Αποτελεί case study, αφού επί 16 συνεχόμενα χρόνια οδηγεί το βαρύ όχημα ενός νευραλγικού δελτίου ειδήσεων, επιδεικνύοντας ψυχραιμία και αντοχή. Η Σία Κοσιώνη είναι μια γυναίκα που απέδειξε νωρίς ότι η οπισθοχώρηση δεν είναι λύση. Τελευταία, άρχισε να αφαιρεί κρίκους από την αλυσίδα της αυτοπειθαρχίας της, απολαμβάνοντας μικρές επαναστάσεις στην καθημερινότητά της.
Είναι πράγματι ήρεμη δύναμη η Σία. Μπορεί να «υπογράφει» ως control freak, να έχει πρόγραμμα και αρκετά «κουτάκια» στο μυαλό της, αλλά το καθαρό βλέμμα της σε πείθει πως όλα μπορούν να γίνουν και θα γίνουν. Η γεννημένη doer δημοσιογράφος είναι μία πολύ κανονική γυναίκα, που, τελείως αμακιγιάριστη, με ένα τζιν και σακάκι, εναλλάσσει εξαιρετικά και με ακρίβεια ρόλους και ιδιότητες. Νewscaster του Σκάι, σύζυγος, μαμά, κόρη, νύφη. Οι ιδιότητες συνυπάρχουν και διαχωρίζονται σ’ ένα εξαντλητικά λειτουργικό ματς, σε αγωνιστικό χώρο του οποίου τους κανόνες τούς ξέρει η ίδια και προσπαθεί να μη χάσει ούτε ένα σετ, ούτε έναν πόντο - το πρόγραμμα που λέγαμε!
Η ζωή της είναι εμποτισμένη από τη σκληρή επικαιρότητα, από έναν ξαφνικό πόλεμο στη «γειτονιά μας» και από τις γυναικείες παρουσίες μέσα σε αυτό το εφιαλτικό σκηνικό, και αποτελεί την πρώτη «βολή» στη συνάντησή μας: «Πράγματι, είδαμε πολύ περισσότερες γυναίκες από κάθε άλλη φορά στο πολεμικό μέτωπο να καλύπτουν με εξαιρετικά θαρραλέο κι ευθύ τρόπο τα γεγονότα στην Ουκρανία. Με έχει εντυπωσιάσει, χαροποιήσει και συγκινήσει η πυγμή, η δύναμη και η ανθεκτικότητα που επιδεικνύουν, αλλά δε με εξέπληξε. Ανέκαθεν πίστευα στη δυναμική, στο θάρρος και τη γενναιότητα των γυναικών. Είναι η γενιά γυναικών δημοσιογράφων -εδώ και αρκετά χρόνια- που δε “μασάνε” καθόλου. Συμβαίνει σε όλα τα πεδία του ρεπορτάζ, απλώς είχαμε την ευτυχία να μην έχουμε πολέμους στην περιοχή μας, άρα δεν μπορούσαμε να δούμε την αποτελεσματικότητά τους στο μέτωπο. Παράλληλα, βέβαια, βλέπουμε τη γυναίκα-πρόσφυγα, εκείνη που πολεμάει ή που διαλέγει να μείνει πίσω και να μην εγκαταλείψει το σπίτι της. Παρακολουθώ με τεράστιο θαυμασμό και σεβασμό αυτό που συμβαίνει. Γυναίκες που έχουν μαζί τους παιδιά και ηλικιωμένους, με μια βαλίτσα στο χέρι, αναζητούν μια καλύτερη ζωή, χωρίς να ξέρουν τι ξημερώνει. Υποκλίνομαι σε όσες πήραν τα όπλα κι αποφάσισαν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, θαυμάζω εκείνες που επέλεξαν να κλειστούν μέσα στα σπίτια τους και να περιμένουν. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν χρόνια γύρω μας, απλώς είναι η εγγύτητα των γεγονότων που έριξε πάνω πιο έντονους τους προβολείς. Γιατί, κατά τα άλλα, η Ελλάδα έζησε έντονα τα τελευταία χρόνια το προσφυγικό δράμα, ως συνέπεια του πολέμου στη Συρία και σε άλλες περιοχές».
