Μέσα σε μόλις λίγα χρόνια, ο Κώστας Κουκουμάκας έχει καταφέρει πολλά στον κλάδο του στη δημοσιογραφία. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και στη συνέχεια ξεκίνησε την καριέρα του ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα «Μακεδονία». Έπειτα και για έξι ολόκληρα χρόνια ήταν στο ανταποκριτικό γραφείο των ΝΕΩΝ της πόλης και για άλλα επτά στο ελληνικό VICE, καλύπτοντας πολλές αποστολές στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής του πορείας, ρεπορτάζ του έχουν δημοσιευθεί και σε μεγάλα ειδησεογραφικά media του εξωτερικού, όπως DIE ZEIT, The Guardian, Balkan Insight και Goethe-Institute Magazine. Η αναγνώριση δεν άργησε να έρθει κι έτσι το 2017 ήταν υποψήφιος για το European Press Prize στην κατηγορία του ερευνητικού ρεπορτάζ, ενώ το 2019 κέρδισε το 2ο βραβείο στον διαγωνισμό Migration Media Award. Πλέον εργάζεται στο News 247 και έχει μια σταθερή συνεργασία με το BBC News.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πυλαία το 1984, όταν δηλαδή υπήρχαν ακόμη πολλές αλάνες. Τα καλοκαίρια παίζαμε ποδόσφαιρο ατέλειωτες ώρες στο ρέμα που είναι το φυσικό σύνορο της Πυλαίας με την Τούμπα. Ήταν το πρώτο σύνορο που έπρεπε να ξεπεράσουμε και νομίζω ότι το κάναμε σχετικά γρήγορα. Το Κέντρο της Θεσσαλονίκης είχε τότε, στο παιδικό μας μυαλό, σχεδόν μυθικές διαστάσεις.
Η αγαπημένη μου γειτονιά η αρχή της Σβώλου, στο ύψος της Δεσπεραί. Είναι στην καρδιά της πόλης, όμως έχει την ησυχία της «πίσω αυλής» - δεν είναι ούτε Τσιμισκή ούτε Αγγελάκη, επομένως τα πράγματα είναι ανθρώπινα. Πιστεύω ότι για να καταλάβεις μια πόλη πρέπει να κατοικήσεις, έστω για λίγο, στο κέντρο της.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω φυσικά ποδοσφαιριστής και πιο ρεαλιστικά φιλόλογος. Μέχρι που είδα στην τηλεόραση το 1998 ένα ρεπορτάζ του Τάσου Τέλλογλου για την εκπομπή «Μαύρο Κουτί» στο Mega – αν θυμάμαι καλά ήταν για το λαθρεμπόριο πετρελαίου στη βόρεια Ελλάδα και τα σύνορα. Ήμουν τυχερός, γιατί τα επόμενα χρόνια γνώρισα τον ίδιο και είδα από κοντά τον τρόπο που δουλεύει.
Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη είναι ιδιαίτερη. Νομίζω ότι την ξέρω αρκετά καλά, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι την καταλαβαίνω πάντα.
Σπούδασα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για την ενασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία ήταν το 2003, όταν ξεκίνησα ως βοηθός αστυνομικού συντάκτη στην εφημερίδα «Μακεδονία», στο πλευρό του φοβερού Φώτη Κουτσαμπάρη, ο οποίος μπορούσε να μεταδώσει με μοναδικό τρόπο τον κυνισμό και την ποιητικότητα, δηλαδή την αντιφατικότητα, της δουλειάς του ρεπόρτερ.
Το 2ο βραβείο στον διαγωνισμό Migration Media Award ήταν μια εμπειρία ξεχωριστή. Δημοσιεύθηκε στο ελληνικό VICE το 2019 και αφορούσε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, οι οποίοι, παραμένοντας εγκλωβισμένοι για μήνες στα νησιά, αγοράζουν πλαστά διαβατήρια και προσπαθούν να πετάξουν από περιφερειακά αεροδρόμια στην Ευρώπη.
Ταξιδέψαμε στην Κω, όπου συναντήσαμε τέτοιους ανθρώπους στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, κι επίσης αποκτήσαμε πρόσβαση σε ένα κύκλωμα πλαστογράφων στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή βρέθηκε στην κατοχή μας ένα στικάκι με 600 φωτογραφίες κλεμμένων διαβατηρίων και ταυτοτήτων τουριστών. Το κύκλωμα αλλάζει τη φωτογραφία και τα στοιχεία των εγγράφων - πολλές φορές μόνο τα στοιχεία – και συμβουλεύει αυτούς που θέλουν να ταξιδέψουν παράνομα στην Ευρώπη να προσποιηθούν τους τουρίστες στο αεροδρόμιο. Το πρακτικό κομμάτι στο συγκεκριμένο ρεπορτάζ ήταν ότι έπρεπε να μας εμπιστευθούν διαδοχικά πολλοί άνθρωποι μέχρι να καταλάβουμε ολόκληρη την ιστορία. Συναισθηματικά δεν υπάρχουν πολλά να πεις σε κάποιον άνθρωπο που παραμένει για μήνες εγκλωβισμένος σε ένα κέντρο κράτησης.
