fbpixel

Search icon
Search
SKG Stories: Έλσα Ποιμενίδου
SKG STORIES

SKG Stories: Έλσα Ποιμενίδου

Για τα παιδικά της χρόνια στο Επταπύργιο και όσα αγαπάει στην πόλη


Η δημοσιογράφος και παρουσιάστρια μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια της...

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στο Επταπύργιο, γνωστό με την Οθωμανική ονομασία και ως Γεντί Κουλέ. Όλη μου τη ζωή ζω εδώ και δεν έχω φύγει ποτέ πάνω από δύο μήνες από αυτήν την πόλη. Θυμάμαι στο δημοτικό να παίζουμε στον υπαίθριο χώρο έξω από τις φυλακές στην ανατολική πλευρά και οι φυλακισμένοι να μας κοιτούν μέσα από τα κάγκελα, κρεμασμένοι στα παράθυρα. Η φυλακή λειτούργησε ως το 1989 και διετέλεσε για καιρό τις κύριες εγκαταστάσεις σωφρονισμού της πόλης. Εκεί μας πήγαιναν εκδρομή με το σχολείο να κάνουμε το μαγιάτικο στεφάνι, γιατί έχει χαμομήλια που μοσχομυρίζουν ακόμη και σήμερα κάθε άνοιξη. Ένα απόγευμα καθώς παίζαμε στα στενά πέσαμε πάνω σε άγρια καταδίωξη της αστυνομίας και σε ανθρωποκυνηγητό, καθώς είχε δραπετεύσει ένας κρατούμενος. Κυριολεκτικά ο δραπέτης έτρεχε πάνω στις στέγες των σπιτιών, γιατί τότε τα περισσότερα ακόμη σπίτια ήταν μονοκατοικίες. Μεγάλωσα μέχρι το γυμνάσιο σε μονοκατοικία με αυλή, αναρριχώμενες τριανταφυλλιές και ντάλιες που θυμάμαι ακόμη τα χρώματα τους, και έναν φράχτη από μωβ και άσπρες πασχαλιές, που τις μυρίζω στα όνειρα μου. Έβαζα δυο καρέκλες φερ φοζέ (η μαμά μου τις διατηρεί ανέπαφες) και έπαιζα λάστιχο με τις ώρες, μονίμως κάτω από τις πασχαλιές.

Στο Γυμνάσιο σκαρφαλώναμε στα Κάστρα, πηγαίναμε στην άκρη του Πύργου του Τριγωνίου -εμείς το λέμε ακόμη Πυροβολείο- και αγναντεύαμε την πόλη κάθε βράδυ, ακόμη και με παγωνιά. Κάναμε όνειρα και σχέδια για το μέλλον. Εκεί ερχόταν και ο Νίκος Παπάζογλου για να εμπνευστεί και να αγαπήσει ξανά τη Θεσσαλονίκη. Μετά την αναστήλωση το 2009, μου φαίνονται τόσο μεγάλα τα τείχη και δύσκολο να σκαρφαλώσω εκεί που κάποτε για μένα ήταν παιχνιδάκι. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη έφηβοι στη γειτονιά μου και ζευγαράκια που προτιμούν την άκρη. Οι δεκάδες τουρίστες και φοιτητές Erasmus που επισκέπτονται καθημερινά το μνημείο διστάζουν να πάνε μέχρι εκεί και να πηδήξουν την περίφραξη. Τα ραντεβουδάκια τα δίναμε στο φυλάκιο των φυλακών. Ψυχή δεν περνούσε το βράδυ, ούτε φώτα είχε ούτε τίποτα. Κανείς δεν τολμούσε να πρωτοφιληθεί στο Πυροβολείο, γιατί θα το μάθαινε όλη η γειτονιά. Και σήμερα έτσι είναι στη γειτονιά, όλοι γνωρίζουν τα πάντα για το διπλανό τους.

