fbpixel

Search icon
Search
O Φίλιππος Τσαγκρίδης μάς υποδέχεται στο κομψό διαμέρισμά στου στο Κολωνάκι που είναι «πλημμυρισμένο» από Τέχνη
MAGAZINE

O Φίλιππος Τσαγκρίδης μάς υποδέχεται στο κομψό διαμέρισμά στου στο Κολωνάκι που είναι «πλημμυρισμένο» από Τέχνη

Και μας μιλά, μεταξύ άλλων, για το πάθος του για το design


Ο διευθύνων σύμβουλος της ναυτιλιακής εταιρίας Magna Marine Inc., και παράλληλα καινοτόμος επιχειρηματίας της γαστρονομίας, Φίλιππος Τσαγκρίδης, μας υποδέχεται στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι, όπου αποδεικνύεται περίτρανα η ειλικρινής αφοσίωση και αγάπη του για την Τέχνη και το design.

Η περιοχή της Αθήνας που συνέβαλε στην ενηλικίωσή σου, ποια είναι; Το εξωτερικό περιβάλλον διαμορφώνει πλευρές και επιλογές μας;

Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Βουλιαγμένη. Είχα την τεράστια τύχη να βλέπω τη θάλασσα από το υπνοδωμάτιό μου, κάτι που δεν είναι αυτονόητο για ένα παιδί που μεγαλώνει σε πρωτεύουσα. Αλλά η Αθήνα είναι μια ιδιόμορφη πρωτεύουσα, η πιο κοντινή στη θάλασσα, στην Ευρώπη τουλάχιστον. Αυτό και μόνο διαμορφώνει τη σχέση σου με τον έξω κόσμο. Όταν μεγαλώνεις με ορίζοντα το μπλε και όχι μόνο το τσιμέντο, ο τρόπος που φαντάζεσαι τη ζωή αλλάζει. Το εξωτερικό περιβάλλον έχει τη δύναμη να ανοίγει
διάπλατα τους ορίζοντές μας. Και η θάλασσα της Αθήνας ήταν και παραμένει ένας τέτοιος ορίζοντας για μένα.

Η ξύλινη βιβλιοθήκη μετατρέπεται σε μια μικρή γκαλερί Τέχνης, με έργα των Emmanouil Bitsakis, HOPE, Aglaé Liberaki, Yannis Moralis, David Sampethai και Woozy (Vaggelis Hoursoglou) να συνθέτουν ένα εκλεκτικό εικαστικό σύνολο.
Το ιδιαίτερο έργο (Shitstorm, 2012) του Panayiotis Loukas συνδιαλέγεται δυναμικά με τα stools (model no.26, c. 1972) σε σχέδιο του T.H. Robsjohn-Gibbings για τον Saridis of Athens και τα τρία μικρότερα έργα των Theodoros Giannakis (Unfinished aka gorgoneion complex, 2019), Tassos Pavlopoulos (Natural Life and Style, 2011) και Alekos Fassianos (Untitled, 1961).

Πώς «εκπαιδεύτηκες» στην αισθητική, την Τέχνη και τις πολιτιστικές αναζητήσεις;

Από τον παππού μου και τη μητέρα μου, χωρίς αμφιβολία. Μεγάλωνα σε ένα σπίτι όπου η Τέχνη ήταν παρούσα σχεδόν σε κάθε συζήτηση. Οι εικόνες, οι ήχοι, οι αναφορές στην Ιστορία, στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στα εικαστικά υπήρχαν γύρω μου σαν φυσικό τοπίο. Μπορεί να μην καταλάβαινα πάντα ακριβώς τι έλεγαν ή τι εννοούσαν, αλλά τα ερεθίσματα λειτουργούσαν μέσα μου αθόρυβα, σαν μικροί σπόροι που κάποια στιγμή βρήκαν τον τρόπο να ανθίσουν. Έμαθα να ακούω, να παρατηρώ, να σέβομαι την έκφραση. Δεν είναι ότι προσπάθησαν να μου διδάξουν την Τέχνη σαν μάθημα. Μου τη μετέδωσαν σαν τρόπο ζωής.

Τι εντόπισες στον προσωπικό σου, πλέον, χώρο κατοικίας στο κέντρο της Αθήνας;

Μένω σ’ ένα σπίτι στο Κολωνάκι, το οποίο νοικιάζω μέχρι να ετοιμαστεί το δικό μου. Παρ’ όλα αυτά, έχει γίνει πραγματικά δικός μου χώρος. Έχω αγαπήσει το σπίτι και τη γειτονιά. Το Κολωνάκι έχει αυτήν την ιδιαίτερη ενέργεια: μπορείς να ζήσεις έντονα αλλά και να απομονωθείς. Μου προσφέρει μια έντονη κοινωνική ζωή, αλλά ταυτόχρονα νιώθω πως ανήκω σε μια μικρή κοινότητα, σχεδόν «γειτονιά» με την παλιά έννοια. Μου αρέσει η τοποθεσία, το φως, οι άνθρωποι που συναντώ καθημερινά. Ζω εδώ από το 2013 και, ακόμα κι αν αυτό το σπίτι είναι προσωρινό, τίποτα δεν μου φαίνεται προσωρινό σε αυτό που ζω εδώ.

Ο Φίλιππος Τσαγκρίδης στον χώρο της τραπεζαρίας, μπροστά από τα έργα των Jannis Varelas (The Apple Eater, 2017), Panos Tsagaris (All of me is you, 2022) και Antonis Donef (Untitled, 2022).
Δύο έργα (Untitled, 2023) σε έντονα χρώματα του Philippos Theodorides δεσπόζουν στον χώρο της τραπεζαρίας μαζί με το έργο (Mr Tulumba, 2012) του Dionisis Kavallieratos.
Στην κρεβατοκάμαρα τα δύο έργα του Steve Gianakos (My Place is Real Tiny, 1985 και She could be really artsy fartsy, 1992) λειτουργούν ως εικαστικές αναφορές που ενισχύουν τον χαρακτήρα του χώρου.

Με ποια κριτήρια επέλεξες έπιπλα, αντικείμενα και φωτιστικά;

Τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να συλλέγω design με περισσότερη προσήλωση και αγάπη. Πολλά από τα κομμάτια που με συγκινούν προέρχονται από τη δεκαετία του ’60. Ήταν μια εποχή στην οποία υπήρξε μεγάλη άνθηση του σύγχρονου design, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Αν και σήμερα υπάρχει ένα υπέροχο revival με νέα ταλέντα που κάνουν εξαιρετικά πράγματα, τότε είχαμε την τύχη να δούμε τη συνεργασία του Ελευθέριου Σαρίδη με τον T. H. Robsjohn Gibbings, μια σύμπραξη που άλλαξε ριζικά το τοπίο. Η συλλογή Klismos είναι για μένα σημείο αναφοράς. Συλλέγω κομμάτια της εδώ και χρόνια. Το σπίτι μου είναι σε μεγάλο βαθμό «ντυμένο» με τα υλικά, τις φόρμες και τα χρώματα εκείνης της εποχής. Στην Ελλάδα, δεν υπήρχε ιδιαίτερη παράδοση στον φωτισμό τότε, οπότε στράφηκα στο εξαιρετικό ιταλικό design. Πιο συγκεκριμένα, στον Angelo Lelii, που με κέρδισε με την ισορροπία ανάμεσα στο φως και το φαντασιακό.

Και σε ό,τι αφορά στα έργα Τέχνης;

Συλλέγω κυρίως έργα καλλιτεχνών της γενιάς μου, ανθρώπων που γνωρίζω προσωπικά, με τους οποίους έχουμε ζήσει, συζητήσει και μοιραστεί κοινά ερεθίσματα. Είναι σημαντικό για μένα να υπάρχει αυτή η άμεση σχέση, το νήμα ανάμεσα στον δημιουργό και το έργο που φέρνω στον χώρο μου. Τα έργα αυτά είναι κομμάτια ενός διαλόγου που συνεχίζεται κάθε μέρα μέσα στο σπίτι. Έχω, επίσης, κάποια υπέροχα δώρα από τη μητέρα και τον παππού μου. Αυτά έχουν μια ξεχωριστή συναισθηματική αξία. Δεν είναι μόνο όμορφα ή σημαντικά εικαστικά, είναι φορείς μνήμης, ιστοριών, στιγμών. Κουβαλάνε μέσα τους το βλέμμα των ανθρώπων που με διαμόρφωσαν. Και αυτό, νομίζω, δεν αντικαθίσταται με τίποτα.

Πότε ξεκίνησες τη δική σου συλλογή έργων Τέχνης;

Υπάρχουν καλλιτέχνες, Έλληνες ή διεθνείς, τους οποίους ακολουθείς και συλλέγεις φανατικά; Το πρώτο έργο της προσωπικής μου συλλογής ήρθε το 2008, και από τότε ξεκίνησε κάτι που εξελίσσεται σταθερά μέσα μου και γύρω μου. Με συγκινούν οι καλλιτέχνες της γενιάς μου, άνθρωποι που κουβαλούν παρόμοια ή διαφορετικά βιώματα, ρυθμούς και αναζητήσεις. Τους παρακολουθώ στενά, είτε είναι Έλληνες είτε ξένοι, και προσπαθώ να συλλέγω έργα τους όσο μου το επιτρέπουν οι συνθήκες. Δημιουργικά και, φυσικά, οικονομικά. Δεν λειτουργώ με γνώμονα την αγορά ή την τάση, αλλά με βάση το τι μου λέει το έργο, τι μου προκαλεί, τι με κάνει να επιστρέφω σε αυτό ξανά και ξανά. Κάποιοι από τους καλλιτέχνες που ακολουθώ έχουν φτάσει πλέον πολύ ψηλά και αυτό με γεμίζει χαρά, γιατί γνωρίζω από κοντά το ταξίδι τους. Όσο μπορώ να τους στηρίζω, θα το κάνω. Είναι σημαντικό να νιώθω πως η συλλογή μου συνομιλεί με τον καιρό μου και με τους ανθρώπους που τον διαμορφώνουν.

Έργο (PAT Portrait) του Konstantin Kakanias στο side table της συλλογής Klismos– New Classics (No 08, 1960's) σε σχέδιο του T.H. RobsjohnGibbings για τον Saridis of Athens.

Έχεις πλέον καταλήξει συνειδητά στο γιατί αγαπάς την Τέχνη;

Νομίζω πως δεν υπάρχει μία και μοναδική απάντηση στο «γιατί Τέχνη», και αυτό είναι το πιο μαγικό πράγμα που μπορείς να πεις γι’ αυτήν. Αγαπάω την Τέχνη γιατί δεν προσποιείται ότι έχει απαντήσεις. Δεν σου δείχνει τι να σκεφτείς, αλλά σου θυμίζει ότι μπορείς να σκεφτείς. Σε έναν κόσμο γεμάτο θόρυβο, εξηγήσεις και υπερανάλυση, προσφέρει κάτι σπάνιο: μια παύση. Μια ερώτηση χωρίς άγχος. Ένα βλέμμα προς τα μέσα, χωρίς καμία υποχρέωση να καταλάβεις. Η Τέχνη είναι ο πιο ανθρώπινος τρόπος να μείνεις ευάλωτος χωρίς να καταρρεύσεις. Είναι αυτό που αγγίζει τα κομμάτια σου, όταν δεν έχεις λόγια. Και όσο μεγαλώνω, το καταλαβαίνω όλο και περισσότερο: η Τέχνη, στην καλύτερη μορφή της, είναι μια πράξη αγάπης απέναντι στην ίδια την εμπειρία του να υπάρχεις. Ένας καθρέφτης που δεν δείχνει απλώς ποιος είσαι, αλλά σου θυμίζει ποιος μπορείς να είσαι.

Πέρα από την ενασχόλησή σου με τη ναυτιλία, αποφάσισες να επενδύσεις στην εστίαση με τρία διαφορετικά concepts. Από πού πηγάζει η αγάπη σου για τη γαστρονομία;

Πάντα θαύμαζα τη δύναμη που έχει το φαγητό γύρω από ένα τραπέζι. Εκεί, σε αυτήν την τόσο απλή και καθημερινή συνθήκη, συμβαίνουν οι πιο ουσιαστικές συνομιλίες. Ανοίγει η σκέψη, χτίζονται σχέσεις, προκύπτουν ιδέες, μοιράζονται συναισθήματα. Η ανθρώπινη διάσταση του φαγητού με συγκινεί βαθιά. Και ίσως αυτό είναι που με παρακίνησε να ασχοληθώ ενεργά με τη γαστρονομία. Κάθε project έχει πολύ διαφορετικό χαρακτήρα. Το Chicken Picnic ήταν το πρώτο μου βήμα, μια ιδέα που πίστεψα και αγάπησα πολύ. Κάτι άμεσο, καθημερινό, χαρούμενο. Νιώθω περήφανος που, μέσα από αυτό, είδα και άλλους να εμπνέονται και να ακολουθούν παρόμοια μονοπάτια. Αυτήν τη στιγμή, έχουμε βάλει μια άνω τελεία, και εξετάζουμε πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η ιδέα του. Η Ταβέρνα Οικονόμου, από την άλλη, ήταν για μένα ένα πολιτιστικό στοίχημα. Δεν τη βλέπω ως «μαγαζί» αλλά ως κομμάτι μιας ιστορίας που έπρεπε να συνεχιστεί. Τη διαχειρίστηκα με σεβασμό, σαν κάτι που πρέπει να παραμείνει ζωντανό, και όχι σαν κάτι που μου ανήκει. Δεν νιώθω ιδιοκτήτης της, αλλά υπεύθυνος να τη φροντίζω. Το Gallina, τέλος, είναι μάλλον η πιο προσωπική μου πρόταση. Είναι η αντανάκλαση της δικής μου αισθητικής, του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνομαι το φαγητό, τον χώρο, την εμπειρία. Εκεί, ένιωσα ότι μπορώ να εκφραστώ με απόλυτη ελευθερία και να συνδυάσω τη γεύση με την ατμόσφαιρα, τη φιλοξενία με τη λεπτομέρεια. Θέλω κάθε χώρος, κάθε γεύση, κάθε λεπτομέρεια, να λέει κάτι ειλικρινές και ας μην αρέσει σε όλους στην τελική. Και αν μπορεί να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει ή απλώς να προσφέρει μια όμορφη εμπειρία, τότε ναι, αυτή η προσωπική σφραγίδα, με όσα συνεπάγεται, άξιζε τον κόπο.

