Η Όλγα Ταμπουρή-Μπάμπαλη, σύμβουλος πολιτιστικής διαχείρισης και καλλιτεχνική διευθύντρια του Sani Festival, ανασύρει τις μνήμες της Θεσσαλονίκης των παιδικών της χρόνων και μοιράζεται μαζί μας όσα ξεχωρίζει και αγαπάει στην πόλη της.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Και μεγάλωσα. Όχι μόνον εδώ. Ούτε μόνον έξω. Σίγουρα όμως μέσα (μου), στον πυρήνα, στο κέντρο (μου)... Το πρώτο μου σπίτι ήταν στην καρδιά του κέντρου της πόλης. Σε αυτό το κέντρο επέστρεψα πολλά χρόνια μετά για να επανεφεύρω το σπιτικό καταφύγιο, -της δικής μου πλέον οικογένειας- στο κέντρο.
Από εκείνα τα πρώτα παιδικά χρόνια, θυμάμαι έντονα τον κο Σάββα, που είχε το κατάστημα-θησαυρό στα μάτια μου με τα συναρμολογούμενα και τα παιχνίδια στην Παύλου Μελά. Το δέος που ένιωθα από την επιβλητική φιγούρα με την άσπρη γενειάδα του καθηγητή αρχιτεκτονικής του Α.Π.Θ., Νίκου Μουτσόπουλου, κάθε φορά που με έπαιρνε στην αγκαλιά του όταν με συναντούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Αυτά μέχρι τα έξι μου, όπου βρέθηκα στο Πανόραμα, μια περιοχή αραιοκατοικημένη, τότε. Θυμάμαι έντονα την αντιδιαστολή της πολύβουης παραλιακής λεωφόρου με τον κεντρικό δρόμο του Πανοράματος, όπως τον λέγαμε. Η κίνηση στον δρόμο τούτο ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ορίζονταν από το ΚΤΕΛ που περνούσε κάθε μια ώρα και ενίοτε κάποιο φορτηγό φορτωμένο με χαλίκι που κατευθυνόταν προς Ασβεστοχώρι και άφηνε πίσω του στο δρόμο μια γραμμή από πετραδάκια... σαν τον Κοντορεβυθούλη.
Αγαπημένη μου γειτονιά θα είναι πάντα για έναν λόγο απροσδιόριστο η Πλατεία Καλλιθέας στην Άνω Πόλη. Σαν να έχω ζήσει / ζω εκεί, χωρίς να έχω κατοικήσει ποτέ εκεί. Την επισκέπτομαι συχνά. Για την οικειότητα που νιώθω, όταν βρίσκομαι σε αυτήν. Για τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, την αυλή της εκκλησίας, την αλλοτινή ατμόσφαιρα. Για το τόσο κοντά και το τόσο μακριά της από το κέντρο της πόλης.
Ξεκίνησα να παίρνω συνεντεύξεις για τη σχολική εφημερίδα από τα 9 μου. Πλησίαζα ηθοποιούς, καταστηματάρχες, άγνωστους στο δρόμο χωρίς καμία συστολή, ούτε καν αυτή του νεαρού της ηλικίας. Από τα πολύ μικράτα μου -συνήθιζαν να λένε οι συγγενείς μου- ήμουν πολύ παρατηρητική και μιλούσα άφοβα με γνωστούς και άγνωστους, αλλά κυρίως μου άρεσε πολύ να ακούω να μιλούν. Κάπως έτσι μεγάλωσα. Γνώρισα τη δημοσιογραφία, με γοήτεψε ακόμη περισσότερο η ψυχολογία. Ήταν προφανές. Η επικοινωνία ως ορμέμφυτη ανάγκη.
Εν τέλει το καλοκαίρι του ‘86, λίγο μετά την αποφοίτησή μου, ξημερώνω από τη Θεσσαλονίκη στο Φριμπούργκ της Ελβετίας για να σπουδάσω Επικοινωνία της Κοινωνίας και Δημοσιογραφία. Εκεί, μαζί με το μελαγχολικό κλίμα των αλπικών βουνών, γνωρίζω και τη χαρά, την ανακούφιση του να ζεις σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Φοιτητές από όλες τις ηπείρους παντού. Διαφορετικές νοοτροπίες παντού. Πολυγλωσσία.
Μετά από ένα μικρό διάστημα προσαρμογής εκεί, τα έβρισκα όλα όμορφα. Ακόμη και την παράξενη -για μένα- μυρωδιά των δύσοσμων τυριών τους που αναδύεται σε δρόμους και στενά της πόλης. Το πρωί παρακολουθούσα τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Το μεσημέρι φορούσα μια μπλε-ραφ ρόμπα, χτυπούσα κάρτα και δούλευα στη λάντζα του εστιατορίου στο πανεπιστήμιο. Με τα χρήματα που κέρδιζα μου επέτρεπα δίχως ενοχές κοντινές εξορμήσεις, επισκέψεις σε μουσεία, ενίοτε και... γαστρονομικές δοκιμές σε εστιατόρια βραβευμένα με αστέρια Michelin, που σε εκείνα τα χρόνια τότε, μόλις είχα πρωτογνωρίσει την ύπαρξη του θεσμού.
Θυμάμαι από παιδί να θέλω διαρκώς να απασχολώ τα χέρια μου. Ζωγράφιζα, κατασκεύαζα, κεντούσα, έπλαθα. Τώρα -περιέργως πώς- παρατηρώ, ότι συμβαίνει ακριβώς το ίδιο κυρίως στην πρωτότοκη κόρη μου. Ως παιδιά, επισκεπτόμασταν συχνότατα χώρους τέχνης, βιβλιοπωλεία, θεατρικές παραστάσεις και παραστάσεις χορού, ακούγαμε τζαζ μουσική στο σπίτι. Με συνέπαιρνε κάθε μορφή τέχνης. Μεγάλωσα με μια μητέρα που επένδυε στην παιδεία των παιδιών της με όποιον τρόπο μπορούσε. Η αξιοσύνη και η παιδεία όμως δεν υπολογίζονταν ποτέ στο σπίτι μας ως απόρροια/αποτέλεσμα ενός ή πολλών διπλωμάτων και εξειδικεύσεων.
Η επαγγελματική μου ενασχόληση με τις τέχνες και τον πολιτισμό ήταν η φυσική ακολουθία-χώρος μετά από ένα χρονικό διάστημα αναγκαστικής ενασχόλησής μου στην οικογενειακή επιχείρηση για λόγους ανυπέρβλητους την εποχή εκείνη. Σταθμός - έκπληξη στην επαγγελματική μου ζωή υπήρξε η πρόταση της ΣΑΝΗ Α.Ε. να αναλάβω το 1996 την καλλιτεχνική διεύθυνση του Sani Festival. Η εργασία μου στην εταιρεία αυτή υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο από μόνη της, με καθόρισε. Έκτοτε μετρώ 22 χρόνια συνεργασίας πλέον στο τιμόνι του φεστιβάλ και οι άνθρωποι της εταιρίας αποτελούν για μένα μιαν άλλη οικογένεια. Άλλες σημαντικές εμπειρίες που συνθέτουν το παζλ της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας ήταν η γενική διεύθυνση της Πολιτιστικής Εταιρείας Επιχειρηματιών Β. Ελλάδας και η διεύθυνση του περιοδικού “Θεσσαλονικέων Πόλις”, τα 48α ΔΗΜΗΤΡΙΑ.