Κατεβαίναμε σε δέκα λεπτά με τα πόδια μέχρι την Αγίου Δημητρίου για φραπέ και τάβλι στο Αιωροδρόμιο (ποτέ δεν έπαιξα τάβλι, πήγαινα με τους άλλους για παρέα για να μην είμαι μόνη) και στο Σαν Ρέμο για μπιλιάρδο, που λειτουργεί έως σήμερα. Μετά ανεβαίναμε με λεωφορείο, γιατί βαριόμασταν την ανηφόρα. Χρησιμοποιώ λεωφορεία του ΟΑΣΘ από τότε που υπήρχε ο εισπράκτορας. Στη γραμμή 22 Ακρόπολη (σημερινή 23, Ν.Σ. Σταθμός – Συκιές) ερωτεύτηκα για πρώτη φορά. Στη θέση του εισπράκτορα μια μέρα λόγω συνωστισμού (από τότε είχε συνωστισμό η συγκεκριμένη γραμμή) καθόταν ένα ψηλό, μελαχροινό αγόρι με γυαλιά, ανταλλάξαμε μόνο βλέμματα, τότε δεν υπήρχαν social media και κινητά. Τον συνάντησα μετά από μήνες σε ένα πάρτι και έκτοτε κυκλοφορούσαμε χεράκι χεράκι. Αργότερα άφησα το 23 και ανέβαινα στη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε.

Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω γιατρός, χειρουργός. Έδωσα δύο φορές Πανελλαδικές Εξετάσεις στη Β’ Δέσμη, πήγαινα και φροντιστήριο στον Βακάλη κάθε μέρα πάνω κάτω από τα Κάστρα στο κέντρο, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο καθηγητής που έκανα ιδιαίτερα έκθεση με παρότρυνε να σπουδάσω δημοσιογραφία, γιατί μου άρεσε πολύ να γράφω και διάβαζα μανιωδώς όλα τα free press της πόλης. Τότε είχε αρχίσει να αναπτύσσεται η έννοια του δωρεάν διανεµοµένου περιοδικού στη Θεσσαλονίκη, µε την ίδρυση του ασπρόµαυρου Εξώστη, αργότερα με το Fix Care, την Parallaxi, τον Πιλότο, το 14 µέρες και νύχτες, τα Αστικά, το Πλατεία κλπ. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου σε ΙΕΚ δημοσιογραφίας και για την πρακτική άσκηση με επέλεξαν στην ΕΡΤ3. Έκτοτε πέρασαν πολλά καλοκαίρια και χειμώνες, άνοιξε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος επαγγελματισμού μπροστά και πίσω από τις κάμερες και σκληρή δουλειά. Ακολούθησαν συνεργασίες με το Πρώτο Θέμα, τη City Press, δούλευα σε δυο δουλειές, ήταν η καλή εποχή της δημοσιογραφίας και πλήρωνα τα δίδακτρα για το ΕΑΠ και τις σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό που είχα επιλέξει. Μετά από χρόνια, αφού αντιμετώπισα την ανεργία στον κλάδο, την περίοδο που όλοι αναζητούσαμε ένα νέο μοντέλο στη δημοσιογραφία, συνέχισα τις σπουδές μου στο Μεταπτυχιακό Τμήμα «Δημοσιογραφία και τα Νέα Μέσα» του ΑΠΘ.

Η τηλεόραση απαιτεί ομαδική δουλειά. Δουλεύω στην τηλεόραση τα τελευταία 20 χρόνια (ρεπορτάζ, παραγωγή, παρουσίαση). Ακόμη κι όταν έμεινα άνεργη, βούτηξα με λαχτάρα στις νέες τεχνολογίες και στο web tv. Θυμάμαι πήγα σε μια αγγελία για πωλήτρια πολυτελών ρούχων και έφυγα μέσα σε μια μέρα με κλάματα ενώ μου αρέσει πολύ η μόδα. Μόνο τηλεόραση ήξερα να κάνω, μόνο τηλεόραση είχα στο βιογραφικό μου. Το να παρουσιάζεις καθημερινά ενημερωτικές εκπομπές απαιτεί ψυχραιμία, σωστή διαχείριση χρόνου, όρεξη για επικοινωνία και σκληρή δουλειά. Αγαπώ τη δυνατότητα που σου δίνει η δημοσιογραφία να διηγηθείς ιστορίες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δυσκολεύτηκα πέρσι με καθημερινή τρίωρη ζωντανή εκπομπή. Υπάρχουν μέρες που δε θέλεις να πεις καλημέρα ούτε στον καθρέφτη και όμως οφείλεις να επικοινωνήσεις, να μιλήσεις με κόσμο, να κάνεις συνεντεύξεις και να είσαι αυθεντικός. Στην τηλεόραση δεν μπορείς να παρουσιάσεις κάτι που δεν έχεις, θα φανεί και η γύμνια και η υπερβολή και η υποκρισία. Φαίνονται οι αδυναμίες και τα χαρίσματα σου, οι ποιότητες σου, φαίνεται, αν είσαι καλός άνθρωπος ή όχι. Εκτίθεσαι συνεχώς και οι λεπτομέρειες προδίδουν ακόμη και όσα προσπαθείς να κρύψεις. 

Θυμάμαι το 1999 την πρώτη φορά που έβγαλα live μπροστά από την Καμάρα με θέμα την μετακίνηση με ταξί και τα προβλήματα των επαγγελματιών του κλάδου, να ακούω τα λόγια μου διπλά λόγω της επιστροφής ήχου, να τρέμει η φωνή μου και να φοράω ένα πορτοκαλί δερμάτινο παλτό! Ευτυχώς ο εικονολήπτης κατάλαβε το τρακ και άνοιξε το πλάνο στην Εγνατία στα ταξί. Μόλις που πρόλαβαν να με δουν για λίγα δευτερόλεπτα για πρώτη φορά στην τηλεόραση οι γονείς μου και η γιαγιά μου. Εκείνη την εποχή κάναμε κάθε μέρα δύο γκάλοπ στους Θεσσαλονικείς, ένα στην Τσιμισκή μπροστά από ένα συγκεκριμένο περίπτερο για να σχολιάσουν τα πρωτοσέλιδα του τύπου -τότε ο κόσμος διάβαζε ακόμη εφημερίδες- και ένα γκάλοπ με μία γενική ερώτηση. Τόσα χρόνια καθημερινά στο πεζοδρόμιο, νομίζω έχω ρωτήσει τη μισή Θεσσαλονίκη! Στην αρχή στεναχωριόμουν γιατί με απέφευγαν, ρωτούσα μάταια είκοσι ανθρώπους για να πάρω δυο - τρεις καθαρές απαντήσεις. Μετά έμαθα τα κόλπα, να πλησιάζεις ευγενικά μεν αλλά να μπαίνεις κατευθείαν στο ψητό, χωρίς να αφήνεις πολλά περιθώρια στον άλλον με εισαγωγές και επεξηγήσεις, γιατί θα κουραστεί και θα φύγει. Ακόμη συναντάω στην Τσιμισκή ορισμένους από εκείνους τους αγαπημένους μας τηλεθεατές.

Ο καλεσμένος που με έχει εντυπωσιάσει είναι ο Δημήτρης Νανόπουλος, που θεωρείται ένας από τους πέντε κορυφαίους φυσικούς όλων των εποχών. Πέρσι τον φιλοξενήσαμε στην εκπομπή για την προσήλωση στους στόχους του. «Η ζωή είναι γεμάτη ρίσκα που πρέπει να πάρεις. Πάνε μπροστά μόνο αυτοί που ρισκάρουν», κράτησα από πολλά που μας είπε. Επίσης, ο Μένης Κουμανταρέας. Είχα πάει το 2001 νομίζω στο πατάρι του Ιανού να του κάνω συνέντευξη για την παρουσίαση του βιβλίου του «Δυο φορές Έλληνας». Έτρεμα που θα συναντούσα από κοντά το θρυλικό συγγραφέα της εφηβείας μου. Ήρεμος, ευγενικός, είχε εκείνη την ευγένεια ψυχής που μόνον τα μεγάλα πνεύματα συνοδεύει. Κουβεντιάσαμε όσο έπρεπε, δεν κουράστηκε και εγώ έμενα εκεί να τον κοιτώ. Λυπήθηκα πολύ για το θάνατο του. Δε θα ξεχάσω τον αείμνηστο Εμμανουήλ Κριαρά για την άριστη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Δεν κουραζόταν ποτέ, είχε απίστευτη όρεξη για ζωή. Πήγαινα στο σπίτι του στην Αγγελάκη για μια σειρά συνεντεύξεων σε αφιέρωμα στην ΕΡΤ3. Μας περίμενε πρωί πρωί στο ηλιόλουστο γραφείο με γραβάτα, μάλλινο μπορντό γιλέκο, τα φυτά του και τα βιβλία του σε στοίβες παντού. Τον Χρήστο Τσολάκη, γιατί μπορούσες να είσαι ο εαυτός σου δίπλα του και δε χόρταινε να απαντά σε ερωτήσεις και απορίες για τη σωστή χρήσης της γλώσσας. Τον αγαπημένο μας Ντίνο Χριστιανόπουλο στο σπίτι του, στις Σαράντα Εκκλησίες. Μας υποδεχόταν με χαρά με τη μάλλινη του φανέλα τον χειμώνα και με ευχαρίστηση σχολίαζε επίκαιρα θέματα. Βάλσαμο τα ποιήματα του στο κομοδίνο, όταν αυτή η πόλη "πνίγει" καμιά φορά τα όνειρα μας.

Αν μπορούσα να έχω ως καλεσμένο μία διάσημη διεθνώς προσωπικότητα, θα επέλεγα τον Μπαράκ Ομπάμα. Θα τον ρωτούσα με την εμπειρία που έχει αποκομίσει από τη θητεία του, τι θα άλλαζε πλέον στη διακυβέρνηση των ΗΠΑ. Από το «Yes We Can» που θα μας οδηγούσε σήμερα; Επίσης, θα με ενδιέφερε να μας πει, τι τον κάνει πραγματικά ευτυχισμένο.

Η καλύτερη συμβουλή που μου έχουν δώσει στον χώρο είναι είναι το «Μάθε να ακούς». Ακούγεται απλό αλλά δεν είναι, ακόμη προσπαθώ να είμαι καλή ακροάτρια, δεν τα καταφέρνω πάντα. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ο αγαπητός συνάδελφος Κώστας Μπλιάτκας, όταν πήγα για πρακτική στην ενημερωτική εκπομπή «Τρίτη Ματιά» που παρουσίαζε στην ΕΡΤ3, την οποία παρακολουθούσα πολύ πριν αποφασίσω να γίνω δημοσιογράφος και τελικά συνεργάστηκα με την ομάδα αυτή για επτά χρόνια.

Αγαπημένες μου ρουτίνες στην πόλη; Αγοράζω πάντα χύμα ελληνικό καφέ φρεσκοκαβουρδισμένο από την οδό Βασιλέως Ηρακλείου. Δεν μπορώ να ζήσω, αν δεν έχω φρεσκοκομμένο ελληνικό καφέ στο σπίτι και καμιά δεκαριά ποικιλίες φίλτρου. Θα με πετύχεις πάντοτε με έναν καφέ στο χέρι, ακόμη και στις 8 το βράδυ. Νωρίς το πρωί αγοράζω διπλό καπουτσίνο πάντα χωρίς ζάχαρη από την οδό Αγίου Δημητρίου, δίπλα από το Νοσοκομείο Γεννηματά, περιμένοντας στην ουρά μαζί με γιατρούς και νοσοκόμες που εφημέρευαν το προηγούμενο βράδυ. Συνήθως κουβαλάω μαζί μου κάποιο σνακ ή κολατσιό, γιατί είμαι ασυγκράτητη -μου αρέσει το καλό φαγητό και πάντα βρίσκω αφορμή να δοκιμάζω μια νέα λιχουδιά. Όταν θέλω να με επιβραβεύσω, τρώω ένα κροκ μεσιέ από τον Τερκενλή στην Αγίας Σοφίας -μόνο εκεί βρίσκω κροκ μεσιέ ή ένα κρουασάν με μαρμελάδα βερίκοκο από τον παλιό φούρνο στην Εγνατία, πριν την Π.Π Γερμανού. Κάνω βόλτες στην πλατεία Άθωνος και αγοράζω τυριά και κεφίρ από το Ραγιάν και τσάι του βουνού από τα μαγαζιά με τα βότανα. Έχω αδυναμία στα αιθέρια έλαια, μου αρέσει να μυρίζει το σπίτι περγαμόντο γι' αυτό ψάχνω στο Βάλσαμο στο Καπάνι για καμιά φρέσκια μυρωδιά. 

