Ο γνωστός συγγραφέας και αρθρογράφος μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του...
Γεννήθηκα στο Φάληρο, κέντρο απόκεντρο δηλαδή. Στην περιοχή αυτή έπαιξα αμέτρητες ώρες ποδόσφαιρο στις αλάνες της γειτονιάς (τότε, ευτυχώς, υπήρχαν ακόμη αρκετά κενά οικόπεδα, για να παίζει κανείς), επίσης ήταν πολύ κοντά η νέα παραλία με τα πάρκα της. Φοίτησα στο Α’ Γυμνάσιο- Λύκειο, έκανα εξαιρετικές φιλίες οι οποίες κρατούν μέχρι και σήμερα (με αδιαπραγμάτευτη παρουσία στη μηνιαία συνάντηση με συμμαθητές μου τα τελευταία είκοσι χρόνια). Έπαιξα αρκετά χρόνια μπάσκετ στον Νέστωρα, στο θρυλικό γήπεδο δίπλα στην Αγία Τριάδα, μπασκετικό φυτώριο της πόλης στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90. Φοβερά χρόνια…
Είναι αλήθεια πως περισσότερες μνήμες έχω κρατήσει από την γειτονιά που μεγάλωσα, το Φάληρο δηλαδή. Ήταν ένας μικρόσκοσμος, την εποχή που ήξερες το ονοματεπώνυμο του μπακάλη, του κουρέα, του γαλατά, τότε που νοιαζόσουν για τις δύσκολες στιγμές που μπορεί να περνάει ένας γείτονας. Έμεινα και σε άλλες περιοχές, πιο ανατολικά, αλλά σίγουρα τις πιο πολλές μνήμες, μυρωδιές και ανεξίτηλα χαραγμένες εικόνες τις έχω κρατήσει από την περιοχή πέριξ της Σχολής Τυφλών.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω μπασκετμπολίστας ασυζητητί... Ειδικά τα δυο χρόνια που αγωνιζόμουν, εκτός από την ομάδα μου τον Νέστωρα, και στο Κλιμάκιο Παμπαίδων Βορείου Ελλάδος, το μπάσκετ με είχε συνεπάρει. Στο Λύκειο είχα ένα δίλημμα, να ακολουθήσω νομικές ή φιλολογικές σπουδές, αλλά επειδή είχα πάθος με τη γλώσσα και τη διδασκαλία προτίμησα τη Φιλολογία. Με ενέπνευσαν και οι δάσκαλοί μου… ήμουν πολύ τυχερός, είχα εξαιρετικούς δασκάλους. Και, βέβαια, μετά από τόσα χρόνια νιώθω πολύ τυχερός που δεν έκανα λάθος και ασκώ το επάγγελμα που «γεμίζει» όσο τίποτα.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στην επαγγελματική μου ιδιότητα ως καθηγητής ελληνικής φιλολογίας είναι η συναναστροφή μου με εφήβους… αυτό δεν αγοράζεται με τίποτα. Από κει και πέρα, είναι φοβερό συναίσθημα η αναγνώριση που εισπράττεις, είτε μετά από επιτυχίες σε εξετάσεις, αλλά ακόμη και μετά από χρόνια, όταν μαθήτριες και μαθητές σε βλέπουν στον δρόμο και σπεύδουν να σε προσεγγίσουν, να σε αγκαλιάσουν, νιώθεις τελικά ότι κάτι τους άφησες.
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο ήχους και βιβλία. Είχα και το πρότυπο των γονέων μου. Ο πατέρας μου ήταν συγγραφέας, τον θυμάμαι να διαβάζει και να γράφει, πάντα… Στις αρχές του 2000 είχα ήδη τη δική μου στήλη στο περιοδικό Πανσέληνος, αργότερα στην εφημερίδα Μακεδονία αλλά και σε άλλα έντυπα, και μετά ήρθε το ένα βιβλίο μετά από το άλλο. Χωρίς να το πολυπάρω χαμπάρι έχω γράψει ήδη 7 βιβλία. Τώρα πλέον το να γράφω είναι για μένα ψυχική ανάγκη.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω αν η Θεσσαλονίκη αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάποιον συγκεκριμένο λόγο, έχει γενικότερα πολλές αφορμές που μπορούν να σε κεντρίσουν γι’ αυτό, άλλωστε, ενέπνευσε και πολλά μεγάλα ονόματα παγκόσμιου βεληνεκούς.
Είμαι περήφανος που έχω μια εξαιρετική οικογένεια, είμαι περήφανος γιατί αναγνωρίζονται οι προσπάθειες μου τόσο οι επαγγελματικές όσο και οι συγγραφικές. Είμαι περήφανος που εκπλήρωσα παλιότερα όνειρά μου (μεταπτυχιακές, διδακτορικές και μεταδιδακτορικές σπουδές) αλλά και πιο πρόσφατα.
Το νέο μου βιβλίο περιγράφει την επώδυνη ανασυγκρότηση της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης τα χρόνια 1945 -1946, όταν δηλαδή επέστρεψαν ελάχιστοι Εβραίοι Έλληνες πολίτες από τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου και άλλοι που είχαν κρυφτεί την περίοδο της κατοχής. Είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό το ευαίσθητο θέμα αποτελεί αφορμή διαλόγου και προβληματισμού, κάτι που αποδεικνύεται από τα δημοσιεύματα που ακολούθησαν την κυκλοφορία του βιβλίου και τη συνολικότερη ανταπόκριση που υπάρχει .
