Στο προηγούμενο άρθρο μου, αναφέρθηκα στις συναισθηματικές επιπτώσεις της παιδικής κακοποίησης στο παρόν και το μέλλον του θύματος, καθώς και στους παράγοντες που μπορεί να τις επιβαρύνουν. Ένα θέμα όμως για το οποίο οι γονείς με ρωτούν συχνά, είναι αν υπάρχει τρόπος να καταλάβουν αν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο παιδί τους.
Λαμβάνοντας υπόψη τα σοβαρά αποτελέσματα της όποιας μορφής κακοποίησης στην ψυχή ενός παιδιού, είναι αναμενόμενο το να επηρεαστεί από αυτά και η συμπεριφορά του ή τουλάχιστον κάποιοι τομείς της ζωής του.
Τρόποι που εξωτερικεύεται η αλλαγή στην αυτο-εικόνα του θύματος
Σε έναν άνθρωπο στον οποίο ασκείται βία, το πρώτο που αρχίζει να αλλάζει, είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Αυτό συμβαίνει γιατί η κακοποίηση, είτε σεξουαλική, είτε λεκτική, είτε σωματική, είναι πάντα και συναισθηματική. Είναι η επιβολή της εξουσίας κάποιου ισχυρότερου στο σώμα και στην ψυχή του. Ιδιαιτέρως ένα παιδί, που δεν έχει ακόμη κατασταλάξει σε θέματα αναφορικά με την ύπαρξη του, είναι πολύ πιο ευάλωτο στο να κατηγορήσει τον εαυτό του για ότι συμβαίνει και να αναλάβει την ευθύνη.
Αυτή η αλλαγή στην αυτο-εικόνα μπορεί να εξωτερικευτεί με διάφορους τρόπους:
- Το παιδί μπορεί να αρχίσει να κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, μη μπορώντας λόγω φόβου και ντροπής, να μιλήσει γι αυτά που πραγματικά το απασχολούν και δυσκολεύουν.
- Να φαίνεται περισσότερο αφηρημένο, λιγομίλητο και απόμακρο.
- Είναι πολύ πιθανό να αρχίσει να αμελεί τις υποχρεώσεις του, να μειώνονται οι σχολικές του επιδόσεις και να χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του για τις εξωσχολικές δραστηριότητες, ενώ θα αρχίσει να τις αντικαθιστά με άλλα ενδιαφέροντα που είτε έχουν λιγότερες απαιτήσεις, είτε το απομονώνουν.
- Μπορεί να αλλάξει παρέες, επιλέγοντας άτομα που θα θεωρεί πως θα το αποδέχονταν έχοντας λιγότερες προσδοκίες και που ανήκουν σε περιθωριοποιημένες ομάδες.
- Κάτι που μπορεί επίσης να επηρεαστεί, είναι η σχέση του με το φαγητό και τον ύπνο.
Όλα αυτά βέβαια είναι γενικές κατευθύνσεις και κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, τόσο λόγω της ατομικής ιδιαιτερότητας του κάθε παιδιού, του περιβάλλοντος του, αλλά και της μορφής της βίας που δέχεται. Υπάρχουν διαφορές αν η βία είναι σεξουαλικής φύσης ή αν πρόκειται για σχολικό bullying, αλλά η κακοποίηση έχει πάντα συνέπειες στην ψυχή του θύματος.
Ο ρόλος του γονέα και η σχέση εμπιστοσύνης
Το πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός παιδιού, παίζουν οι άνθρωποι που απαρτίζουν το στενό του οικογενειακό περιβάλλον. Εκείνοι είναι που θα του μάθουν, κυρίως μέσα από το παράδειγμα τους, πόση αξία έχει το ίδιο, πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις και η επικοινωνία των ανθρώπων, ποια πρέπει να είναι τα όρια του, τι επιτρέπεται και τι όχι.
