Η πολυαναμενόμενη ταινία με πρωταγωνίστρια την Καρυοφυλιά Καραμπέτη έφτασε στις κινηματογραφικές οθόνες. Η «Φόνισσα» βασίζεται στο ομώνυμο αφήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και μεταφέρεται σε εμάς με την υπογραφή της Εύας Νάθενα. Το σκηνοθετικό της ντεμπούτο πραγματοποιείται με μια εκδοχή της «Φόνισσας», που εξελίσσεται περισσότερο ως θρίλερ χαρακτήρων, σφιχτό σε διάρκεια και ύφος, παρά ως ακαδημαϊκή μεταφορά του έργου.
Η ιστορία ακολουθεί τη Φραγκογιαννού, μία ηλικιωμένη χήρα που ζει σε ένα ελληνικό νησί στις αρχές του 20ού αιώνα. Μια εποχή κατά την οποία η γυναικεία ύπαρξη περιθωριοποιούταν και εξαθλιωνόταν στις πατριαρχικές αντιλήψεις. Άλλωστε, η γέννηση μιας κόρης ήταν ιδιαίτερα επαχθής, καθώς συνοδευόταν από την υποχρέωση της προίκας. Θέλοντας να απαλλάξει τα μικρά κορίτσια από μία μοίρα παραγκωνισμού και κακοποίησης, αρχίζει τις δολοφονίες από το χωριό της. Στην αρχή η Φραγκογιαννού, ή αλλιώς Χαδούλα, διακατέχεται από ισχυρές τύψεις, όσο όμως επιδίδεται σε περισσότερους φόνους τόσο αποκτά πλήρη συναίσθηση και αναγνωρίζει το δίκαιο στα εγκλήματά της. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν, το πνίξιμο των κοριτσιών ως πράξη σωτηρίας από μια άνιση και σκληρή ζωή, προλαμβάνει το προδιαγεγραμμένο κακό που τα περιμένει- κάτι που ενδεχομένως να επιθυμούσε να είχε κάνει κάποιος και για την ίδια.
Το αδιέξοδο της ζωής της καταγράφεται υπερβατικά στην ταινία, όταν η ίδια η μάνα της Χαδούλας ακυρώνει την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας αλλά και κάθε προοπτική ελευθερίας, μετρώντας τα προικιά της και προκαθορίζοντας το μέλλον της. Από εκείνο το σημείο και μετά, η σκηνοθέτης «αδειάζει» τον χρόνο και τοποθετεί τη Χαδούλα και την ανάμνηση της μητέρας της (Μαρία Πρωτόπαππα) δίπλα-δίπλα, σε έναν δραματικό ‘διάλογο’, που διαπερνά και ‘ξεπερνά’ τα γεγονότα και την πλοκή.
Για την Νάθενα, η Φραγκογιαννού είναι θύτης και θύμα της κοινωνίας. Το χέρι της οπλίζει η βία που έχει υποστεί. Στο αφήγημα ο Παπαδιαμάντης δεν τη δικαιολογεί, αλλά αιτιολογεί τις πράξεις της φανερώνοντας τα βαθύτερα αίτιά τους, γεγονός που γίνεται έντονα αισθητό κι από την σκηνοθετική ματιά της ταινίας. Όπως μας αποκάλυψε η ίδια η σκηνοθέτης στο Τεύχος 196 του Glow, «αυτό το έργο για χρόνια δεν το διάβαζα… Με διάβαζε! Η ανασκαφή του με οδήγησε να ανακαλύψω το ‘διαγενεακό τραύμα’, πληγή που ταλάνισε δεκαετίες αυτόν τον τόπο. Ο Παπαδιαμάντης είναι σαν να έζησε στο μέλλον και μ’ έναν διορατικό τρόπο μάς έδωσε ‘κλειδιά’ που δεν τα πήραμε. Το μήνυμα είναι ν’ αναγνωρίσουμε πώς φύτρωσαν οι ρίζες για ν’ αναστηθεί έτσι αυτό το δέντρο. Η Ιστορία ήρθε να προσθέσει και να επιβεβαιώσει όλα όσα φανέρωσε κι έκρυψε ο Παπαδιαμάντης σε αυτό το αφήγημα. Μελέτησα όσα μπορούσα, για ν’ ανακαλύψω τι αποτύπωσε, όμως θα μπορούσα να συνεχίζω να το κάνω για χρόνια ακόμη. Απλώς, μπήκε μια άνω τελεία για να γίνει ένας απολογισμός, δηλαδή αυτή η ταινία».
Η σύνδεση της «Φόνισσας» με το παρόν και το μέλλον είναι άμεση. Βλέποντας τη «Φόνισσα» το 2023, διαπιστώνουμε πόσα έχουν αλλάξει από την εποχή του Παπαδιαμάντη, αλλά και πόσα έχουν μείνει απαράλλαχτα στον χρόνο.
«Μια μέρα, το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητας του. Δεν θα’ χει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας».
Η ταινία ξεκινάει με αυτή τη φράση που είχε γράψει ο Ελύτης το 1976 για τη «Φόνισσα» και αναδεικνύει ότι ο καθένας πρέπει να βρει την ειρήνη μέσα του και να κοιτάξει τον άνθρωπο, διαφορετικά η κοινωνία θα συνεχίσει προάγει τον δυσοίωνο φαύλο κύκλο ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα.