fbpixel

Search icon
Search
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μιλάει για την επιτυχία του στη «Σκοτεινή Θάλασσα», τη μητέρα του Φιλαρέτη Κομνηνού και τους «άσους» στο μανίκι του
MAGAZINE

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μιλάει για την επιτυχία του στη «Σκοτεινή Θάλασσα», τη μητέρα του Φιλαρέτη Κομνηνού και τους «άσους» στο μανίκι του

Σε μια συνέντευξη εφ' όλης της ύλης


Με το έντονο πνεύμα του σε συνεπαίρνει αμέσως σ’ έναν διάλογο με ουσία και βάθος. Αρκετά λεπτά συζήτηση επί παντός επιστητού και, μόλις το φέρνει η κουβέντα, του θέτω την πρόκληση να επιλέξει ανάμεσα σε σκηνοθεσία, υποκριτική και μουσική, κρατώντας μόνο ένα από αυτά. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου απαντά με ειλικρίνεια πως πλέον τού είναι τρομερά δύσκολο να βάλει διαχωριστικές γραμμές. «Όταν σκηνοθετώ, σκέφτομαι ταυτόχρονα και ως ηθοποιός και ως μουσικός. Όταν κάνουμε μια συναυλία, είμαι ο ίδιος άνθρωπος που έχω γυρίσει από μια θεατρική πρόβα ή ένα γύρισμα. Νομίζω ότι θα ήμουν βαθιά ελλιπής, αν κάποια στιγμή έκανα μόνο ένα από τα τρία», δηλώνει. Ο ίδιος, μια προσωπικότητα με χιούμορ, ένας ευαίσθητος υπηρέτης της τέχνης του θεάτρου, αλλά και ένας μουσικός δημιουργός που απολαμβάνει να στήνει το δικό του πάρτι, είναι ακούραστος, τολμηρός, ενώ του αρέσει να εμπνέει και να εμπνέεται. Κάπου εδώ, μου αποκαλύπτει πως τρέφει και μια ιδιαίτερη αγάπη για τα ταξίδια, και καθόλου έκπληξη δε μου προκαλεί! Από το road trip στο Μαρόκο, που ξεχωρίζει για τις μοναδικές ομορφιές του, μέχρι τις ξέγνοιαστες στιγμές στα ελληνικά νησιά, η περιπέτεια της ανακάλυψης νέων τόπων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Σε μια από αυτές τις περιπλανήσεις του, μάλιστα, ένα καλοκαίρι που βρέθηκε για διακοπές με την αδερφή του στη Σύρο, συνάντησε και τη σύζυγό του και ταλαντούχα ηθοποιό, Δανάη Μιχαλάκη. Εκεί τη γνώρισε για πρώτη φορά, αφού δεν είχαν βρεθεί ποτέ από κοντά, ούτε επαγγελματικά. 

Το φετινό καλοκαίρι, το ζευγάρι θα συνεργαστεί για πρώτη φορά επί σκηνής στην «Αντιγόνη», που ανεβαίνει στην Επίδαυρο, ακολουθώντας περιοδεία ανά την Ελλάδα. Αυτήν την εποχή, ο Γιώργος σκηνοθετεί τρία έργα, πρωταγωνιστεί στη «Σκοτεινή Θάλασσα» του MEGA και βρίσκεται να το διασκεδάζει στα μουσικά shows που ζωντανεύει παρέα με τους Polkar, την ξέφρενη μπάντα του. Ταυτόχρονα, είναι σε συζητήσεις για κάτι νέο τηλεοπτικά, ενώ έχει ήδη στο πίσω μέρος του μυαλού του τι θα φέρει στο θέατρο την επόμενη χρονιά. Εν αναμονή, λοιπόν, και τα καλύτερα έρχονται!

Τι σας κερδίζει σ’ ένα έργο, ώστε να αποφασίσετε να αναλάβετε τη σκηνοθεσία του; 

Η επιλογή είναι -και οφείλει να είναι- προσωπική. Νιώθω τυχερός γιατί -άμεσα ή έμμεσα- συνδέομαι προσωπικά με ό,τι έχω αναλάβει σκηνοθετικά. Η αγωνία μου είναι συνολική: από τη φροντίδα για την ερμηνεία ενός ηθοποιού, μέχρι την ευθύνη για τον λόγο που ανεβαίνει μία παράσταση. Κάθε φορά προσπαθώ να ανιχνεύσω τα αίτια που ένα έργο μπορεί να παρουσιαστεί σήμερα. Αυτά μπορεί καμιά φορά να είναι κοινωνικοπολιτικά ή και καθαρά προσωπικά - ότι έχω εμμονή με ένα έργο, για παράδειγμα. Όταν μπαίνω σε αυτήν τη διαδικασία, με πιάνει μια έγνοια να βοηθήσω τον καλλιτέχνη που έγραψε το σενάριο ν’ ακουστεί στο τώρα, χωρίς να του αλλάξω την πρόθεση.

Η παράσταση «Αρίστος» που σκηνοθετείτε παίζεται σταθερά εδώ και 4 χρόνια. Στη συγκυρία της πανδημίας κιόλας, αυτό συνιστά πρωτοφανή επιτυχία. Ποια θεωρείτε ότι ήταν τα στοιχεία που την έκαναν να ξεχωρίσει; 

Έχει να κάνει καταρχάς με μια ιστορία συγκλονιστική. Η τελευταία φράση που είπε ο Παγκρατίδης πριν πεθάνει, το «μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος», ήταν ο λόγος που η αφήγηση με «γράπωσε» συθέμελα. Η συγκεκριμένη παράσταση κατάφερε να εντοπίσει τον πυρήνα του συγγραφέα και να τον βοηθήσει ν’ αναδειχθεί. Είναι μια πλοκή γεμάτη χώμα, αίμα, πάθη - ένα κράμα εικόνων, συναισθημάτων και ατμόσφαιρας, που ένιωσα ότι έπρεπε να αποτυπωθεί επί σκηνής με τον πιο «θεατρινίστικο» τρόπο. Αυτός ο δρόμος απαιτεί μεγάλη δουλειά στη λεπτομέρεια. Κι αν θέλεις, δικαιώθηκε αυτός ο κόπος. Σε μια εποχή που αρέσκεται σε εικόνες, ο θεατής μπορεί εντέλει να αφουγκραστεί μια παράσταση στην οποία ο ηθοποιός κάθεται μπροστά του, ψήνει ελληνικό καφέ και του μιλάει από τα βάθη της ψυχής του.

Σε αυτήν την παράσταση συνεργάζεστε τα τελευταία δύο χρόνια και με τη μητέρα σας, Φιλαρέτη Κομνηνού. Πώς είναι αυτή η συνάντηση; 

Πρόκειται για την πρώτη μας συνεργασία! Στην αρχή φαινόταν «βουνό» το να μπορέσουμε να υπερπηδήσουμε την προσωπική σχέση, να σταθούμε ως επαγγελματίες. Αλλά, επειδή έγινε σ’ έναν πολύ κλειστό κύκλο ανθρώπων, όλοι λειτουργήσαμε σαν μια αγκαλιά. Ήταν μια διαδρομή που έγινε πιο εύκολη, λόγω της συνθήκης και του στόχου που είχαμε.

Τώρα, στο «Δεσποινίς Μαργαρίτα», ακολουθείτε μια διαφορετική προσέγγιση, χαρίζοντας στον Πάνο Παπαδόπουλο τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο. Τι σας οδήγησε σε αυτήν την επιλογή; 

Αποφασίσαμε να ανεβάσουμε το εμβληματικό έργο του Ατάιζερ, θέλοντας να προτείνουμε μια διαφορετική οπτική, η οποία προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον πυρήνα του έργου με έναν δικό μας τρόπο. Το χιούμορ κι οι αγωνίες της πρωταγωνίστριας συνδέονται με δικές μας. Ταυτόχρονα, το πλαίσιο της παράστασης δεν έχει φύλο. Η δική μας «Δεσποινίς Μαργαρίτα» είναι ένας άντρας ηθοποιός, που ερμηνεύει απλά έναν γυναικείο ρόλο. Δεν υποδύεται τη γυναίκα, αλλά και δεν την αλλάζει ως προς το φύλο της. Έχουμε πλάσει έναν άφυλο χαρακτήρα, γιατί στ’ αλήθεια αυτά που πραγματεύεται το έργο δεν έχουν γένος. Δεν είναι ένα ανέβασμα γυναικείου ενδιαφέροντος ούτε αντρικού, αλλά ανθρώπινου.

dsc-1426.jpg
Τ- shirt και πουκάμισο, Tommy Hilfiger

Από την άλλη, ο «Αυτόχειρας» του Νικολάι Έρντμαν, που θα ανεβάσετε σύντομα στο Θέατρο Ρεξ, φαίνεται να είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Ποια σημεία του βλέπετε να επηρεάζουν ή να στέκονται στο σήμερα;

Είναι ένα έργο που προς μεγάλη μου έκπληξη έχει παιχτεί πολύ λίγες φορές, παρόλο που είναι αριστουργηματικό. Έχει ένα καυστικό και σαρδόνιο χιούμορ, το οποίο σπάνια συναντάω. Αυτό που με έκανε να συνδεθώ μ’ αυτό ήταν το υπόβαθρό του, η υπαρξιακή κραυγή αγωνίας του κεντρικού πρωταγωνιστή στην εποχή της απόλυτης καταπίεσης επί του σταλινικού καθεστώτος, όπου ακόμη κι ο θάνατος είχε εργαλειοποιηθεί από το σύστημα. Η ματαίωση που ένιωσε ο ίδιος ο συγγραφέας -ο οποίος μην ξεχνάμε ότι πίστεψε στην Οκτωβριανή Επανάσταση-, τον οδήγησε στην αναζήτηση της χαμένης του ουτοπίας. Ουσιαστικά, το έργο θέλει να μας φωνάξει: «Είναι πραγματικά αυτή η ζωή που ονειρευτήκαμε, παιδιά;». Όταν με το καλό ανέβει, θα καταλάβουν οι θεατές πως δεν είναι μια ιστορία καθημερινότητας, αλλά μια γιορτή για το θέατρο, ένα έργο που μπορεί να «μιλήσει» στο σήμερα με τις όποιες πολιτικές εξελίξεις.

Η ζωή είναι όντως μια ουτοπία; 

Γιατί τον τελευταίο καιρό πολλοί θα πουν ότι επιβιώνουμε και δε ζούμε… Σου απαντάω αμέσως πως «ναι». Η ζωή δεν είναι και δε θα είναι όπως την ονειρευόμασταν μικροί. Δεν υπάρχει ούτε ο κόσμος που φανταστήκαμε, ούτε η αλλαγή που περιμέναμε εντέλει ήρθε. Παίζουμε το παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες και περιμένουμε πότε θα έρθει η ώρα μας να κουραστούμε. Αν δεν τα καταφέρουμε να πιάσουμε μια θέση, βγαίνουμε εκτός συστήματος. Ο μόνος τρόπος είναι να αναπαράγω μέσω της τέχνης μου και της ζωής μου τη δική μου ουτοπία, που αποτελείται από πράγματα που ξέρω πως δεν υπάρχουν πια: η Ελλάδα που αποτύπωσε στις ταινίες του ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και στα βιβλία του ο Θωμάς Κοροβίνης, η χώρα που έχω σε φωτογραφίες στο λούνα παρκ της Θεσσαλονίκης του ‘80 μαζί με τον πατέρα μου.

Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, παραδεχόμαστε ότι οι καλλιτέχνες έρχονται να συμπληρώσουν αυτό το κενό που υπάρχει στον κόσμο. Εσείς έτσι αντιλαμβάνεστε τον ρόλο σας; 

Ο καλλιτέχνης μπορεί να λειτουργήσει σαν ένας καθρέφτης, να δείξει στον θεατή έναν δρόμο ή να του φανερώσει μία ιστορία. Από τα πιο μαγικά πράγματα που είδα να συμβαίνουν στην τέχνη μου είναι ότι, μετά τον «Αρίστο», ένα κομμάτι της κοινωνίας αναζήτησε την πραγματική ιστορία του ήρωά του, και υπήρξε μάλιστα κι ένας υποστράτηγος, ο οποίος τελευταία έγραψε ένα βιβλίο, στο οποίο φανερώνει τον πραγματικό «Δράκο του Σέιχ Σου», με αφορμή την παράσταση. Αυτό για μένα ήταν η απόδειξη πως το θέατρο μπορεί όντως ν’ αλλάξει κάτι.

Έχετε, λοιπόν, πίστη στις δυνατότητες της τέχνης; 

Ναι, αλλά δε νομίζω ότι όλο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με έναν τρόπο άμεσο. Η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως το αντίδοτο του υπνωτισμού που προσφέρουν τα social media. Το θέατρο προσφέρει τη σύνδεση με την πραγματική ζωή.

Εσείς χρησιμοποιείτε τα social media; 

Πάρα πολύ! Πιστεύω πως είμαι κι εγώ θύμα της εποχής. Νιώθω πως τα θέλουμε όλα γρήγορα, εύκολα και στο περίπου.

Στη «Σκοτεινή Θάλασσα» ερμηνεύσατε τον ρόλο ενός διπολικού, μπαίνοντας βαθιά μέσα στην ψυχολογία του. Τι ανακαλύψατε μέσα από αυτήν την εμπειρία; 

Είχα από δίπλα μου μια ψυχιατρική έρευνα που βάλαμε στο τραπέζι κι αρχίσαμε να μελετάμε, για να προβάρουμε τον «Χρήστο». Παράλληλα, με βοήθησε πάρα πολύ κι ένας διπολικός, για μια πιο άμεση σύνδεση με το τι σημαίνει αυτή η πάθηση. Ανακάλυψα ότι ένα τέτοιο άτομο είναι πλήρως λειτουργικό, που φέρει το στίγμα του επικίνδυνου χωρίς στ’ αλήθεια να είναι. Γενικά, στο συμπεριφορικό μας κομμάτι μαθαίνουμε να λειτουργούμε ως ένα κοινωνικό σύνολο. Όμως, αυτή η αρμονία πολλές φορές είναι βαρετή. Γι’ αυτό και ρόλοι όπως αυτός έχουν ενδιαφέρον για τον θεατή, διότι ξαφνικά βλέπει κάτι που ξεφεύγει από τη νόρμα.

Κι η μουσική, πώς προέκυψε στη ζωή σας; 

Σε πολύ νεαρή ηλικία άρχισα να ασχολούμαι με συγκροτήματα και να φτιάχνω μπάντες. Ουσιαστικά, έβαλα τη μουσική στη ζωή μου ξανά τα τελευταία 7-8 χρόνια, ως μια ανάγκη να εκπληρώσω ένα εφηβικό απωθημένο. Με τους Polkar βρίσκω την αφορμή να γλεντάω. Κάθε συναυλία μας είναι μια γιορτή, κι εμείς τα δίνουμε όλα!

Credits 

Κεντρική Φωτογραφία: Τ- shirt και πουκάμισο, Tommy Hilfiger

Φωτογραφία: Oλυμπία Κρασαγάκη

Styling: Αντριάνα Λύρου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022