Η απάντηση λοιπόν στις ερωτήσεις των γονέων που απευθύνονται σε εμένα και αγωνιούν να καταλάβουν αν το παιδί τους δέχεται βία ή προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις αλλαγές στη συμπεριφορά του, είναι πως ο μοναδικός τρόπος για να αισθάνονται κάποια ασφάλεια, είναι το να χτίζουν μια σχέση εμπιστοσύνης με αυτό. Το είδος της σχέσης που θα του επιτρέπει να απευθυνθεί σε εκείνους, αν κάτι άσχημο συμβεί. Τι σημαίνει όμως σχέση εμπιστοσύνης; Αν αναλογιστούμε και ως ενήλικες σε ποιους ανθρώπους αισθανόμαστε άνετα να απευθυνθούμε όταν έχουμε να πούμε κάτι δυσάρεστο ή κάτι για το οποίο ντρεπόμαστε, θα κατανοήσουμε πως το βασικό στοιχείο της εμπιστοσύνης, είναι η έλλειψη κριτικής διάθεσης από μέρους του συνομιλητή μας. Και όταν αναφέρομαι στην κριτική διάθεση, δεν εννοώ πως δεν πρέπει ο ενήλικας να επισημάνει αυτό που δεν θεωρεί σωστό, αλλά η κριτική να μην είναι απέναντι στο παιδί ως προσωπικότητα. Είναι τελείως διαφορετικό να εκφράσει κάποιος την αντίθεσή του για ένα συγκεκριμένο περιστατικό ή συμπεριφορά, να την τεκμηριώσει και συζητήσει, από το να φωνάξει, προσβάλει και προσδώσει χαρακτηρισμούς που αναφέρονται στο παιδί ως σύνολο και όχι μόνο αναφορικά με τη συγκεκριμένη πράξη του.
Σημαντικό επίσης στοιχείο μια σχέσης που διέπεται από αμοιβαία εμπιστοσύνη, είναι να αισθάνονται τα μέλη της πως τα συναισθήματα του ενός δεν θα αλλάξουν από τα λεγόμενα του άλλου. Αυτό σημαίνει πως ένα παιδί θα πρέπει να είναι σίγουρο πως ότι κι αν πει στον ενήλικο, δεν θα αλλάξει γνώμη για εκείνο, δεν θα σταματήσει να το αγαπάει. Αν και ο γονέας πιθανόν να το θεωρεί αυτονόητο, άθελα του μπορεί να περάσει διαφορετικό μήνυμα όπως π.χ. φωνάζοντας, κατηγορώντας ή κρατώντας μούτρα στο παιδί, όταν του εμπιστευτεί κάτι με το οποίο δεν συμφωνεί.
Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια σχέση, χτίζεται σταδιακά από τη γέννηση ακόμα του παιδιού. Ποτέ όμως δεν είναι αδύνατο να αλλάξει. Όπως συνηθίζω να λέω στους γονείς, υπάρχει κι εδώ μια ζυγαριά, όσο περισσότερα πράγματα λείπουν από τη μία της πλευρά, τόσο περισσότερα χρειάζεται να προστεθούν για να ισορροπήσει. Αυτό σημαίνει πως όσα περισσότερα αρνητικά έχουν συμβεί με την πάροδο του χρόνου, όσο περισσότερο συναίσθημα έχουν στερήσει, όσο περισσότερη αποδοχή, τόσο περισσότερο χρειάζεται να προσπαθήσουν αν θέλουν να δημιουργήσουν μια σχέση που θα λειτουργήσει ως παρακαταθήκη για το μέλλον όλων.