Από την πλευρά μου, δεν μπορώ να συλλάβω πώς μία δημοσιογράφος παίρνει τη γενναία απόφαση να καλύψει έναν πόλεμο, ούσα μητέρα. Η ίδια δεν κρύβει πως κι δική της πρώτη σκέψη ήταν να φύγει, να βρεθεί στην Ουκρανία. «Σαφώς είναι δύσκολο όταν έχεις παιδιά, γι’ αυτό και θα δείτε ότι οι περισσότερες ανταποκρίτριες δεν έχουν. Προσωπικά, ήμουν σαν το θηρίο στο κλουβί, από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Η πρώτη μου φυσική παρόρμηση, και το λέω με ειλικρίνεια, ήταν να πάω, το εξομολογήθηκα και στον Κώστα (σ.σ. Μπακογιάννη), αλλά μετά σκέφτεσαι εάν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό στο παιδί σου και στην οικογένειά σου. Σκέφτεσαι ότι λόγω παρόρμησης και επαγγελματικής διαστροφής, αν σου συμβεί το οτιδήποτε, ένα παιδί μπορεί να μεγαλώσει χωρίς τη μητέρα του. Αυτό με φρέναρε».
Aνήκει στη γενιά των γυναικών που ξεκίνησαν με ορμή και εισέβαλαν με αποφασιστικότητα και γενναιότητα στον χώρο, αντλώντας έμπνευση κι από παλαιότερες έμπειρες δημοσιογράφους. «Τις τελευταίες δύο δεκαετίες πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των γυναικών στα media, δημιουργήθηκε ένας σκληρός πυρήνας, που το λέει η καρδιά τους και κανείς πλέον δεν τολμά να τις διαχωρίσει με βάση το φύλο τους. Στο ρεπορτάζ δεν παίζει πλέον ρόλο αυτό. Θυμάμαι πως, όταν έκανα αστυνομικό ρεπορτάζ, έτρεχα κάθε μέρα σε φωτιές, πορείες και σεισμούς. Τότε γίνονταν πορείες καθημερινά, είχα φάει τόσα δακρυγόνα, που τα μάτια μου έκλαιγαν από το πρωί ως το βράδυ. Κάποια στιγμή, που ο αρχισυντάκτης ετοιμαζόταν να με ξαναστείλει, του είπα: “Έλεος, στείλε και κανέναν άντρα”, κι εκείνος απάντησε: “Τι λες, Σία; Δεν έχω καλύτερο άντρα από σένα”», λέει. Θυμάται χαρακτηριστικά ένα γεγονός, όταν, καλύπτοντας τις φωτιές στην Ηλεία, το δελτίο έβγαινε κυριολεκτικά από το πύρινο μέτωπο κι ένιωσε τον κίνδυνο ασφυκτικά κοντά της: «Έπεφταν οι κορμοί ο ένας μετά τον άλλο δίπλα μας, οι φλόγες έφταναν τόσο ψηλά, που με θυμάμαι να σκέφτομαι πως, αν υπάρχει Κόλαση, είναι κάπως έτσι. Από την άλλη, τη στιγμή που ένας δημοσιογράφος -σε μένα πάντως έτσι λειτουργεί- βρίσκεται σε συνθήκη κινδύνου δεν πιστεύει ότι θα του συμβεί κάτι κακό. Είναι τέτοια η αδρεναλίνη, η δύναμη κι η αυτοπεποίθηση που βγαίνει μέσα από την ψυχή σου εκείνη τη στιγμή, που θεωρείς δεδομένο ότι δε θα πάθεις τίποτε».
Προέρχεται από μία πενταμελή οικογένεια, στην οποία όλοι είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Η πειθαρχία της, ο προγραμματισμός κι ο απόλυτος έλεγχος είναι χρωμοσωματικές καταγραφές του χαρακτήρα της. Σπούδασε αρχικά Δημοσιογραφία και ΜΜΕ στη Θεσσαλονίκη, κι έπειτα έκανε μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, στον τομέα New Media in the Information Society του LSE. Η ίδια στον απολογισμό της καριέρας της ξεχωρίζει την αντοχή και την ανθεκτικότητά της: «Καμιά φορά αστειεύομαι με τους συναδέλφους μου στον Σκάι, όταν πιέζομαι πάρα πολύ, και τους λέω: “Ξέρετε γιατί κανείς δε μου έχει φάει τόσα χρόνια αυτήν τη θέση; Γιατί κανείς δε θα την άντεχε” (γέλια). Όταν ξεκίνησα, στα 26 μου, δεν είχα την ωριμότητα που έχω σήμερα, αλλά ήμουν ώριμη. Δεν αντιμετώπιζα τα πράγματα παρορμητικά, δεν επεδείκνυα έντονα συναισθήματα, μεγάλους θυμούς και ενθουσιασμούς. Σαν να τα μέτραγα όλα. Είχα υπομονή κι αφοσίωση. Ήξερα τι χρειάζεται σε αυτήν τη δουλειά, είχα το μορφωτικό υπόβαθρο, γνώριζα πως, για να αξιοποιήσω την ευκαιρία που μου δόθηκε, θα χρειαστεί να διαβάσω και να δουλέψω πολύ».
Ένα από τα ακανθώδη θέματα που κλήθηκε να χειριστεί στον αέρα του δελτίου τον τελευταίο χρόνο ήταν και ο φάκελος του ελληνικού #metoo. Η πρωταρχική της τοποθέτηση σε σχέση με αυτό είναι η σημαντική μετατόπιση του φόβου. «Εάν δεν είσαι γυναίκα, δεν ξέρεις τι σημαίνει να περπατάς βράδυ και να φοβάσαι επειδή ακούς πίσω σου βήματα. Όλες το έχουμε νιώσει. Ή μία καχυποψία απέναντι σ’ έναν ανώτερό σου, που σε κοιτάει ή σου συμπεριφέρεται κάπως. Πλέον ο φόβος έχει μετατοπιστεί από το δυνάμει θύμα στον θύτη, λειτουργώντας αποτρεπτικά για μελλοντικά περιστατικά. Προσωπικά, δεν έχω υποστεί κακοποίηση, ακόμη κι αν ένιωσα ότι κάποιος μπορεί να με βλέπει λίγο πονηρά. Το απέκρουσα με τρόπο ευθύ, ουσιαστικό, σχεδόν επιθετικό. Για να είμαι, όμως, σωστή, τονίζω ότι δε μου έτυχαν ακραίες περιπτώσεις ή συνθήκες, να βρίσκομαι, δηλαδή, σ’ ένα γραφείο και να κλειδώσει μία πόρτα. Μου έχουν συμβεί φλερτ, τα οποία απέκρουα με τον δικό μου τρόπο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ο άλλος είχε την πρόθεση κακοποίησης. Άλλο το φλερτ κι άλλο σου επιτίθεμαι ή προσπαθώ διά της βίας να σε υποχρεώσω σε μία κατάσταση που δεν επιθυμείς, ούσα σε αδύναμη θέση ή βάζοντάς το ως προϋπόθεση για να πας παρακάτω», δηλώνει.
