Ήταν ένας από τους σπουδαιότερους τραγουδοποιούς του ελληνικού πενταγράμμου και, ταυτόχρονα, ένας άνθρωπος που δεν έπαψε ποτέ να εμπνέει γενιές και γενιές καλλιτεχνών. Μοναδικός στο είδος του, θα έλεγε εύλογα κανείς. Μια ξεχωριστή προσωπικότητα για όσους είχαν την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσουν, να μιλήσουν μαζί του, να ανταλλάξουν γνώσεις.
Χθες βράδυ, όλη η Ελλάδα έμεινε ανέκφραστη μπροστά στην είδηση του θανάτου του, σαν να μην ήθελε κανένας μας να το πιστέψει. Είναι αυτό που λέμε «ήρθε από εκεί που δεν το περιμέναμε». Εμείς, ως δημοσιογράφοι, διπλοτσεκάραμε όλα όσα γράφτηκαν. Ψάξαμε από κάθε πλευρά τον τίτλο «Έφυγε από τη ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος». Ξανά και ξανά, μέχρι που το επιβεβαιώσαμε.
Δύσκολο να δεχτείς πως ένας τέτοιος άνθρωπος μας αποχαιρετά, και ακόμα πιο δύσκολο το να βρεις τα κότσια να πληκτρολογήσεις το γεγονός ως επαγγελματίας. Άλλωστε, τι να πρωτοπείς για τον Διονύση Σαββόπουλο, όταν ο ίδιος τα 'χει πει όλα κι έχει μιλήσει στις καρδιές μας μέσα από τη μουσική του όλα αυτά τα χρόνια;
Λίγες ώρες μετά, η Θεσσαλονίκη ξυπνά μέσα στη συννεφιά μιας φθινοπωρινής μέρας του Οκτώβρη. Δεν είμαστε όλοι εδώ - εκείνος ξεκίνησε το ταξίδι του για τον ουρανό.
Το GLOW.GR «ξεδιπλώνει» την πορεία τού μεγάλου δημιουργού. Που καθόρισε για πάντα τη μουσική σκηνή, που λογοκρίθηκε, που κάποιοι αγάπησαν και άλλοι διαφώνησαν με τις πεποιθήσεις του.
Από τη Θεσσαλονίκη... στον κόσμο

Ήταν γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, στις 2 Δεκεμβρίου 1944, και ήδη από τη νεότητά του η ζωή του έδειχνε πως τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει στο να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο, αλλά η καρδιά του τον οδήγησε αλλού - στη μουσική, στο τραγούδι, στη σύνθεση.
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο νεαρός Σαββόπουλος πακετάρει όνειρα και βάζει πλώρη προς την Αθήνα - ή, όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος, «μπαίνει στο φορτηγό». Εκεί, σε μια πόλη που αναζητούσε φωνές και νέες λέξεις, ο «Νιόνιος», όπως τον φώναζαν οι φίλοι και ο κόσμος, άρχισε να γράφει, να τραγουδάει και να επαναπροσδιορίζει τι σημαίνει «ελληνικό τραγούδι».
«Να μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν' ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε βρε
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς», Ας κρατήσουν οι χοροί - Διονύσης Σαββόπουλος
Με το άλμπουμ του «Το Φορτηγό» (1966) σηματοδοτείται η πρώτη αξιόλογη δισκογραφική του εμφάνιση, αλλά λίγο πιο μετά, με το «Περιβόλι του τρελού» (1969) θα αποδείξει πως ήρθε στη μουσική βιομηχανία με σκοπό να μείνει αξεπέραστος, να ενώσει διαφορετικά στιλ, να φέρει ιδέες και τελικά να μείνει για πάντα στη μνήμη μας.
Γράφοντας ιστορίες
Ο Σαββόπουλος δεν περιορίστηκε ποτέ σε ένα μόνο είδος. Όλα μπλέκονται στα τραγούδια του. Διαφέρει το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τη μουσική του. Μπορεί να σε ρίξει, να σε απογοητεύσει, μπορεί να σε πονέσει, αλλά ποτέ δε σε αφήνει αδιάφορο.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς έγραψε τόσο σωστά μετά τον θάνατό του: «Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο -και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους. Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ’70 και φλώροι του ‘90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο».
Μέσα από τα τραγούδια του μας έκανε πολλές φορές να αναρωτηθούμε και να έρθουμε αντιμέτωποι με απορίες που ακόμα μένουν αναπάντητες: πόσο ελεύθερος είμαι; πόσο με αφορά τούτος ο κόσμος; τι σημαίνει τραγούδι σήμερα;