Η θέση της ψυχοθεραπείας
Η αλλαγή όμως πάντα ξεκινάει από την αποδοχή. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς θα πρέπει αρχικά να αποδεχτούν πως η σχέση τους με το παιδί τους δεν έχει εξελιχθεί όπως θα ήθελαν και πως αυτό είναι κατά κύριο λόγο, δική τους ευθύνη. Τότε είναι πολύ βοηθητικό να απευθυνθούν σε κάποιον ψυχοθεραπευτή για να τους συμβουλέψει πως μπορούν να βελτιώσουν τις υπάρχουσες συνθήκες. Επίσης, αν ένα παιδί έχει υποστεί την όποια μορφή κακοποίησης, τόσο από τους ίδιους όσο και από τρίτους, είναι απαραίτητο να ξεκινήσει κι εκείνο συνεδρίες με κάποιον ψυχοθεραπευτή, ιδιαιτέρως με κάποιον που έχει εξειδικευτεί και χρησιμοποιεί τις τέχνες στη θεραπευτική διαδικασία. Ο λόγος είναι να βρει το παιδί έναν ασφαλή χώρο να εκφράσει τα συναισθήματα του και να βελτιώσει την αυτο-εικόνα του. Η συνεργασία του θεραπευτή με τους γονείς θα δώσει τα βέλτιστα αποτελέσματα.
Η σχέση των γονέων με τα παιδιά τους, πρέπει να είναι μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού. Όταν υπάρχει μια τέτοια βάση, το παιδί θα αισθάνεται ασφαλές να απευθυνθεί σε εκείνους αν συμβαίνει κάτι που το δυσκολεύει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, πως τα παιδιά που θυματοποιούνται, είναι ως επί το πλείστον εκείνα που ο θύτης πιστεύει πως δεν θα απευθυνθούν σε κάποιο ενήλικα για βοήθεια. Είτε αναφερόμαστε σε ενδοσχολική βία, είτε σε σεξουαλική κακοποίηση, είτε σε οποιαδήποτε άλλη μορφή κακοποίησης, αν οι γονείς είναι συναισθηματικά κοντά στο παιδί τους, θα μπορέσουν να παρατηρήσουν τις όποιες αλλαγές στη συμπεριφορά του. Είναι πολύ σημαντικό για τον οποιονδήποτε άνθρωπο, ανεξαρτήτως ηλικίας, να αισθάνεται πως υπάρχει κάποιος που θα τον πιστέψει, που θα τον ακούσει χωρίς να τον κρίνει και που θα προσφέρει αβίαστα τη βοήθεια του όταν χρειάζεται. Όσον αφορά τα παιδιά, ο ρόλος αυτός ανήκει στους γονείς!
Bio
Η Ροζελίνα Φιλιππίδου ξεκίνησε ως χορεύτρια και τελείωσε την Ανώτερη Επαγγελματική Σxολή Χορού του Δήμου Σταυρούπολης. Στη συνέχεια, απέκτησε πτυχίο ψυχολογίας (BSc Honours in Psychology) και μεταπτυχιακούς τίτλους στη Θεραπεία Μέσω Θεάτρου και Κίνησης (Drama and Movement Therapy) και στις Μεθόδους Έρευνας στην Ψυχολογία (MSc Psychological Research Methods). Έχει επίσης εκπαιδευτεί στη μέθοδο τραυματοθεραπείας EMDR. Έχει συμμετάσχει με παρουσιάσεις, εργαστήρια και ως μέλος επιστημονικών επιτροπών σε πλήθος εθνικών κι ευρωπαϊκών συνεδρίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης, αρθρογραφεί περιστασιακά σε περιοδικά κι εφημερίδες. Ως ψυχοθεραπεύτρια έχει εργαστεί με παιδιά, εφήβους και ενήλικες σε θεραπευτικά κέντρα, ψυχιατρικές κλινικές, στέγες ανηλίκων, στο ψυχιατρικό τμήμα του Ιπποκρατείου Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και είναι επιστημονική συνεργάτης της Β’ Ψυχιατρικής Κλινικής Α.Π.Θ. Διατηρεί ιδιωτικό γραφείο στη Θεσσαλονίκη, όπου διεξάγει ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες δια ζώσης και διαδικτυακά. Επίσης είναι επιστημονική υπεύθυνη του ινστιτούτου ΕΠΙΝΕΙΟ, όπου παρέχονται όλες οι θεραπευτικές υπηρεσίες σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες. Είναι μέλος του Ελληνικού Συλλόγου Θεραπευτών μέσω Τέχνης, του BADTh (British Association of Dramatherapists) και του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων.