Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι της Τέχνης είναι τα πιο ενδιαφέροντα πλάσματα. Διαθέτουν μαγικές «κεραίες», οι οποίες είναι εκπαιδευμένες από την φύση τους να γίνονται ένα με τις έντονες δονήσεις και την ερμηνεία του κόσμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της «φυλής» είναι η ιστορικός Τέχνης και επιμελήτρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), Άννα Μυκονιάτη. Οι προσλαμβάνουσές της από πολύ μικρή ηλικία ήταν πολλές και διαφορετικές, χαρίζοντάς της την ευκαιρία σε κάθε στιγμή της ζωής της την επιθυμία να να ανακαλύπτει τα στοιχεία κάθε κουλτούρας και πολιτισμού. Γεννήθηκε στην Οξφόρδη της Μεγάλης Βρετανίας το 1980. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές με αντικείμενο τη Διαχείριση Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Πανεπιστήμιο του Birmingham-Ironbridge Institute. Πραγματοποίησε τη Διδακτορική της Διατριβή με θέμα «Πλαστές Αρχαιότητες. Μια άλλη όψη στην πρόσληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς στο νέο ελληνικό κράτος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 2012. Από το 2005 εργάζεται ως Ιστορικός Τέχνης και Επιμελήτρια εκθέσεων αρχικά στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και από το 2016 ως Επιστημονική Συνεργάτης στο Γραφείο Διεύθυνσης στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Έχει επιμεληθεί εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε καταλόγους εκθέσεων και περιοδικά.
Μεγάλη Βρετανία ο τόπος γέννησής της, Θεσσαλονίκη από την πλευρά του πατέρα της, την οποία άφησε το 2015 και η οποία μέχρι σήμερα της δίνει ισχυρές δόσεις τρυφερότητας και Αθήνα, το μέρος καταγωγής της μητέρας της, στην οποία ζει μόνιμα. Όσο και να νιώθει τους έντονους ρυθμούς της πρωτεύουσας, η πόλη μας διατηρεί στο μυαλό της μια ιδιαίτερη γοητευτική νοσταλγία...
Γεννήθηκα στην Οξφόρδη της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά γύρισα μωρό στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα μέχρι τα 17 στην Κάτω Τούμπα. Η Τούμπα είναι μια αντιφατική γειτονιά: «Μια δυτική συνοικία στην ανατολική Θεσσαλονίκη» που λέει και ένας φίλος. Ή την λατρεύεις ή την μισείς. Εγώ την λατρεύω! Άλλη αγαπημένη μου γειτονιά στην πόλη είναι το Πανόραμα, γιατί εκεί πέρασα τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια μου, ως φοιτήτρια και νεαρή εργαζόμενη.
Όταν ήμουν παιδί δεν σκεφτόμουν ποτέ τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Η τελευταία φορά που εκδήλωσα ενδιαφέρον να γίνω κάτι ήταν στα 3 μου που δήλωσα ότι «όταν μεγαλώσω θα γίνω άλογο!». Απορώ και εγώ πώς δεν με απασχόλησε ποτέ το κομμάτι «εργασία».
Τελικά σπούδασα στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό του ΑΠΘ, όπου ήταν καθηγητής και ο πατέρας μου. Στο μυαλό μου ήταν κάπως μονόδρομος. Ακόμα θυμάμαι την «απογοήτευση» της μάνας μου όταν βγήκαν οι βαθμοί των Πανελληνίων και της είπα ότι δεν είχα δηλώσει Νομική, αλλά περνάω τέταρτη στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό! Ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στην Αγγλία και η διδακτορική μου διατριβή στο τμήμα Ιστορίας της Τέχνης του ΑΠΘ με θέμα την πρόσληψη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο νέο ελληνικό κράτος με γνώμονα τις Πλαστές Αρχαιότητες και τη θέση τους στην ιστορία της αρχαιολογίας και της Τέχνης.
Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη είναι πλέον περίεργη: Μέχρι να φύγω μόνιμα στην Αθήνα τη θεωρούσα την πιο όμορφη πόλη του κόσμου και δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να ζει κάπου αλλού. Τώρα όταν γυρνάω μια-δυο φορές τον χρόνο ως επισκέπτρια με πειράζει η στασιμότητα, η έλλειψη οράματος και ο συντηρητισμός της πόλης. Μετά πίνω ένα ούζο στο «Νησάκι» ή μια ρετσίνα στο «Ίγγλις» με τον άντρα μου και φίλους που υπεραγαπώ, τα ξεχνάω όλα και κάνω σχέδια μαζί τους να φτιάξουμε ένα κέντρο θαλάσσιων σπορ στην Επανομή και τον χειμώνα να τον αφιερώσουμε στα βουνά, κάνοντας σκι.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για να ασχοληθώ με το πεδίο της Τέχνης και της διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς ήταν το μεταπτυχιακό Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που έκανα στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως ιερή αγελάδα, οι σπουδές μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν πολύ συντηρητικές (τώρα πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει) και ήθελα να συνεχίσω σε μεταπτυχιακό επίπεδο με κάτι που θα μου άνοιγε και άλλους δρόμους επαγγελματικά. Η αγγλοσαξονική προσέγγιση των ακαδημαϊκών σπουδών είναι πιο χαλαρή, βασίζεται όχι τόσο στην εμβάθυνση, αλλά στο πλάτος των προσφερόμενων γνώσεων, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δεν παίρνουν τον εαυτό τους τόσο στα σοβαρά και ήταν μια ανάσα για μένα μετά το πολύ αυστηρό πλαίσιο των σπουδών μου στο ΑΠΘ.
Ξεκίνησα να εργάζομαι ως ιστορικός τέχνης στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης το 2016, αρχικά προσωρινά με απόσπαση από το τότε Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, όπου εργαζόμουν ήδη μια δεκαετία, και μετά από δυο χρόνια με μετάθεση. Ήταν μια απόφαση που πήρα ελαφρά την καρδία τότε. Δεν υπολόγιζα πόσο θα μου λείψει η Θεσσαλονίκη. Ένιωθα ότι είχα φτάσει επαγγελματικά και προσωπικά σε ένα πλατώ και ήθελα κάτι άλλο. Ο άντρας μου δούλευε ήδη μόνιμα Αθήνα και περνούσαμε τον περισσότερο μας χρόνο στα αεροπλάνα. Είχαμε ένα μικρό παιδί και μόλις μάθαμε ότι ήμουν έγκυος στο δεύτερο σκεφτήκαμε ότι θα ήταν καλή ιδέα να μείνουμε στην ίδια πόλη μετά από σχεδόν έξι χρόνια γάμου! Δεν το μετάνιωσα, το ΕΜΣΤ υπήρξε μεγάλο σχολείο και προσφέρει ασύγκριτα περισσότερες ευκαιρίες επαγγελματικά αλλά μου λείπει η παρεΐστικη ατμόσφαιρα του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ).
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στη δουλειά μου είναι τα studio visits και η επαφή με τους καλλιτέχνες. Τους θαυμάζω, όχι γιατί έχω την ψευδαίσθηση ότι είναι διανοούμενοι ή εξαιρετικές προσωπικότητες, αλλά γιατί έχουν πάθος γι’αυτό που κάνουν. Είναι πολύ μοναχικό να είσαι καλλιτέχνης. Είναι σχεδόν ρομαντικό το γεγονός ότι οι περισσότεροι εργάζονται και δημιουργούν με ελάχιστη (αν όχι μηδενική) θεσμική υποστήριξη, καθώς στην Ελλάδα ακόμα και μουσεία αντιμετωπίζουν συχνά δημιουργούς και επιμελητές ως ερασιτέχνες που κάνουν την πλάκα τους και θεωρούν απόλυτα φυσιολογικό να πληρώνουν τον ηλεκτρολόγο που θα φωτίσει τα έργα ή τον ελαιοχρωματιστή που θα βάψει τους τοίχους αλλά όχι τον καλλιτέχνη που θα συμμετέχει σε μια έκθεση ή τον επιμελητή που θα την επιμεληθεί. Νομίζω πως όσοι σοβαρά ασχολούνται με την Τέχνη, έχουν πιο «ευαίσθητες αντένες», μια ιδιαίτερη αντίληψη του κόσμου, όσων δύσκολων συμβαίνουν γύρω μας και μια έμφυτη ανάγκη να εκφράσουν το momentum. Και αυτό είναι μαγικό. Γι’αυτό θυμώνω όταν κάποιος μου λέει ότι δεν καταλαβαίνει την σύγχρονη Τέχνη. Δεν σου ζήτησε κανείς να την καταλάβεις. Νιώσε. Προσπάθησε να την χαρείς. Πώς θαυμάζεις ένα πίνακα Φλαμανδού ζωγράφου του 17ου αι. αλλά δεν σε «ακουμπά» η δουλειά ενός σύγχρονού σου καλλιτέχνη που έχει τις ίδιες ανησυχίες, τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες εμπειρίες με σένα;
Η κινητήριος δύναμή μου είναι τα παιδιά μου. Κλισέ αλλά πραγματικότητα.
Για μένα η Τέχνη, η κατανόηση και η επικοινωνία της δημιουργικότητας είναι μέρος της καθημερινότητας μου από παιδί και τα έχω λίγο απομυθοποιήσει. Νιώθω προνομιούχα που είμαι σε αυτόν το χώρο, αλλά το έχω πάρει απόφαση ότι δεν μπορείς να επιβάλεις σε κανέναν το «Ωραίο». Παλιά με στεναχωρούσε αν δεν κατάφερνα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου για μια έκθεση, μια συναυλία, μια παράσταση. Ένιωθα ματαιωμένη. Πλέον δεν με απασχολεί, απλά νιώθω πιο τυχερή από αυτούς που δεν έχουν συγκινηθεί ποτέ μπροστά σε ένα έργο Τέχνης.
Ένα έργο που με συγκίνησε τελευταία ήταν το "Man on the Left" της Μαρίας Τσάγκαρη, στην έκθεση «Ρεμπέτικο» σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου. Ένα έργο-βίντεο που αφηγείται την αποκαλυπτική διαδρομή της καλλιτέχνιδος στην έρευνα της ζωής και της μουσικής πορείας του ρεμπέτη και βιολιστή προπάππου της, Νίκου Συρίγου.
Μια στιγμή που έχω νιώσει περήφανη ήταν όταν ο γιος μου σε ηλικία 8 ετών με μάλωσε επειδή προσπέρασα έναν άνθρωπο που ζητιάνευε.
Οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετώπισα στη δουλειά μου είναι η έλλειψη επαγγελματισμού. Η Τέχνη δεν έχει hard facts. Ή μάλλον έχει αλλά επιλέγουμε να τα αγνοούμε. Σε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα οι σπουδές, τα αντικειμενικά προσόντα, το ταλέντο και η εργασιακή ηθική θα έκαναν οποιονδήποτε να ξεχωρίσει. Ως επιμελητής ή θεωρητικός στην Ελλάδα τις περισσότερες φορές αρκεί να κάνεις δημόσιες σχέσεις, να μην παίρνεις ουσιαστική θέση για τίποτα και να κάνεις όσο το δυνατόν περισσότερες λογοτεχνικές και επιστημονικές αναφορές στα κείμενα σου για να καταλάβουν όλοι πόσο διανοούμενη είσαι.
Δεν ξεχωρίζω κομβικές στιγμές στην καριέρα μου. Έχω δουλέψει πάρα πολύ, έχω γνωρίσει πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, έχω ταξιδέψει, συνοδεύοντας έργα ή στήνοντας εκθέσεις από την Κίνα μέχρι τα Αραβικά Εμιράτα και από την Θεσσαλονίκη μέχρι την Κρήτη αλλά η δουλειά ενός επιμελητή μουσείου είναι πολύ λιγότερο fancy απ’ότι ακούγεται. Το 80% της δουλειάς μας είναι γραφειοκρατία, trouble shooting και logistics. Εκτός αν έχεις λυμένο το οικονομικό, έχεις σπουδές στο St. Martins ή το Courtauld Institute, περνάς το χρόνο σου από εγκαίνιο σε εγκαίνιο με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, ανεβάζεις stories από όλες τις διεθνείς εκθέσεις και παρεμπιπτόντως επιμελείσαι μια στο τόσο και μια έκθεση (δηλαδή γράφεις αυτό το κείμενο που λέγαμε με τις αναφορές και το name dropping γιατί τη δουλειά την κάνουν άλλοι). Τότε είναι πολύ fancy!
Ένα όνειρό μου που έχει γίνει πραγματικότητα είναι ότι έχω την πολυτέλεια να συναναστρέφομαι μόνο όσους εκτιμώ και να μην εξαρτώμαι οικονομικά, εργασιακά και προσωπικά από κανέναν.
Η χαρά της ζωής είναι ο παιδικός ενθουσιασμός για κάτι απλό, όπως ένα παγωτό ή ένα καινούριο παιχνίδι.
Ένας χώρος Τέχνης της πόλης που αγαπώ είναι το Πειραματικό Κέντρο Τεχνών του MOMus. Το γνώρισα πρώτα ως εργαζόμενη (ακόμα ονομαζόταν Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης), μετά έζησα την προσπάθεια να αναδειχθεί σε θεσμό της πόλης όταν ο πατέρας μου διορίστηκε διευθυντής και πέρυσι είχα το προνόμιο να γυρίσω ως επιμελήτρια της έκθεσης «Graceland. Ο θρίαμβος μιας αβέβαιης πορείας» των Ράνια Εμμανουηλίδου, Φανή Μπουντούρογλου, Ευαγγελία Ψωμά στο πλαίσιο της 8ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης.