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι η περιοχή του Φραγκομαχαλά -ενοχλούμαι όταν αποκαλούν την περιοχή αυτή Άνω Λαδάδικα-. Η ευρύτερη περιοχή από το Κρατικό Ωδείο μέχρι τον Άγιο Μηνά, οι δρόμοι γύρω από τη Βαλαωρίτου, αλλά και οι κοντινοί παράλληλοι και κάθετοι δρόμοι της οδού Φράγκων «εκπέμπουν» πιο πολύ από παντού Θεσσαλονίκη.
Δεν μπορώ να πω ότι έχω ένα μόνο στέκι, θα με βρεις πάντως συχνά στο Bazaar, στο De facto, στη Γαζία, στην Πριγκιπέσσα, στο Χατζή Μπαχτέ, αλλά και στο Μαιτρ και Μαργαρίτα, μέρη που συνήθως προτιμώ. Ξέχασα την Παλιά Αθήνα του φίλου μου του Μανώλη, αλλά και την Partytura του Δημήτρη Φίστα.
Έβλεπα πάντα με μεγάλη χαρά παραστάσεις του Κ.Θ.Β.Ε, με πολλούς ανθρώπους του Κρατικού πλέον συνδέομαι και φιλικά, κυρίως λόγω της τρομακτικής ανταπόκρισης που είχε το Δεν σε Ξέχασα Ποτέ, έργο μου που το Κ.Θ.Β.Ε ανέβασε τον Μάρτιο του 2017. Επίσης, απολαμβάνω κάθε επίσκεψη στα βιβλιοπωλεία Ιανός, Κωνσταντινίδη, αλλά και στο βιβλιοπωλείο του Μ.Ι.Ε.Τ. στην Τσιμισκή.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι η εφημερίδα από το περίπτερο, έξω από το Βασιλικό Θέατρο, καφές, κάθε μέρα, από το Μελίρρυτο, καθώς πηγαίνω στο Κολλέγιο Ανατόλια στο οποίο εργάζομαι τα τελευταία 16 χρόνια.
Όπως καταλάβατε, μου αρέσει το ρεμπέτικο τραγούδι και ακούω, επίσης, έντεχνη ελληνική μουσική. Η νύχτα, όταν ήμουν μαθητής και φοιτητής, ήταν σίγουρα πιο συναρπαστική, τότε ο κόσμος έβγαινε κάθε μέρα. Είχα και εγώ το «στασίδι» μου στο Bel Air και στο Μικρό Καφέ, θυμάμαι τα φοβερά βράδια στο Μπουντρουμ και στο Ακρόαμα, πήγαινα συχνά στο Μινουί, στον Τζώτζο, στην Όμορφη Νύχτα, με λίγα λόγια, μου άρεσε να είμαι συνέχεια έξω. Αυτά ήταν μυθικά μαγαζιά. Δεν είναι εύκολο να υπάρξει ξανά τέτοια εποχή. Μας ακούει και η Μέρκελ…
Δεν μπορώ να πω ότι έχω κάποιο συγκεκριμένο μυστικό μέρος στην πόλη... Απολαμβάνω εξίσου μια βόλτα στην παραλία με μια βόλτα στην Άνω Πόλη, κατηφορίζοντας από την πλατεία Τσιτσάνη, λίγο μετά τη Μονή Βλαταδων, την Δημητρίου Πολιορκητού, στρίβοντας μετά προς το Τσινάρι και καταλήγοντας στην Αγία Αικατερίνη. Στα μαγαζιά της περιοχής γύρω από το Τσινάρι πήγαινα από μικρός, είτε στον Κήπο, είτε στον Βλάχο είτε στο Αίθριο, αλλά και ομώνυμο Καφε Τσινάρι, ένα από τα παλιότερα καφέ-ουζερί της πόλης
Η Θεσσαλονίκη είναι η μοναδική πόλη στην Ευρώπη με τόσο πλούσια ιστορία (μόνο η Ρώμη μπορεί να συγκριθεί μαζί της). Είναι 2.500 χρόνια μεγάλη πόλη (σε αντίθεση με την Αθήνα, κι αυτό δεν το λέω τοπικιστικά). Στη Θεσσαλονίκη μόνο (και σε μικρότερη κλίμακα στην Καβάλα, στη Βέροια και στην Καστοριά) κατοίκησαν άνθρωποι διαφόρων θρησκειών, άνθρωποι με ποικίλη κουλτούρα, ήθη και έθιμα και άφησαν έντονο αποτύπωμα στο σκαρί της κάθε πόλης. Είναι στοιχείο της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, λοιπόν, να περπατά για παράδειγμα κανείς στον άξονα της Εγνατίας και σε λίγα οικοδομικά τετράγωνα να συνυπάρχουν μέχρι και σήμερα οθωμανικά χαμάμ, Τζαμί, εκκλησίες, βυζαντινές και μεταβυζαντινές, προπολεμική συναγωγή, αλλά και εκπληκτικά κτίρια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτά και πολλά άλλα την καθιστούν μοναδική.
Θα ήθελα η πόλη να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία στη λήψη αποφάσεων, να μην πρέπει να τα κάνεις όλα μέσω Αθήνας (από το να επισκευάσεις το κινητό σου, μέχρι να πάρεις μια απλή βεβαίωση από κάποια υπηρεσία). Θα ήθελα να αποκτήσει το λιμάνι της μεγαλύτερη δυναμική από αυτήν που έχει και σήμερα και, τέλος, θα ήθελα τα Πανεπιστήμιά της και οι φοιτητές τους να έχουν ενεργότερη ανάμειξη στην καθημερινότητας της πόλης.
Δε θα ήθελα να τη χαρακτηρίζουν ως συντηρητική, συμπρωτεύουσα, χαμηλοτάβανη.