Είμαι συλλέκτρια μολυβιών από μουσεία, γενικά μου αρέσουν πολύ τα μολύβια και χώνομαι στα βιβλιοπωλεία του κέντρου για να βρω ένα σχέδιο που θα μου φτιάξει τη μέρα. Όταν κινούμαι προς την Εγνατία, περνάω πάντα από τον Φούρνο Ουζουνιάν για το πιο καλοψημένο κουλούρι Θεσσαλονίκης. Από τα χρόνια του γυμνασίου τρώω μπουγάτσα στην Αγ. Δημητρίου 142, σε αυτήν τη μικρή  οικογενειακή επιχείρηση που πατέρας και γιος ψήνουν αδιάκοπα όλο το 24ωρο δικές τους πίτες και μπουγάτσες. Κάθε Σάββατο θα με βρεις να διαλέγω ψάρια στην λαϊκή Ξηροκρήνης, στις 12όροφες, που είναι η μεγαλύτερη ψαραγορά των δυτικών συνοικιών.

Ένα μέρος που μπορεί να με συναντήσει κανείς είναι το καφέ Αίθριο στη γειτονιά μου, στο Επταπύργιο. Κυρίως μετά από δύσκολη μέρα, πριν πάω στο σπίτι, πίνω έναν ελληνικό στην αυλή, μυρίζω το βασιλικό στη γλάστρα και γυρνάω και το φλιτζάνι, αν βρεθεί εκεί καμιά φίλη που ξέρει να το "διαβάσει". Στο κέντρο πίνω μόνη καφέ Αμερικάνο στο A piece of cake, για να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά πριν πάω στη δουλειά. 

Ο αγαπημένος μου δρόμος είναι η οδός Μαύρης Πέτρας στην Άνω Πόλη. Είναι ένα στενό δρομάκι ανεβαίνοντας από την Ακροπόλεως με μικρά παραδοσιακά σπίτια. Αν προχωρήσεις προς τα μέσα, φτάνεις σε ένα σημείο που η θέα της πόλης σου κόβει την ανάσα. Στο Λύκειο με τους συμμαθητές μου, όταν σχολούσαμε κουρασμένοι και μπουχτισμένοι από τα διαβάσματα, επιλέγαμε αυτό το δρομάκι για να κόψουμε δρόμο. Τότε δε γνωρίζαμε τον αστικό μύθο. Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν, κάθε τρεις μέρες στις 12 τα μεσάνυχτα και για ένα τέταρτο, στο συγκεκριμένο δρομάκι ανοίγει ένας δρόμος, ο οποίος δεν οδηγεί πουθενά και όποιος κατ;a λάθος ή από περιέργεια ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, θα μείνει για πάντα παγιδευμένος εκεί να περιφέρεται στα στενά του για πάντα εγκλωβισμένος! Τελικά καταφέρνω να δραπετεύω!

Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ είναι αδιαμφισβήτητα το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Λατρεύω να κάνω περιηγήσεις στις μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις, αγαπάω τα χριστουγεννιάτικα μπαζάρ που διοργανώνονται, τις μουσικές βραδιές και φυσικά, τον καφέ φίλτρου που σερβίρουν στο cafe, μαζί με το κουλουράκι κανέλας.

