Ήταν σε μια πτήση από το Παρίσι προς το Λονδίνο το 1983, όταν η Jane Birkin, η αγαπημένη Αγγλίδα των Γάλλων, τραγουδίστρια και ηθοποιός, έριξε το περιεχόμενο της παραγεμισμένης straw bag της, συμπεριλαμβανομένου του Hermès ημερολογίου της. Ο Jean-Louis Dumas, διευθύνων σύμβουλος του γαλλικού οίκου εκείνη την εποχή, που έτυχε να κάθεται δίπλα της, τήν βοήθησε να τα μαζέψει. Οι δυο τους συζήτησαν για τον ανεπαρκή χώρο στις πολυτελείς τσάντες - ειδικά αυτές για τα weekends απόδρασης. Ο ευφυής Dumas υποσχέθηκε στη Jane ότι θα κατασκευάσει την τσάντα που επιθυμεί και σύμφωνα με τις προδιαγραφές που εκείνη έδωσε, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η πιο διάσημη και περιζήτητη τσάντα στην ιστορία ακούει στο όνομα Birkin (ως ιδιαίτερη μνεία στην Jane Birkin φυσικά), διαθέτει λίστα αναμονής για την απόκτησή της, έχει θέση στις ντουλάπες των πιο πλούσιων κυριών στον κόσμο - από την Melania Trump, μέχρι την Kim Kardashian και την Victoria Beckham και πλέον είναι ίσως το μοναδικό αντικείμενο μόδας που η αξία μεταπώλησής του έχει διπλασιαστεί.
Μέρος της εξήγησης για την υπέρογκη τιμή της (ξεκινάει από 11.500 $) - και αυτή που η Hermès θέλει να τονίζει - είναι η εξαιρετική ποιότητα κατασκευής της. Κάθε Birkin είναι το έργο ενός και μόνο τεχνίτη, ο οποίος χρειάζεται έως και 18 ώρες για να ολοκληρώσει τη δουλειά, περισσότερες αν το δέρμα είναι πιο ιδιαίτερο. Παρόλα αυτά, ειδικοί αναλυτές μετοχών έχουν εκτιμήσει ανά τα χρόνια, ότι το κόστος παραγωγής μιας Birkin είναι περίπου 1000 $.
Που βασίζεται λοιπόν ο ντόρος γύρω από το συγκεκριμένο luxury item, το οποίο παρά τις απογοητευτικές επιδόσεις πωλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ανταγωνιστές του (βλ. Louis Vuitton), συνεχίζει να είναι δημοφιλές στους κύκλους των πλούσιων socialites και μάλιστα καταφέρνει να αποτελεί και μία σύγχρονη μακροπρόθεσμη επένδυση, καθώς η μεταπώλησή του έχει διπλασιαστεί σχεδόν;
Στο σημείο αυτό, αν κάποιος το έβλεπε από άποψη οικονομικής, θα έτεινε να εισαγάγει το επιχείρημα του Thorstein Veblen, ενός Αμερικανού οικονομολόγου και κοινωνιολόγου, ο οποίος, το 1899, διατύπωσε την ιδέα της «επιδεικτικής κατανάλωσης» στο βιβλίο του "The Theory of the Leisure Class". Τα λεγόμενα αγαθά Veblen αντιστρέφουν την κανονική λογική των οικονομικών: Με τα περισσότερα αγαθά, η ζήτηση μειώνεται όσο αυξάνεται η τιμή- με τα αγαθά Veblen, όσο υψηλότερη είναι η τιμή, τόσο υψηλότερη είναι η ζήτηση, διότι όσο πιο ακριβά είναι, τόσο πιο αποτελεσματικά διακηρύσσουν το κύρος των ιδιοκτητών τους. Το χάσμα μεταξύ του κόστους παραγωγής μιας Birkin και της τιμής της υποδηλώνει ότι εμπίπτει ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία.