Aν και στο μυαλό κάποιων περνάει για λογαριασμό της η μεταπήδησή της στον χώρο της πολιτικής, εκείνη είναι πεπεισμένη πως δε θα ήθελε να αποτελέσει κομμάτι της. «Λατρεύω την πολιτική, με γοητεύει, τη μελετάω, μπορώ να κάνω ατελείωτες συζητήσεις, αλλά το βρίσκω μαζοχιστικό να φύγεις από τη θέση του κριτή, για να μπεις στη θέση του κρινόμενου. Επιμένω, όμως, ότι είναι γοητευτικό να παρατηρείς τις δυναμικές στις κοινωνίες, στο τι ζητάει και τι νιώθει ένας λαός, σε τι ανταποκρίνεται. Γύρω μας έγιναν αλλαγές που αποτυπώθηκαν μέσα μας, οι οποίες, με τη σειρά τους, έχουν το δικό τους αποτύπωμα στην κοινωνία και ορίζουν όλα αυτά στα οποία καλείται ο πολιτικός κόσμος να προσαρμοστεί. Τα τελευταία χρόνια, άλλαξε ο κόσμος, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο εμείς τον αντιλαμβανόμαστε. Άλλαξαν βασικές έννοιες που είχαμε στο μυαλό μας, όπως ο φόβος, η ελπίδα, η πατρίδα. Αλλιώς τα ορίζαμε κι αλλιώς τα νιώθουμε σήμερα. Αυτός, λοιπόν, ο διαρκής επαναπροσδιορισμός στο τέλος της ημέρας είναι που παράγει πολιτική. Διαφοροποιούνται οι ανάγκες κι οι ευαισθησίες μας, και συνεπώς η πολιτική αναγκάζεται να τροποποιήσει τα μηνύματα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στη δική μας ανάγκη».
Εδώ και οκτώ χρόνια, ο άντρας που βρίσκεται στο πλευρό της είναι ο Κώστας Μπακογιάννης, δήμαρχος Αθηναίων, ενώ μαζί απέκτησαν των τεσσάρων ετών σήμερα Δημοσθένη. Η αλήθεια είναι ότι ο όμορφος Δήμος έχει εισχωρήσει για τα καλά στη ζωή της μητέρας του: «Είναι παντού, στον Σκάι μού κάνουν πλάκα που είμαι στον διάδρομο και τον ρωτάω με βιντεοκλήση αν έφαγε το φρούτο του. Όταν μιλάω με το παιδί, δεν μπαίνει κανείς στο γραφείο. Κι όχι μόνο έχει εισχωρήσει για τα καλά, αλλά έχω δημιουργήσει ελεύθερο χρόνο γι’ αυτόν. Δε θα μπορούσα να μεγαλώνω ένα παιδί με πλήρη απουσία μου. Το θέμα είναι να κάνεις ένα παιδί και να του δώσεις ό,τι μπορείς. Εγώ μπήκα σε αυτήν τη διαδικασία. Τα πρωινά μου, μέχρι να πάει στο σχολείο, του ανήκαν, κι ήταν όλες οι ώρες δημιουργικές. Όπως είναι πλέον τα Σαββατοκύριακά μας. Οι φίλες μου λένε ότι τον ταλαιπωρώ: θα πάμε στο πάρκο, στο μουσείο, του εξηγώ τι είναι το κάθε φυτό, από τι είναι φτιαγμένο το οτιδήποτε, τι είναι το νερό, πολλές πληροφορίες! Το μεσημέρι τον παίρνω πάντα εγώ από το σχολείο, βάζουμε διαπασών μουσική στο αυτοκίνητο, τραγουδάμε, τρώμε μαζί, παίζουμε και μετά φεύγω. Τον πιάνει, μάλιστα, και αγωνία, με ρωτάει: “Μαμά, πόση ώρα έχουμε μέχρι να φύγεις για τη δουλειά;”»
Ακούγοντάς τη να μιλάει με τόση αγάπη για τον γιο της, αναρωτιέμαι εάν επιθυμεί κι ένα δεύτερο παιδί. «Δε μου περνάει από το μυαλό, γιατί ποτέ δεν ονειρευόμουν μια οικογένεια με πολλά παιδιά, παρόλο που τελικά την απέκτησα (σ.σ. ο Κώστας Μπακογιάννης ήταν ήδη πατέρας τριών παιδιών). Είμαστε μία μεικτή και αληθινή οικογένεια, τα τρία παιδιά του Κώστα είναι παιδιά μου, τα νιώθω σαν παιδιά μου. Όταν είναι όλα μαζί, σαφώς και δεν τα ξεχωρίζω. Αλλά επειδή με τον Δήμο έχω κάνει πολύ κόπο, του έχω αφοσιωθεί και έχω προσπαθήσει να του δώσω ό,τι περισσότερο έχω μέσα μου, πιστεύω πως δεν έχω τη δύναμη να το κάνω δεύτερη φορά. Επομένως, εάν έκανα ένα δεύτερο παιδί, πιστεύω πως θα το αδικούσα πάρα πολύ σε σχέση με το πρώτο, λόγω κουράγιου και αντοχής», απαντά.