Για επαγγελματικά ραντεβού προτιμώ τον Χαμόδρακα για την υπέροχη θέα στη θάλασσα και τα εξαιρετικά πιάτα με θαλασσινά. Έχω αδυναμία στη σαλάτα με μαύρες φακές και κινόα, στον μπακαλιάρο τυλιγμένο σε φύλλο κρούστας με σπανάκι. Ιδιαίτερο είναι και το κουσκούς Σαρδηνίας με χτένια και γαρίδες, ενώ το κριθαρότο με γαρίδες είναι το πιάτο που επιλέγω πάντα! Επίσης, μου αρέσει το χταπόδι με μαύρα tagliolini και το λαυράκι φρικασέ. Ανάλογα με την παρέα, επιλέγουμε και το κατάλληλο κρασί από την κάβα του ιδιοκτήτη Πάνου Γκόφα. Κάποια μεσημέρια, όταν δεν έχω φαγητό στο σπίτι, τρώμε και στο Γεντί τη μοναδική ταβέρνα που απέμεινε στο Επταπύργιο. Εκεί η παραγγελία περιέχει πάντα σαρδέλες σχάρα και χόρτα σαλάτα. Παλιά πηγαίναμε και στον Τζότζο, στο Μακεδονικόν, στη Δόμνα, στον Πλασταρά, τώρα έμειναν οι μισές ταβέρνες στα Κάστρα. Στο κέντρο τρώω και στη Μούργα, κυρίως Σάββατο μεσημέρι ή βράδυ Παρασκευής, με φίλους και πιάτα μόνο με ψάρι και θαλασσινά -τελευταία δοκίμασα το ψητό καλαμάρι ψητό με μαύρους γίγαντες Πρεσπών και μου άρεσε. Το χειμώνα, όταν θέλω να φάω κρέας, πηγαίνω στο Σέμπρικο για μοσχαρίσια σπαλομπριζόλα με λάδι τρούφας και μουστάρδα από μούστο και μοσχαρίσιο συκώτι. Αν πετύχω και μαντί με αρνίσιο κιμά και σως γιαουρτιού είναι το καλύτερο μου, γιατί μου θυμίζει το μαντί της γιαγιάς μου Ελισσάβετ, που την λάτρευα και αυτήν και το μαντί της. Μου αρέσει πολύ και το street food. Έτρωγα και τρώω από το δρόμο, πολύ πριν γίνει μόδα. Αγαπημένο μου "βρώμικο" ο Ζυγός στην οδό Λαγκαδά, στη Σταυρούπολη. Τα σερβίρουν όλα διπλά, αγοράζω πάντα διπλό σουβλάκι, ψωμάκι απ’ όλα. Όταν θέλω να χαλαρώσω με το γιο μου και να διαβάσουμε κόμικς τρώγοντας πάμε στο Estrella. Αν και είμαστε φίλοι με την Μαρία και τον Κώστα δεν κλείνω φυσικά τραπέζι, περιμένω υπομονετικά στην ουρά και περιχύνω τις λιωμένες σοκολάτες στα pancakes. Τελευταία μου αδυναμία το rainbow pancake!

Βγαίνω μόνο στο κέντρο και βράδυ στο Urban στη Ζεύξιδος. Μου αρέσει που παίζει εναλλακτική μουσική, που έχει αντικείμενα design, πάντα θα βρω κάποιον γνωστό να μιλήσω και να γελάσουμε παρέα. Ο Θανάσης, ένας εκ των ιδιοκτητών, είναι φίλος και μου φτιάχνει τα καλύτερα κοκτέιλ. Εγώ δε μιλάω μου σερβίρει αυτός, ξέρει καλύτερα. Τις κρύες νύχτες του χειμώνα, ιδιαίτερα κάτι Παρασκευές μετά από μια δύσκολη εβδομάδα, πηγαίνω και στο Defacto για να πιω ένα ουίσκι μόνη στο μπαρ. Νομίζω είναι το μόνο μπαρ στη Θεσσαλονίκη που μπορώ να κάτσω μόνη, ανενόχλητη στο μπαρ και να πιω ένα ποτό, χωρίς να αισθανθώ περίεργα ή μοναχικά. Μου αρέσει και ο Θερμαϊκός την ώρα που δύει ο ήλιος για παγωμένη μπύρα μετά τη δουλειά, τότε που περνάνε όλοι στο σχόλασμα να "κλέψουν" λίγο δειλινό στην παραλία...

Αποτελεί σχεδόν ιεροτελεστία μια βόλτα στο κέντρο μετά τη δουλειά, με καφέ στο χέρι πάντα. Το περπάτημα με βοηθά να βάζω τις σκέψεις μου σε μια σειρά ή καλύτερα, να διώξω σκέψεις και στρες. Χαζεύω τις βιτρίνες στην Τσιμισκή, χαλαρώνω και επιστρέφω στις υποχρεώσεις του σπιτιού.  Μυστικό μέρος για μένα είναι και το μπλε Twingo που οδηγώ. Το έχω από το 1999 και είναι το μέρος που απομονώνομαι, που ακούω δυνατά μουσική, που κλαίω όταν είμαι πιεσμένη, που μιλάω στον εαυτό μου δυνατά. Το πήρα από δεύτερο χέρι και δε θέλω να το αποχωριστώ ποτέ. Νομίζω είναι το πρώτο και τελευταίο αμάξι που θα οδηγήσω. Όταν χρειάζομαι ηρεμία και ανατροφοδότηση, περπατάω από το σπίτι μέχρι τη Μονή Βλατάδων. Στη Μονή Βλατάδων ή Τσαούς Μοναστήρι όπως το αποκαλούμε οι κάτοικοι της περιοχής, η απόλυτη σιωπή με γαληνεύει, αδειάζει ο νους μου λες και έκανα ώρες γιόγκα. Είναι το μοναδικό μέρος στη Θεσσαλονίκη (αν εξαιρέσεις τις φωνές των παγωνιών) που συναντάς απόλυτη σιωπή. Κόβω δρόμο από τα σκαλοπάτια και πάω μέχρι τον Όσιο Δαυίδ. Επιστρέφοντας περνάω πάντα από την πλατεία Τσιτσάνη και ανεβαίνω τις σκάλες με την καλύτερη θέα στην πόλη. Αν έχω περισσότερο χρόνο, μου αρέσει η βόλτα και στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό. Κατεβαίνω με γρήγορο βήμα μπαίνω στον περίβολο και φεύγω με πιο νωχελικό ρυθμό, χαζεύοντας τις λουλουδιασμένες αυλές και τα παραδοσιακά σπίτια. Τα τελευταία χρόνια στη συγκεκριμένη γειτονιά άνοιξαν hostel και έχει πολλούς επισκέπτες και τουρίστες. Μετά τα εκατό σκαλιά κάνω στάση στο αγαπημένο μου παγκάκι στη στροφή εκεί που σταματούν τα τουριστικά λεωφορεία και βγάζουν φωτογραφίες οι τουρίστες. Όταν ήμουν μικρή, ο μπαμπάς μου δούλευε στην αναδάσωση του Σέιχ Σου, άνοιγαν μονοπάτια, και έτσι γνωρίζω το δάσος σαν την παλάμη του χεριού μου. Μέρες που είμαι πολύ στρεσαρισμένη, ανεβαίνω στο δάσος με τα πόδια και σε λίγα λεπτά είμαι μέσα στη φύση, ακούω πουλιά και αναπνέω οξυγόνο.

Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει η ιστορία της, οι συνοικίες πάνω από την Εγνατία, οι γειτονιές στην Ολύμπου και στους Δώδεκα Αποστόλους, Ανδρέα Κάλβου, Γλάδστωνος κλπ πίσω από τον Βαρδάρη, τα νεοκλασικά διατηρητέα κτίρια, τα μνημεία και η παραλία χειμώνα - καλοκαίρι, με όλα τα χρώματα του ουρανού. 

Στην πόλη θα ήθελα να αλλάξουν οι συγκοινωνίες! Οι φίλοι μου από την Αθήνα μου λένε συνεχώς, ότι η ζωή μας θα αλλάξει με το μετρό. Θα ήθελα καλύτερες αστικές συγκοινωνίες με ηλεκτροκίνητα αστικά! Έχω επισκεφθεί πολλές φορές τα Τρίκαλα για δουλειά και ρεπορτάζ και πραγματικά ζηλεύω όλες τις ιδέες τους -θέλω να τις κλέψουμε! Μια επιθυμία που θέλω να εκπληρωθεί, είναι να κάνω μπάνιο στο Θερμαϊκό, όπως ο μπαμπάς μου, που έμαθε να κολυμπά κάτω από τον Λευκό Πύργο. Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη Βαρκελώνη πριν χρόνια και είδα τον κόσμο να πηγαίνει στην παραλία για μπάνιο μετά τη δουλειά, κατάλαβα τι θα πει να ζει κανείς σε σύγχρονη πόλη. Και φυσικά θα ήθελα καθαρότερη Θεσσαλονίκη με λιγότερα σκουπίδια, περισσότερους καθαρούς, καινούργιους κάδους και ανακύκλωση -να γεμίσουμε με μπλε και καφέ κάδους ανακύκλωσης και για τα οργανικά υλικά.

Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν... Σελανίκ, Σολούν, Σαλονίκ.

Φωτογραφία πορτρέτου: Άρης Ράμμος