Μίλησέ μας λίγο για το νέο σου βιβλίο, «Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!». Πώς προέκυψε η ιδέα της δημιουργίας του;
Κατά την περίοδο της καραντίνας συνήθιζα να περπατάω πολύ. Χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, απλώς περιπλανιόμουν στους δρόμους της Αθήνας. Παρατηρούσα τα κτίρια, εστίαζα σε κάθε μυρωδιά, σε κάθε ήχο, και ένιωθα το μυαλό μου να αδειάζει. Τότε λοιπόν άρχισαν να μού συμβαίνουν μαγικά πράγματα. Χωρίς κάποιον εμφανή λόγο, ξεκίνησαν να στροβιλίζονται στο μυαλό μου πρόσωπα, καταστάσεις και φράσεις. Μια κουβέντα που είχα ακούσει κάποτε, η θολή μνήμη κάποιων περιστατικών, άνθρωποι, βλέμματα, συναισθήματα. Ήταν τα υλικά που με οδήγησαν να φτιάξω δικές μου ιστορίες, προϊόντα μυθοπλασίας ασφαλώς, που όμως είναι χτισμένα από πραγματικότητες.
Όλα τα διηγήματα αφορούν τη Θεσσαλονίκη. Ίσως επειδή σε αυτήν την πόλη γεννήθηκα και μεγάλωσα, και εμπεριέχει πρόσωπα και καταστάσεις της δικής μου προσωπικής μυθολογίας.
Η περίοδος της συγγραφής ήταν μια μεθυστική εποχή, απόλυτης εφορίας που διήρκησε έξη περίπου μήνες. Μια «εκστατική» εμπειρία, σαν να μετεωριζόμουν πάνω από την πόλη και να έκανα κάθετες προσγειώσεις στον τόπο και τον χρόνο.
Έτσι, προέκυψαν καθημερινές ιστορίες με ήρωες και αντι-ήρωες που αναμετρώνται με κάθε είδους απώλειες. Δοκιμάζονται, πολλές φορές μένουν αδύναμοι μπροστά στο παράδοξο και το υπερφυσικό, αντιστέκονται, καταποντίζονται, όμως συνεχίζουν. Όπως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, κάθε πόλης, κάθε εποχής.
Οι πρωταγωνιστές στις δικές μου ιστορίες βολτάρουν στον Βαρδάρη και στην Μοναστηρίου, κάθονται σε καφενεία και ταβέρνες, τσακώνονται και φιλιώνουν. Κάποιος θυμάται να πει μια παροιμία από τα τούρκικα, άλλος λέει μια εβραϊκή προσευχή, ή ένα ποντιακό μοιρολόι. Ζουν κυρίως στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης, στις πιο λαϊκές συνοικίες. Είναι αυτές που γνωρίζω περισσότερο και που με ενδιαφέρουν σε μεγάλο βαθμό διότι είναι έντονες, πολύχρωμες, γοητευτικές.
Είναι η Θεσσαλονίκη που ξέρω, πολυπολιτισμική, ομιχλώδης, σε πολλές περιπτώσεις αντιφατική, συντηρητική αλλά και πρωτοπόρος, άλλοτε τρυφερή και άλλοτε σκληρή. Τόσο σκληρή που μπορεί να σε προτρέψει «Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!». Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου και προέρχεται από την φράση ενός διηγήματος. Δεν θα προδώσω όμως ούτε ποιος την λέει, ούτε τι εννοεί. Θα ήταν spoiler!
Παρατήρησα ότι είναι γραμμένο σε πολυτονικό σύστημα. Προφανώς υπήρξε συνειδητή επιλογή, αλλά για ποιόν λόγο; Τι θέλεις να πετύχεις;
Η έκδοση σε πολυτονικό όλων των βιβλίων της Κίχλης είναι απόφαση της εκδότριας, της Γιώτας Κριτσέλη. Όπως λέει και η ίδια, οι τόνοι και τα πνεύματα εμπεριέχουν πληροφορίες ετυμολογικής, μορφολογικής και συντακτικής φύσεως. Και επιπλέον, μια σελίδα τυπωμένου κειμένου με ωραία στοιχεία, με τους τόνους και τα πνεύματα σε πλήρη παράταξη, εάν είναι και σωστά επιμελημένη, θα μπορούσε να ιδωθεί και ως καλλιγράφημα. Συμφωνώ μαζί της. Το πολυτονικό προσθέτει και δεν αφαιρεί. Μερικοί αναρωτιούνται αν δυσκολεύει κάποιον που δεν το έχει διδαχθεί. Υπάρχει πιθανότητα να μην το προσέξει καν. Θα αισθανθεί όμως τη γοητεία μιας καλής έκδοσης.
Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο επίκεντρο των ιστοριών σου, από το Λούνα Πάρκ στη ΔΕΘ και τον εξώστη του κινηματογράφου Ηλύσια, έως τις παραβαρδάριες περιοχές και το Λιμάνι. Πόσο εύκολο ήταν να συγκεντρώσεις όλα αυτά τα ιστορικά στοιχεία και πώς τα «έδεσες» με τους ήρωές σου;
Οπωσδήποτε είναι μέρη που γνωρίζω. Έχω ζήσει τον ίλιγγο της μπαλαρίνας στο Λούνα Παρκ της ΔΕΘ, όσο οι μεγάλοι έπιναν χύμα μαύρη μπίρα και έτρωγαν λουκάνικα Φρανκφούρτης, έχω δει ταινίες στα Ηλύσια, το σπίτι που μεγάλωσα ήταν στον ίδιο δρόμο με τα Λουτρά Φοίνιξ. Σε πέντε λεπτά βρισκόμουν στον Βαρδάρη, σε δέκα έκανα βόλτα στο λιμάνι. Τα δυτικά τείχη της πόλης είναι οι ρίζες μου. Έχω κοιτάξει ατέλειωτες ώρες τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες των Δώδεκα Αποστόλων, έχω μπει στην κατακόμβη του Αγίου Δημητρίου. Καθισμένη στα «μάρμαρα» στο Διοικητήριο έχω κάνει ατελείωτες εφηβικές συζητήσεις. Το σπίτι των παππούδων μου στα Αρμένικα, στις παλιές σιδηροδρομικές γραμμές, ήταν το συναισθηματικό μου καταφύγιο. Μια συνοικία κρυμμένη, ελάχιστοι την γνωρίζουν. Σε αυτά τα μέρη δρουν και οι ήρωές μου. Βέβαια, πολλές ιστορίες είναι τοποθετημένες σε εποχές που δεν έζησα, στο 1916, στον μεσοπόλεμο, στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Χρειαζόμουν στοιχεία και πληροφορίες για το σανατόριο στο Ασβεστοχώρι, για το Λοιμοκαθαρτήριο στην Καλαμαριά, για τον συνοικισμό Χιρς. Τα βρήκα σε παλιές εφημερίδες, σε ιστορικά βιβλία, σε οικογενειακά έγγραφα και φωτογραφικά άλμπουμ.
Μάλιστα, είχα και ένα μεγάλο μπλοκ όπου έγραφα φράσεις, και κολλούσα εικόνες που είχαν σχέση με την κάθε ιστορία μου. Για παράδειγμα, την κάτοψη της ΔΕΘ, μια καρτ ποστάλ, το σχέδιο ενός φορέματος από ένα περιοδικό του πενήντα, μια σελίδα από συνταγολόγιο φαρμάκων, κομμάτια ενός ευρύτερου παζλ. Ένας κόσμος ολόκληρος υπάρχει σε αυτό το μπλοκ. Από εκεί, από το συνταίριασμα αυτών προέκυψαν οι ιστορίες μου.
Έχεις αναφέρει στα social media ότι «η τυχερή» είναι η αγαπημένη σου ιστορία. Γιατί;
Η «Τυχερή» είναι μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες. Η πρώτη που μου «εμφανίστηκε». Τα γεγονότα συμβαίνουν το 1916, όταν ο Δημητρός ξεκινώντας από ένα χωριό λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, φέρνει στην πόλη την 12χρονη κόρη του τη Σκεύη, προκειμένου να την βάλει σε ένα σπίτι ως υπηρέτρια. Αυτή ήταν μια πρακτική αρκετά διαδεδομένη εκείνα τα χρόνια. Αυτά τα παιδιά, κορίτσια συνήθως αλλά και αγόρια, εργάζονταν πάνω από 10-12 ώρες την ημέρα και κάποιες φορές κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Ήταν συχνά αντικείμενα μεγάλης εκμετάλλευσης. Μερικές φορές όμως αυτό ήταν καλύτερο σε σχέση με το οικογενειακό περιβάλλον που μπορεί να ήταν ακόμη πιο σκληρό. Η Σκεύη λοιπόν έρχεται στη Θεσσαλονίκη τρομοκρατημένη χωρίς να φαντάζεται τι θα συμβεί. Είναι ένα διήγημα που περικλείει άλλες ιστορίες, θα μπορούσε να γίνει και μυθιστόρημα.
Ένα σημαντικό στοιχείο της ιστορίας είναι ότι η μικρή μιλά με τον πατέρα της στα εντόπια, ένα γλωσσικό ιδίωμα γηγενών σε αγροτικές περιοχές της Μακεδονίας. Παρόλο που η κύρια γλώσσα των γηγενών ήταν τα ελληνικά, τα εντόπια που ήταν ένα μείγμα σλαβικών, τουρκικών, αλβανικών και ελληνικών, τα χρησιμοποιούσαν γιατί τούς βοηθούσαν στη συνεννόηση. Μην ξεχνάμε ότι στην περιοχή υπήρχε ένα μεγάλο φυλετικό μωσαϊκό. Ήταν ας πούμε τα αγγλικά της εποχής και της περιοχής. Τώρα πλέον ελάχιστοι τα γνωρίζουν.
Το πρώτο σου βιβλίο περιείχε επίσης ιστορίες, με κεντρικό άξονα το φαγητό. Τι σε ελκύει στις ιστορίες;
Μ’ αρέσουν όλες οι ιστορίες. Όχι μόνο να λέω αλλά και να ακούω. Είμαι πολύ καλή ακροάτρια. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν κάτι ενδιαφέρον να διηγηθούν. Κάτι που φαινομενικά μπορεί να είναι ασήμαντο αλλά που μπορεί να αποκαλύψει πολλά.
Στο προηγούμενο βιβλίο μου «Και διηγώντας τα... να τρως» (εκδόσεις Κίχλη) οι ιστορίες αφορούν εδέσματα. Αλλά όχι μόνο. Έτσι συμβαίνει στη ζωή. Μπορεί να ξεκινάς να αφηγείσαι την ιστορία του ιμαμ μπαιλντι αλλά σύντομα αναφέρεσαι στους ανθρώπους και τις συνήθειές τους. Στον τρόπο που μιλάνε, στα τραγούδια που λένε, στον τόπο που ζούνε. Πίσω από το τι βάζει κάποιος στο πιάτο και στο ποτήρι του κρύβονται οι πολιτισμικές του καταβολές, όσο και οι περιβαλλοντολογικές και κοινωνικές επιρροές που έχει δεχθεί.
Η αναμέτρηση με ένα μυθιστόρημα μπορεί να αποτελέσει την επόμενη πρόκληση για την πολυσχιδή Μελίσσα Στοϊλη;
Δεν το αποκλείω αλλά δεν το ξέρω ακόμη. Μ’ αρέσει η μικρή φόρμα των διηγημάτων, ο πυκνός λόγος, η ένταση. Είναι σαν να κάνεις αγώνα ταχύτητας. Το μυθιστόρημα είναι αγώνας αντοχής.
Αν και γέννημα – θρέμμα Θεσσαλονικιά, σε κέρδισε η Αθήνα. Σκέφτεσαι να επιστρέψεις κάποια στιγμή στην πόλη που μεγάλωσες;
Συνληθως πηγαίνω όπου με πάει το ρεύμα. Δεν είναι θέμα απόφασης αλλά συγκυριών. Μιλάω και γράφω όμως τόσο πολύ για την Θεσσαλονίκη που δεν νιώθω να έχω φύγει. Μ΄ ακολουθεί και εμένα η πόλη.
Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου εικόνα από τη Θεσσαλονίκη, που την κρατάς πάντα στο πίσω μέρος των σκέψεών σου;
Τα ηλιοβασιλέματά της. Είναι θριαμβευτικά, έχουν βάθος, υπόσχεση. Είναι φλεγόμενα, μερικές φορές αβάσταχτα και άλλες λυτρωτικά.
About
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η Μελίσσα Στοΐλη σπούδασε στη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Κ.Θ.Β.Ε., ενώ έχει εργαστεί ως ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Παράλληλα, έχει υπάρξει δημιουργός κειμένων για θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές εκπομπές. Μετράει πάνω από 20 χρόνια στον περιοδικό Τύπο, ενώ τα τελευταία από αυτά εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα "Πρώτο Θέμα".
Info: Το νέο βιβλίο της Μελίσσας Στοΐλη, «Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.