Η κομβική στιγμή στην καριέρα μου ήταν το 2017 η έρευνα του VICE για το παράνομο εμπόριο βρεφών σε Βουλγαρία και Ελλάδα ήταν υποψήφια για το European Press Prize στην κατηγορία του ερευνητικού ρεπορτάζ. Ταξιδέψαμε σε γκέτο Ρομά στο Μπουργκάς και τη Βάρνα, όπου νεαρές γυναίκες ζουν σε άθλιες συνθήκες και πείθονται να πουλήσουν τα παιδιά τους σε άτεκνα ζευγάρια στην Ελλάδα. Αυτό ευνοείται και από τα κενά της ελληνικής νομοθεσίας. Η υποψηφιότητα για το EPP ήταν κομβική, γιατί ήταν τότε κάτι όχι συνηθισμένο για ελληνικό μέσο. Τα επόμενα χρόνια έρευνες Ελλήνων δημοσιογράφων βραβεύτηκαν στον ίδιο διαγωνισμό και από ό,τι φαίνεται θα ακολουθήσουν και άλλες.
Ξεκίνησα στη δουλειά σε μια εποχή που δεν έλεγες ακριβώς με καμάρι έξω στον δρόμο ότι είσαι δημοσιογράφος. Αυτό έγινε χειρότερο τα επόμενα χρόνια. Τα ΜΜΕ στην Ελλάδα διανύουν σήμερα μια αρκετά σκοτεινή εποχή, όμως στο τέλος νομίζω ότι το καλό θα νικήσει.
Το πιο απαιτητικό ρεπορτάζ που έχω κάνει ήταν όταν συμμετείχα στην ομάδα των Reporters United και Solomon που ερεύνησε τη γκρίζα πλευρά του προγράμματος Golden Visa. Η έρευνα κράτησε σχεδόν ενάμιση χρόνο και το ενδιαφέρον ήταν ότι ξεκινήσαμε ως δύο διαφορετικές ομάδες που έψαχναν το θέμα από άλλη αφετηρία. Δεχτήκαμε εξώδικα και «φιλικές συμβουλές» για να μη συνεχίσουμε, όμως τελικά η έρευνα δημοσιεύθηκε τον περασμένο Φλεβάρη.
Κοιτάζοντας πίσω θέλω να πιστεύω ότι είμαι ακόμη στην αρχή..., όμως δυστυχώς δεν είμαι ακριβώς στην αρχή.
Ένας άνθρωπος-μέντορας για μένα είναι ο Κώστας Καντούρης, ο καλύτερος Έλληνα ρεπόρτερ, δίπλα στον οποίο έμαθα τη δουλειά. Στα ΝΕΑ εργάστηκα δίπλα στη δημοσιογράφο Βίκυ Χαρισοπούλου, η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Μέντορα θεωρώ και τον φωτορεπόρτερ Αλέξανδρο Αβραμίδη, με τον οποίο κάνουμε ρεπορτάζ κοντά 15 χρόνια.
Το μαγαζί - «στέκι» στη Θεσσαλονίκη που μου αρέσει να πίνω τον καφέ μου είναι ο «Θερμαϊκός», στον οποίο έχω περάσει πολλές ώρες.
All time classic αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι η Εγνατία με ψιλή βροχή, απόγευμα Κυριακής. Το είχε γράψει σε ένα παλιότερο κείμενο ο Κώστας Γιαννακίδης και μου φάνηκε συγκλονιστικό, γιατί δεν το είχα συνειδητοποιήσει ως τότε.
Η καλύτερη συμβουλή που μου έχουν δώσει ποτέ είναι ότι δεν είναι κακό να πεις ότι έκανες λάθος και ότι οι «κακοί» έχουν συνήθως μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το «κρυφό» μου σημείο στη Θεσσαλονίκη είναι λίγο έξω από την πόλη. Χωρίς να έχω εξακριβώσει τον λόγο, ο παραλιακός δρόμος που συνδέει τη Μηχανιώνα με την Επανομή είναι ένα κομμάτι στο οποίο μπορώ να σκεφτώ, να χαλαρώσω, να εμπνευστώ και να πάρω δύναμη και ενέργεια.
Την αγαπώ γιατί εδώ μεγάλωσα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ζω στην Αθήνα, πατρίδα μας είναι το μέρος που ζούμε. Όμως, όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τού λείπει περισσότερο ο τόπος που μεγάλωσε.
Αν θα άλλαζα κάτι θα ζητούσα να γίνουν σύμβολο της πόλης οι Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου στη Νέα Παραλία.
Τη Θεσσαλονίκη θα την ήθελα να παίρνει λιγότερο σοβαρά τα πράγματα.
Αν θα έπρεπε να τη χαρακτηρίσω με 3 λέξεις «Κανείς-χωρίς-πατρίδα» όσο υπάρχει η Σαλονίκη.