Το προσωπικό σου ενδυματολογικό στιλ πώς διαμορφώθηκε; Συχνά επιλέγεις να φοράς κουστούμια. Είναι η δική σου «στολή» ή συνειδητή επιλογή;

Είναι στολή. Και το λέω με τον καλύτερο τρόπο. Στην εταιρία, ακολουθώ το πρωτόκολλο που είχε ορίσει ο παππούς μου. Κουστούμι και γραβάτα, κάθε μέρα στο γραφείο. Είναι κάτι που σέβομαι απόλυτα και δεν το διαπραγματεύομαι, καθώς συμβολίζει μια συνέχεια, μια πειθαρχία, ένα ήθος που κουβαλά η ναυτιλία και που προσπαθώ να διατηρήσω ζωντανό.

Τι μάθημα ζωής πήρες από τον σπουδαίο παππού σου -ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας της ελληνικής ναυτιλίας-, Περικλή Παναγόπουλο;

Ο παππούς μου δεν έκανε ποτέ τίποτα με αυτοσκοπό το χρήμα. Δεν το κυνήγησε. Αντίθετα, θα έλεγα πως αυτό τον κυνηγούσε, καθώς εκείνος κυνηγούσε ιδέες. Ήθελε να αλλάξει τα πράγματα, να αφήσει πίσω του έναν τόπο καλύτερο απ’ αυτόν που βρήκε. Και το κατάφερε: εκτός από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής ακτοπλοΐας, προσέφερε χιλιάδες θέσεις εργασίας, στήριξε περιφερειακά λιμάνια, άνοιξε νέες γραμμές και μετέτρεψε την ακτοπλοΐα από αναγκαίο κακό σε ανταγωνιστικό, ποιοτικό μέσο μεταφοράς. Θυμάμαι έντονα την αφοσίωσή του. Δεν είχε off mode. Είτε συζητούσε για στρατηγική, είτε για το φαγητό στο πλοίο, έδειχνε την ίδια προσήλωση. Με έμαθε πως ό,τι κάνεις, αν δεν το κάνεις ολόψυχα, μην το κάνεις καθόλου. Το μεγαλύτερο μάθημα; Να σκέφτεσαι μακριά, αλλά να πράττεις με ακρίβεια. Να μη σε νοιάζει η εντύπωση, αλλά το αποτύπωμα. Και κυρίως, να μη χτίζεις πράγματα για να τα κοιτάς εσύ, αλλά για να τα βρουν οι επόμενοι. Και αν σήμερα προσπαθώ να χαράξω τη δική μου διαδρομή, δεν είναι για να του μοιάσω. Είναι γιατί μου έμαθε να μη φοβάμαι να είμαι ο εαυτός μου. Αυτό είναι για μένα η πραγματική κληρονομιά.

Κεντρική φωτογραφία: (Αριστερή) Έργο Flying Bite (Shark Pegasus), 2019 του Robert Nava (b. 1985). (Δεξιά) Το living room σε natural αποχρώσεις γίνεται ο ιδανικός καμβάς για να αναδειχτούν υπέροχα έργα καλλιτεχνών, όπως του Elias Kafouros (PAT Portrait) πάνω από το τζάκι, όπου βρίσκονται και τα γλυπτά της Lucile Littot (Sleep now, cry later, 2021) και της Ariana Papademetropoulos (Holy Water, 2017) πάνω από τον καναπέ. Το Rock Stool των Objects of Common Interest είναι ένα σύγχρονο στοιχείο design στον χώρο και μαζί με το εντυπωσιακό γλυπτό (The Tongue) του Tassos Pavlopoulos συμπληρωνουν το σκηνικό. 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΩΑΝΝΑ ΡΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2025