Η άλλη πλευρά του νομίσματος
Κατά την περίοδο της δικτατορίας, βρέθηκε μπροστά στην εξουσία με την αφοπιπλιστική ειλικρίνειά του. Ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει για την ελευθερία, τη συνείδηση για όσα θεωρούσε πως έπρεπε να ακουστούν. Το 1967 συνελήφθη και φυλακίστηκε δύο φορές, επειδή τα τραγούδια του θεωρήθηκαν «ανατρεπτικά» και οι παρέες του «ανήσυχες». Στη φυλακή έγραψε, δε σταμάτησε να δημιουργεί. Έκλεβε χαρτάκια για να σημειώνει φράσεις και στίχους που αργότερα έγιναν τραγούδια.
«Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι "Δημοσθένους λέξις" γράφτηκε εκεί», είχε αποκαλύψει.
Η λογοκρισία δεν σταμάτησε εκεί. Ακολούθησε τον Σαββόπουλο σε όλη τη δεκαετία του '70. Πολλοί στίχοι του κόπηκαν, άλλοι «διορθώθηκαν» για να περάσουν από τις επιτροπές. Ο ίδιος, όμως, συνέχισε να επιμένει. Χρησιμοποίησε τον συμβολισμό, το υπαινικτικό, το παράδοξο - ένα είδος «κώδικα» με το κοινό του, που μάθαινε να διαβάζει ανάμεσα σε στίχους. Έτσι τα τραγούδια του έγιναν δίοδος επικοινωνίας σε μια εποχή σιωπής.
Η αγάπη του για την Άσπα, τον έκανε ατρόμητο



Πάνω από όλα, ήταν ένας άνθρωπος που κουβαλούσε αμφιβολίες κι ερωτήσεις για τη ζωή και το νόημά της. Στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (2025) αφήνει χώρο στην ατέλεια, στην προσωπική εξομολόγηση, στον απολογισμό. Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του, το πιο σημαντικό ίσως, η Άσπα. Η γνωριμία τους συνέβη στην πιο σκοτεινή εποχή του. Ο νεαρός τότε Διονύσης Σαββόπουλος, γνώρισε την Άσπα - μια έφηβη που συνήθιζε να επισκέπτεται τους πολιτικούς κρατούμενους.
«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου. 57 χρόνια με ανέχεται το κορίτσι. Είμαι ερωτευμένος μαζί της», είπε σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στην ΕΡΤ
Έτσι, γεννήθηκε μια ιστορία αγάπης που έμοιαζε βγαλμένη από μυθιστόρημα. Τον Οκτώβριο του 1967 ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, ο ίδιος αστειευόταν αργότερα λέγοντας πως «την ημέρα του Όχι, εμείς είπαμε Ναι». Εκείνος ήταν μόλις 23 χρονών κι εκείνη 18. Ήταν εποχές γεμάτες φόβο και αστάθεια, όμως η σχέση τους στάθηκε καταφύγιο και δύναμη. Όπως έχει πει ο ίδιος, «η Άσπα ήταν πάντα εκεί», με το βλέμμα του να φωτίζει κάθε φορά που ξεστομούσε το όνομά της.
Και τώρα; Τι μένει τώρα; Ιστορίες μέσα από τα τραγούδια του που πάντα θα παραμένουν απόλυτα διαχρονικές. Σαν ένας καθρέφτης των δικών μας περιπετειών. Ας κρατήσουν οι χοροί, λοιπόν!
Κεντρική φωτογραφία: ShuttersUp.gr