Ένας άνθρωπος-μέντορας για μένα είναι η μητέρα μου. Η βαθιά της καλλιέργεια, η άδολη φύση της και το βαθύ αίσθημα προσφοράς είναι χαρακτηριστικά της που δυστυχώς δεν πήρα αλλά τα έχω πάντα ως οδηγό για το ποια πρέπει να γίνω.
Ένα 24ωρο μου περιλαμβάνει πρωινό ξύπνημα στις 6.30, προετοιμασία παιδιών και drop off στο σχολείο, 8ωρο στο ΕΜΣΤ, απογευματινές δραστηριότητες και διάβασμα παιδιών, δουλειά από το σπίτι όταν είμαστε σε περίοδο προετοιμασίας εκθέσεων και ύπνο ως τις 23.00. Όταν βγαίνει το πρόγραμμα να πιούμε ένα ποτό κάπου στην γειτονιά με τον άντρα μου θεωρώ ότι είχα μια καλή μέρα!
Το μαγαζί - «στέκι» στη Θεσσαλονίκη που μου αρέσει να πίνω τον καφέ μου τελευταία είναι το "Father Coffee and Vinyls". Έχει γίνει πανέμορφη η περιοχή εκεί στη Στρατηγού Καλλάρη μετά την ανάπλαση και ο καφές του είναι ίσως από τους καλύτερους της πόλης.
Το μέρος της Θεσσαλονίκης που έχω την πιο ωραία ανάμνηση είναι το σπίτι που ζήσαμε με τους γονείς και τ’αδέρφια μου στο Πανόραμα. Το ένα πράγμα που με στεναχωρεί σε σχέση με το ότι ζω πλέον Αθήνα είναι που δεν μεγαλώνω τα παιδιά μου εκεί.
All time classic αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι η προβλήτα Α’ στο λιμάνι στη δύση του ηλίου. Μακράν το καλύτερο ηλιοβασίλεμα της Ελλάδας. Νομίζεις ότι ο χρόνος σταματά, όλα κυλούν αργά και στο background παίζει το «Φωτιά στο λιμάνι».
Η καλύτερη συμβουλή που μου έχουν δώσει ποτέ ήταν «Αν το κάνεις μην γκρινιάζεις και αν γκρινιάζεις μην το κάνεις».
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες όταν βρίσκομαι Θεσσαλονίκη είναι να περπατήσω στο παραλιακό μέτωπο νωρίς το πρωί. Ειδικά τον χειμώνα που έχει κρύο. Την λατρεύω τη «μουνταμάρα» της Θεσσαλονίκης.
Το «κρυφό» μου σημείο στην πόλη είναι το Φανάρι της Επανομής το φθινόπωρο. Τα «Πλατανάκια» στο Πανόραμα. Η διαδρομή μέσα στο δάσος πάνω από τον Περιφερειακό στο ύψος της Άνω Πόλης. Ο λόφος στην Τούμπα και η αρχαιολογική ανασκαφή. Το ρέμα πίσω από την κατάληψη της ΥΦΑΝΕΤ…
Η Θεσσαλονίκη μου αρέσει γιατί είναι η πόλη μου. Είναι το σπίτι μου. Δεν μαλώνω ποτέ με συναδέλφους, γνωστούς ή ξένους. Μαλώνω μόνο με τους πολύ δικούς μου ανθρώπους, επειδή τους αγαπώ και νιώθω ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει και για τη Θεσσαλονίκη, τείνω να επισημαίνω τα «κακά» της γιατί την αγαπώ και με νοιάζει. Στην Αθήνα απλά ζω.
Αν θα άλλαζα κάτι στη πόλη μου θα ήταν ότι σε μεγάλο βαθμό μας αρκεί ο τίτλος της «πιο ερωτικής πόλης» και του «καλύτερου φαγητού» στην Ελλάδα. Το μόνο που με ρωτάνε φίλοι Αθηναίοι όταν πρόκειται να ανέβουν Θεσσαλονίκη είναι πού να φάνε (τους στέλνω πάντα στα χειρότερα!).
Τη Θεσσαλονίκη θα την ήθελα περισσότερο απαιτητική σε σχέση με το που μπορεί να φτάσει. Έχουμε μια τάση να συμβιβαζόμαστε με τα λίγα οι Θεσσαλονικείς. Μας αξίζουν περισσότερα.
Αν θα έπρεπε να τη χαρακτηρίσω με 3 λέξεις θα έλεγα Κοσμοπολίτισσα, χαμηλοτάβανη, αγαπημένη.
Φωτογραφίες: Έστελα Βαλάση