Tα Σαββατοκύριακα μαγειρεύει πάντα κι αυτό που τη νοιάζει είναι να μην πετάει φαγητό. Γι’ αυτό και θέλει να ξέρει για πόσους θα μαγειρέψει: «Το σπίτι μας είναι πάντα ανοιχτό και ποτέ δεν ξέρεις ποιο παιδί θα εμφανιστεί μπροστά σου. Δεν έχουμε σκληρές συμβάσεις και συμφωνίες σε σχέση με το πότε έρχονται. Οι πόρτες είναι ανοιχτές και μπαινοβγαίνουν. Το μόνο που τους ζητάω είναι να ξέρω πότε θα έρθουν, για να έχουμε φαγητό», εξηγεί. Παραδέχεται πως, παρόλο που ποτέ στη ζωή της δεν παρεξέκλινε από το πρόγραμμα ούτε είχε επιχειρήσει επαναστάσεις, επιτρέπει πλέον τέτοιες αναλαμπές στον εαυτό της. «Ενώ είχα μια σκληρή μέρα και ξέρω ότι και η επόμενη θα είναι δύσκολη, θέλω να περιποιηθώ τον εαυτό μου απολαμβάνοντας ένα ποτήρι κρασί, περνώντας καλά. Παλιά δεν το έκανα. Μου έχω στερήσει πολλά, για να μπορώ ν’ αντέξω και ν’ ανταποκριθώ. Με τον Κώστα θα καταφέρουμε να ξεφύγουμε για ένα φαγητό -αγαπημένο αγχολυτικό και των δύο-, αλλά η αλήθεια είναι ότι δυσκολευόμαστε να λείψουμε για ένα Σαββατοκύριακο», εξομολογείται.
Το αυταπόδεικτο στην περίπτωση της Σίας Κοσιώνη, πέρα από τη φυσική ομορφιά της, είναι η ανθεκτική και επιτυχημένη δημοσιογραφική της καριέρα. Όλες οι φωνές των τελευταίων χρόνων για τη γυναικεία ενδυνάμωση βρίσκουν στο πρόσωπό της το ιδανικό role model. Πάλεψε και τα κατάφερε. Ωστόσο, συζητώντας μαζί της, διαπιστώνω πως το μυστικό της υγιούς πλεύσης της είναι η αγάπη, η προσωπική της ζωή κι ο στέρεος σύνδεσμός της με τον Κώστα Μπακογιάννη. Τη ρωτάω εάν ύστερα από οκτώ χρόνια κοινής ζωής επαληθεύτηκε το ένστικτό της για εκείνον. «Πίστεψα στη σχέση μου με τον Κώστα. Του το λέω ακόμη και σήμερα πως, όσο εμείς οι δύο είμαστε όπως είμαστε, όλα γύρω μας θα κυλάνε καλά. Η συγκολλητική ουσία που κάνει όλο το σύστημα να λειτουργεί είναι η ισχυρή μας σχέση. Όσο υπάρχει ο δικός μας κόσμος, θα πηγαίνει καλά και το σύμπαν γύρω από εμάς. Έχουμε αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες καταστάσεις, που απαιτούσαν λεπτές ισορροπίες και χειρισμό. Πάντα, όμως, πιστεύαμε ότι η αγάπη κερδίζει, “δώσε αγάπη”. Μέσα από αυτό το “δώσε αγάπη” έχει δημιουργηθεί ένα περιβάλλον ασφάλειας και αρμονίας μέσα στην ασυνήθιστα όμορφη οικογένειά μας. Ούτε θεωρώ ότι δίνω κάποιον αγώνα, είναι η απόλυτη επιλογή μου. Νιώθω ότι είμαστε μια κανονική οικογένεια. Είναι η ζωή μου και η καθημερινότητά μου. Με τον Κώστα δεν αφήσαμε παράγοντες να παρεισφρήσουν. Χτίσαμε τον κόσμο μας και τον δομήσαμε μ’ έναν τρόπο που ξέραμε ότι θα λειτουργήσει».
Kάνοντας μαθήματα αγάπης, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε από τη συζήτησή μας μία γυναίκα, η οποία έχει πολλάκις εκφραστεί δημοσίως με τα πιο τρυφερά λόγια για τη νύφη της. Η Ντόρα Μπακογιάννη, μάλιστα, αποφάσισε τον περασμένο Οκτώβριο να μοιραστεί με τον κόσμο το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει (σ.σ. διαγνώστηκε με πολλαπλό μυέλωμα σε πρώιμο στάδιο). «Προσωπική της απόφαση, δε θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Μία προσωπικότητα του βεληνεκούς της δεν μπορεί παρά να είναι ειλικρινής σ’ ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Δε θα μπορούσε να το κρύψει με την εντιμότητα και την ευθύτητα του χαρακτήρα και του μυαλού της. Ένας ανοιχτός άνθρωπος, όπως εκείνη, δε θα γινόταν να στέκεται με τον ίδιο τρόπο στον δημόσιο λόγο, εάν κρατούσε αυτό το μυστικό. Πήρε πολλή δύναμη από την αγάπη και τη συμπαράσταση που εισέπραξε, την απελευθέρωσε το ότι το μοιράστηκε. Όλη μου η σχέση με την Ντόρα είναι μάθημα ζωής. Καταρχάς, έχουμε σημεία ταύτισης, ως γυναίκες που κινηθήκαμε σε χώρους δύσκολους και ανδροκρατούμενους, με οικογένεια, με τύψεις απέναντι στα παιδιά και περιορισμούς για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει μια παντρεμένη επαγγελματίας. Έχουμε έναν κώδικα όταν συνεννοούμαστε, εντελώς αόρατο στους άλλους, την καταλαβαίνω πριν μου πει, αλλά κυρίως με καταλαβαίνει πριν να της πω. Η δύναμή της, η αντοχή της, οι απώλειες και οι νίκες, οι απογοητεύσεις, τα έντονα συναισθήματα, θετικά και αρνητικά, το γεγονός ότι σήμερα είναι ένας άνθρωπος χαρούμενος, γεμάτος και υγιής μέσα του, αποδεικνύουν ότι μπορεί να τα έχεις ζήσει όλα στη ζωή σου, αλλά στο τέλος της ημέρας είσαι ένας κανονικός άνθρωπος. Το διευκρινίζω, γιατί έχω δει πολλές περιπτώσεις ατόμων, που, έχοντας βιώσει πολύ μεγάλες εμπειρίες κι έντονες ζωές, στο τέλος -μεταφορικά μιλώντας- “έφυγαν”, δεν είναι ανάμεσά μας, δεν παρέμειναν άνθρωποι».
Credits
Kεντρική φωτογραφία: Mεταξωτό πουκάμισο Victoria Beckham, Grigio | Παντελόνι Max Mara Studio, Max Mara Boutique | Γόβες Malone Souliers, Kalogirou| Σκουλαρίκια σε χρυσό 18K με διαμάντια από τη Νεολιθική συλλογή, Lalaounis
Φωτογραφία: Γιώργος Καπλανίδης (THISISNOTANOTHER AGENCY)
Styling: Ναταλία Μπαλτά - Έλενα Παπασταύρου
Hair & Make up: Σοφία Σαρηγιαννίδου (THISISNOTANOTHER AGENCY)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΙΟΥ 2022