Η εξέχουσα λίστα αναμονής και η δικαστική διαμάχη
Το ταξίδι μιας Birkin είναι το εξής: Η τσάντα φτάνει σε μια boutique Hermès και ο εκάστοτε διευθυντής του καταστήματος είναι υπεύθυνος να αναθέσει την πώλησή του σε συγκεκριμένους sellers, οι οποίοι κρατούν στα χέρια τους μια λίστα αναμονής με τα ονόματα των πιο πλούσιων και δυνατών πελατών του brand. Αυτοί καρτερικά υπομένουν, ώσπου να καταστούν «κατάλληλοι» για να αποκτήσουν μια Birkin. Οι δίοδοι προς την τσάντα-«τρόπαιο» πολλοί. Από αγορές μερικών χιλιάδων δολαρίων σε προϊόντα Hermès έως και χάρες, έξτρα χρήματα, εισιτήρια για διεθνείς συναυλίες και πολλά ακόμα έχουν τάξει κατά καιρούς οι πελάτες του οίκου σε πωλητές, για να «σκαρφαλώσει» με βεβαιότητα το όνομά τους στη λίστα αναμονής. Για να καταφέρουν μάλιστα, να εξασφαλίσουν την απόχρωση ή το σχέδιο που εκείνοι επιθυμούν μπορεί να χρειαστεί να πληρώσουν και ασφάλιστρο ως και 200.000 $. Αυτό είναι γνωστό ως "prespend" ή «αναλογία δαπανών» στους κύκλους του high -fashion.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν έχει ποτέ κυκλοφορήσει επίσημα από τον οίκο, παρόλα αυτά, μετά την σχετικά πρόσφατη δικαστική του διαμάχη του με το ζεύγος Tina Cavalleri και Mark Glinoga, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ακολούθησαν τους παραπάνω «άτυπους κανόνες αγοράς», αλλά δεν τους προσφέρθηκε ποτέ μία Birkin, η Hermès κατηγορείται για αθέμιτη επιχειρηματική πρακτική και παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Η διπλάσια αξία μεταπώλησης και η Birkin ως μια ισχυρή επένδυση
Αυτό που εντυπωσιάζει σε ό,τι αφορά την κορυφαία τσάντα στην πολυτελή αγορά αυτήν τη στιγμή, είναι η reselling αξία της. Αγοράζοντας μια Birkin bag έχεις τη δυνατότητα να την μεταπουλήσεις σε σχεδόν διπλάσια από την αρχική τιμή της σε διάφορα websites reselling luxurious αντικειμένων. Οπότε, κάνουμε πλέον λόγο για ένα αξεσουάρ μόδας του οποίου η επενδυτική αξία ισοδυναμεί με αυτή του χρυσού ή των πολυτελών διαχρονικών κοσμημάτων. Αν και αξίζει να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο οίκος ζητάει ανεπίσημα από τους πελάτες του να μην μεταπωλούν τα προϊόντα Hermès για εμπορικούς σκοπούς.
Υπάρχουν Hermès fans που προτιμούν να αποκτήσουν μια second-hand Birkin πάσι θυσία. Ας μην ξεχνάμε ότι την πώληση που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2022, μέσω του Vestiaire Collective, πούλησε την Birkin Faubourg (ένα limited-edition μοντέλο) για το αστρονομικό ποσό των 158.000 ευρώ, ξεπερνώντας το προηγούμενο ρεκόρ, που είχε επιτευχθεί έξι μήνες νωρίτερα, επίσης από μία τσάντα Birkin της Hermès, που πωλήθηκε για 112.000 ευρώ.
Το εύλογο ερώτημα
Γιατί, λοιπόν, η Hermès περιορίζει την αγορά των Birkins, ενώ θα μπορούσε να πουλήσει πολύ περισσότερες και να βγάλει πολύ περισσότερα χρήματα; Ο οίκος υποστηρίζει ότι ο περιορισμός είναι η διαθεσιμότητα δερμάτων υψηλής ποιότητας και ανθρώπων που έχουν τα προσόντα να τα επεξεργαστούν. Το τμήμα δερμάτινων ειδών της Hermès (métier, στη γλώσσα της εταιρείας) προσλαμβάνει 200 τεχνίτες ετησίως και χρειάζεται δύο χρόνια για να τους εκπαιδεύσει. Ο περιορισμός του αριθμού των τσαντών που μπορούν να κατασκευαστούν είναι επομένως φυσικός. Όπως ο χρυσός και τα Bitcoins, οι Birkins «εξορύσσονται», όχι απλώς κατασκευάζονται.
Είναι αυτή όμως πραγματικά η αλήθεια; Μήπως οι εμπορικοί λόγοι για τους οποίους η διανομή πραγματοποιείται με βάση την ουρά και όχι την τιμή, είναι πιο σοβαροί;
Σκεφτείτε - Πρώτον αυτή η τακτική, δίνει στην Hermès ένα buffer μαξιλάρι: ακόμη και αν η ζήτηση πέσει, οι πωλήσεις δεν θα κατακερματιστούν. Δεύτερον, δημιουργεί πλεονάζουσα ζήτηση για τις it bags, η οποία μεταφέρεται στη ζήτηση για άλλα προϊόντα του οίκου. Μεγάλο μέρος της επιχείρησης αποτελείται από την πώληση αυτών των αντικειμένων, όπως πορτοφόλια, ζώνες, πετσέτες θαλάσσης και ούτω καθεξής. Τρίτον, παρόλο που η μεγαλύτερη διάθεση των Birkins θα αυξήσει το κέρδος βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα θα έδιωχνε τις Γαλλίδες, αφήνοντας τους νεόπλουτους από τον αναπτυσσόμενο κόσμο ως κύριους αγοραστές των τσαντών. Αν οι κομψές Παριζιάνες χάσουν το ενδιαφέρον τους, το ίδιο θα κάνουν τελικά και οι γυναίκες που φιλοδοξούν να τους μοιάσουν.
Οπότε μήπως μέρος της επιτυχίας και της διαχρονικότητας της Birkin τόσα χρόνια (κλείνει τα 40 έτη κυκλοφορίας φέτος) - ακόμα και της παρούσας εκπληκτικής αξίας μεταπώλησής της - είναι ακριβώς η niche αγορά στην οποία απευθύνονται; Αν διευρυνθεί αυτή, θα μειωθεί και η ζήτηση;