημένα κολάρα και μακριά, φαρδιά μανίκια. Το κιμονό είναι τυλιγμένο γύρω από το σώμα, πάντα με την αριστερή πλευρά στα δεξιά και ασφαλίζεται με ένα φύλλο που ονομάζεται «obi», το οποίο είναι δεμένο στο πίσω μέρος. Είναι κατάλληλο για το κλίμα της Ιαπωνίας, καθώς το «unlined» φοριέται τα υγρά καλοκαίρια, ενώ το «multilined» τον χειμώνα. Συνδυάζονται κυρίως με παραδοσιακά παπούτσια, zori ή gketa, και κάλτσες slip-toe, tabi.
Στο κιμονό το πιο σημαντικό είναι το pattern και όχι το «κόψιμό» του. Η κοινωνική θέση, η ταυτότητα και πολιτισμική ευαισθησία εκφράζονται με έντονο χρώμα και διακόσμηση πάνω του. Για παράδειγμα, μόνο η ελίτ φορούσε συχνά luxurious κιμονό, ενώ οι παραδοσιακοί άνθρωποι, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Εξίσου σημαντικό ρόλο, στο διαχωρισμό αυτόν, παίζουν οι χτένες και οι καρφίτσες που φοριούνται στα μαλλιά.
Οι εικόνες, τα μοτίβα αλλά και τα χρώματα, απεικονίζουν όλα τα προσωπικά στοιχεία και τους παράγοντες αναγνωρισιμότητας εκείνου που το φοράει. Οι εικόνες για παράδειγμα, αποτελούνται από σύνθετα επίπεδα σημασίας. Στη συνέχεια, πολλά μοτίβα χρησιμοποιήθηκαν για να υποδείξουν αρετές και ιδιότητες του χρήστη ή σχετίζονταν με την εποχή ή την περίσταση, όπως π.χ., ένας γάμος. Tο χρώμα που επιλέγεται αποτελεί σημαντικό κομμάτι για τις μεταφορικές και πολιτισμικές σημασίες. Το μαύρο για παράδειγμα, συμβολίζει το νερό, τον βορρά, τον χειμώνα αλλά και τη σοφία.
Ο 19ος αιώνας αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία και την κοινοποίηση του κιμονό στον δυτικό κόσμο. Καθώς όλο και περισσότεροι Ιάπωνες άρχισαν να υιοθετούν τους κανόνες ένδυσης της δύσης, τόσο πιο πολύ κι αυτή καθηλωνόταν από τις παραδοσιακές πτυχές της ιαπωνικής τέχνης , του πολιτισμού και του στιλ, συνεπώς και του κιμονό. Η μανία αυτή ονομάστηκε Ιαπωνισμός (Japonisme). Προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών καλλιτεχνών όπως του Van Gogh, του Monet και του Renoir. Μέσα από αυτή την πορεία, το κιμονό ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο κι έχει εγκατασταθεί μέχρι και σήμερα. Δεν είναι λίγοι οι σύγχρονοι σχεδιαστές μόδας, οι οποίοι βάσισαν ολόκληρες καμπάνιες και κολεξιόν τους, πάνω στην ιαπωνική παράδοση και στο χαρακτηριστικό αυτό ένδυμα.
Η έκθεση «Κimono: Kyoto to Catwalk», ανατρέχει στην ιστορία του κιμονό και στην εξέχουσα θέση που είχε στην Ιαπωνία τον 19ο αιώνα. Έχει ως στόχο να αμφισβητήσει την παράδοση, κατά την οποία η μόδα από το Παρίσι και το Λονδίνο θεωρήθηκε τέχνη κι έγινε αποδεκτή, ενώ τα ρούχα από μη δυτικές χώρες θεωρήθηκαν ως ιδιαίτερα περιπετειώδη. Επιπλέον, η έκθεση θα διερευνήσει την αναγέννηση του κιμονό στον 21ό αιώνα, μεταξύ των νέων στην Ιαπωνία, που απορρίπτουν το βιομηχανικό σύστημα τάσεων της μόδας κι επιστρέφουν σ’ ένα διαχρονικό στιλ φορέματος. Οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά σπάνιες δημιουργίες μεγάλων σχεδιαστών.
«Θέλω να ανατρέψω την ιδέα του κιμονό ως στατικό αντικείμενο και να το δείξω ως μία δυναμική και συνεχώς εξελισσόμενη εικόνα της μόδας», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Άννα Τζάκσον. Γι’ αυτό τον λόγο στο V&A Museum θα παρουσιαστούν κομμάτια πασαρέλας του Yves Saint Lauren και του Rei Kawakubo. Επιπλέον, θα υπάρχουν κοστούμια από τη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία «Memoir of a Geisha» καθώς κι ένα κιμονό του Jean Paul Gaultier που είχε δημιουργηθεί για τις ανάγκες ενός βίντεο της Madonna.
Εκείνοι που θα βρεθούν στο μουσείο από τις 29 Φεβρουαρίου και μετά, θα έχουν τη δυνατότητα να αντικρίσουν ένα σπάνιο θησαυρό του 17ου αιώνα από το Κιότο, το κοστούμι που φορούσε ο Alec Guiness ως Obi-Wan Kenobi στο Star Wars κι ένα φόρεμα haute couture, σχεδιασμένο από τον John Galliano για τον οίκο Christian Dior.
Ανακαλύψτε τα highlights της έκθεσης στη gallery!