Είμαι, επίσης, ιδιαίτερα περήφανη για την ενασχόλησή μου ως σύμβουλος, αξιολογήτρια και μέλος του συμβουλίου του προγράμματος START-Create Cultural Change, μια πρωτοβουλία του Ιδρύματος Robert Bosch που υλοποιείται με την Ομοσπονδιακή Ένωση Κοινωνικοπολιτιστικών Κέντρων της Γερμανίας και του Γερμανικού Ινστιτούτου Goethe της Θεσσαλονίκης και υποστηρίζεται από το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση και το Ίδρυμα Μποδοσάκη. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα υποτροφιών και ανάπτυξης δεξιοτήτων για ανερχόμενους Έλληνες στην πολιτιστική διαχείριση, που στόχο έχει την ανάπτυξη κοινωνικοπολιτιστικών πρωτοβουλιών σε όλη την ελληνική επικράτεια. Μια μεγάλη ομάδα επιχειρούμε να «αγκαλιάσουμε» νέα φωτεινά μυαλά δίνοντάς τους τα απαραίτητα εφόδια-συνθήκες προκειμένου να επιφέρουν μια κοινωνική αλλαγή στις τοπικές τους κοινωνίες/κοινότητες με όχημα τις τέχνες και τον πολιτισμό. Είμαι τόσο χαρούμενη, και ενθουσιασμένη μπορώ να πω, που μέσω του προγράμματος ανακαλύπτω τόσους ιδεολογικά ευαισθητοποιημένους ανθρώπους, με φωτεινές ιδέες. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όλες τις δυνατότητες να αλλάξουν κακώς κείμενα και νοοτροπίες.
Το αγαπημένο μου μέρος στη Θεσσαλονίκη είναι η βόλτα στη δυτική μεριά του λιμανιού στις ανεκμετάλλευτες αποθήκες, μακριά από την κοσμική πλέον προβλήτα Α. Μου αρέσουν οι παρακμιακοί χώροι. Επιτρέπουν στα όνειρα και τις φαντασιώσεις να αναβιώνουν. Μου αρέσουν οι εσχατιές. Παντού.
Οι χώροι τέχνης που αγαπώ στη Θεσσαλονίκη είναι όλα τα μουσεία της. Κυρίως για τις ακάματες προσπάθειες τους να συνεχίζουν να διεκδικούν τη βιωσιμότητά τους παράγοντας αξιοσημείωτο έργο, με τρόπο μερικές φορές ηρωικό.
Το εστιατόριο που ξεχωρίζω στη Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσε να είναι σαφώς μόνον ένα... Όμως επί χρόνια επισκεπτόμαστε συχνά το Ίνγκλις. Είναι το μικρό εστιατόριο στο οποίο θα ξαποστάσω μετά τις βόλτες μου στην Πλατεία Καλλιθέας. Τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο εκεί. Όλα είναι ειλικρινή και συνεπέστατα με το όλο περιβάλλον της περιοχής. Μου αρέσουν όμως και τα πιο «επεξεργασμένα» και εξεζητημένα περιβάλλοντα και μενού που έχουν δημιουργήσει μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα στον Φραγκομαχαλά, τη γειτονιά όπου κατοικούμε. Το Μαιτρ και Μαργαρίτα και το Mahalo είναι δύο από τις επιλογές που έχουν προσδώσει με τη ξεχωριστή ταυτότητά τους άλλον αέρα στην περιοχή. Ακόμη μια ξεχωριστή επιλογή στη βορινή μεριά της ευρύτερης γειτονιάς μου, που αγαπάμε να επισκεπτόμαστε, είναι και το Extravaganza.
Μια από τις αγαπημένες μου συνήθειες -και κομμάτι της ρουτίνας μου- αποτελεί η εβδομαδιαία μου βόλτα στο κέντρο για τα ψώνια του σπιτιού. Έχω δημιουργήσει τη «γειτονιά μας», την έννοια της οποίας σύστησα και εμφυσώ και στις κόρες μου. Έχω στα χρόνια επιλέξει συγκεκριμένους ανθρώπους –και τα καταστήματά τους- που ψωνίζω για το φαγητό της οικογένειας. Τον Σάββα Σακιζόγλου, τον υπέροχο ιχθυοπώλη μου στην ιχθυαγορά στο Καπάνι, φανατικό της καλής μουσικής και δη της τζαζ, που συζητάμε για συναυλίες που παρακολουθεί και καλλιτέχνες που αγαπά. Τον Γιώργο τον Χιώτη -ο μανάβης μας- στη Β. Ηρακλείου, με τον οποίο πιάνουμε κουβεντολόι για τα πολιτικά δρώμενα. Την ακάματη Ζωή στο Παντοπωλείο της Θεσσαλονίκης για τις πιο ξεχωριστές επιλογές μας σε εδώδιμα και αποικιακά, με την οποία μετράμε τις φούριες μας, ενίοτε και τα χρόνια που περνούν. Την αγαπημένη μου φίλη και πρώην συμμαθήτρια Ευτυχία Γούσιου, που επέλεξε πριν πολλά πολλά χρόνια να στεγάσει την επαγγελματική της δραστηριότητα σε ένα παλιό μαγαζάκι στο Καπάνι και στο οποίο τώρα χαλαρά και σχεδόν αβίαστα, θα έλεγα, μεταμόρφωσε το ισόγειο αυτού σε «Ιπτάμενο Σύκο» με χειροποίητα αντικείμενα και ενθύμια με άρωμα ελληνικό. Όταν πρόσφατα για λόγους υγείας χρειάστηκε για την αποθεραπεία μου να παραμείνω ένα διάστημα κατ’οίκον, χωρίς να βγαίνω, διαπίστωσα πόσο, μα πόσο μου είχε λείψει αυτή η βόλτα - «ρουτίνα», η επικοινωνία μου με τους ανθρώπους που εργάζονται και ζουν κοντά μας.
Όταν μου προκύπτει λίγος ελεύθερος χρόνος για έναν καφέ μέσα στη μέρα, επιλέγω συνήθως μεταξύ της νοσταλγικής ατμόσφαιρας του Παλέρμο στην Αριστοτέλους και του πολύχρωμου, αυθεντικού περιβάλλοντος του καφενείου Μοντιλιάνι στο Καπάνι.
Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ τα σπίτια των φίλων και το δικό μου σπίτι με φίλους. Όμως μου αρέσει να ανακαλύπτω μαζί με κοντινούς μου φίλους νέα εστιατόρια, κυρίως, αφού το καλό φαγητό και το ποτό με ανθρώπους που αγαπάμε είναι μέγιστη ικανοποίηση. Η μετουσίωση του βιώματος της χαράς.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη δεν είναι μυστικό! Κάθε μυστικό μέρος που τυγχάνει να ανακαλύπτω, θα το μοιραστώ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ και με ενθουσιασμό με τους φίλους μου -και όχι μόνον! Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια τα όμορφα μέρη για μένα είναι εκτός πόλης. Στη φύση. Καταρράκτες, βάθρες, δένδρα με βαρύ, φυλλώδη εξοπλισμό. Στους καταρράκτες της Βαρβάρας Χαλκιδικής, σε αυτούς του Ορλιά και του Σκρα στο Παγγαίο . Νεραϊδότοποι όλοι και επιπλέον σε κοντινή απόσταση από την πόλη.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει η κλίμακα μεγέθους της πόλης. Είναι βολική, οικεία, «ζεστή». Ταυτόχρονα αυτό το ίδιο χαρακτηριστικό της μπορεί και να είναι «πνιγηρό»...
Θα επιθυμούσα οι άνθρωποι της πόλης να ήταν ουσιαστικότερα χαλαροί, λιγότερο συντηρητικοί, πιο απελευθερωμένοι από φοβικά συναισθήματα. Θα επιθυμούσα μια πόλη πιο πράσινη, αλλά κυρίως θα ήθελα να εξαλειφθεί η έλλειψη παιδείας και σεβασμού των πολιτών στη χρήση των δημοσίων χώρων (και όχι μόνο...) και θα ευχόμουν την άμεση αλλαγή νοοτροπίας!
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν ...περισσότερες με ...μία και μόνη φωτογραφία του Πάρι Πετρίδη, που τιτλοφορείται «Ναός Αγίας Σοφίας» από το λεύκωμά του «ΕΔΩ, Τόποι Βίας στη Θεσσαλονίκη», από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ. Πρόκειται για μια φωτογραφία που συμπυκνώνει όσα η πόλη ήταν, είναι, χαρακτηρίζεται, διέπεται από, παλεύει να... Μια χαμηλόφωνα εκκωφαντική φωτογραφία.
Φωτογραφία πορτρέτου: Θανάσης Μπάμπαλης