Η Χριστίνα Μαβίνη είναι το λαμπρό παράδειγμα της καθαρής αφοσίωσης σε πράγματα που πραγματικά λατρεύει, μετατρέποντας τις γνώσεις και την εμπειρία της σε πράξεις και έργα που λειτουργούν ωφέλιμα προς το ενδιαφερόμενο κοινό. Ο λόγος για τον ευρύ τομέα της ιστορίας και αρχαιολογίας, όπου έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές της, αλλά και για την ενασχόλησή της με τον μαγικό χώρο του λυρικού θεάτρου. Δύο φαινομενικά εντελώς διαφορετικά πεδία, τα οποία ωστόσο καταφέρνουν να συνδυάζονται όταν κυριαρχεί η θέληση και το μεράκι.
Η ίδια, έχοντας πλέον καταφέρει πολλά στο χώρο των μουσείων και των ξεναγήσεων, εργάζεται εδώ και έντεκα χρόνια στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, το οποίο σύντομα συνενώνει τις δυνάμεις του με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης για τη δημιουργία ενός νέου μουσειακού φορέα, του Μητροπολιτικού Οργανισμού Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης (ΜΟΜus). Παράλληλα, πραγματοποιεί θεματικές ξεναγήσεις σε συνεργασία με τους Thessaloniki Walking Tours, ενώ δραστηριοποιείται ενεργά με παραστάσεις λυρικού θεάτρου σε φημισμένα έργα και συνεργαζόμενη με καταξιωμένα πρόσωπα του χώρου.
Μας μιλά, λοιπόν, για όλα όσα την ενθουσιάζουν και τη συγκινούν, ξετυλίγοντας τα ενδιαφέροντά της μέσα από την πόλη όπου δραστηριοποιείται, τη Θεσσαλονίκη...
Τι σας οδήγησε στο να ασχοληθείτε με την αρχαιολογία και την μουσειολογία; Μία ιδιαίτερη αγάπη και ένα ενδιαφέρον που είχε αναπτυχθεί μέσα μου πολύ νωρίς για τη διαδικασία της διάσωσης και της προστασίας τόσο των υλικών τεκμηρίων, όσο και των προφορικών μαρτυριών που μας παραδίδουν οι προηγούμενες γενιές. Από κοριτσάκι ένιωθα την επιθυμία, αλλά και το «χρέος» να καταγράψω, να αρχειοθετήσω, να ηχογραφήσω και να διασώσω με κάθε τρόπο ό,τι είναι εφικτό από τα τεκμήρια και τις αφηγήσεις της οικογενειακής ιστορίας. Θυμάμαι να παίρνω συνεντεύξεις από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου με κασετοφωνάκι ζητώντας να μου αφηγηθούν γεγονότα που έδεναν τα βιώματα της οικογένειας με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα.
Σε τι ακριβώς έγκειται η μουσειοπαιδαγωγική, με την οποία και ασχολείστε, και τι προοπτικές θεωρείτε πως έχει στη χώρα μας; Η μουσειοπαιδαγωγική αποτελεί μία νέα, υπέροχη πραγματικότητα μέσα από την οποία μικροί και μεγάλοι μπορούν να βιώσουν ευχάριστες και παραγωγικές μουσειακές εμπειρίες, να χαρούν τα ζωντανά αντικείμενα που παρουσιάζονται στα μουσεία και με τη βοήθειά τους, να κατανοήσουν τον κόσμο και να αποκτήσουν γνώσεις. Τα περισσότερα μουσεία στην Ελλάδα κάνουν εξαιρετική δουλειά πάνω στο πεδίο αυτό. Ήδη μια νέα γενιά νέων ανθρώπων που τώρα είναι φοιτητές ή και απόφοιτοι σχολών, διατηρούν σταθερή επαφή με τα μουσεία, ακριβώς γιατί στα σχολικά τους χρόνια είχαν ευχάριστες μουσειακές εμπειρίες, είτε μεμονωμένα, είτε στο πλαίσιο σχολικής επίσκεψης. Το αποτέλεσμα λοιπόν, στα μουσεία, το βλέπουμε ήδη έμπρακτα.
Οι εναλλακτικές ξεναγήσεις είναι μία τάση που κατακλύζει την πόλη μας τα τελευταία χρόνια. Πως αντιλαμβάνεστε αυτή τη «στροφή»; Αυτή η στροφή αποκάλυψε μία ενδιαφέρουσα όψη των πνευματικών ενδιαφερόντων των Ελλήνων, οι οποίοι, όπως φαίνεται, είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν γενναιόδωρα τον χρόνο τους για παρακολουθήσουν όρθιοι μια πολύωρη ξενάγηση, αρκεί να νιώσουν ότι το αφήγημα που προκύπτει από αυτήν, τους αφορά. Η ανταπόκρισή τους σε νέες προτάσεις προσέγγισης είναι επίσης αποκαλυπτική για την ίδια τη σχέση της κοινωνίας μας με το παρελθόν, τα μνημεία, τον αστικό χώρο, αλλά και το παρόν των πόλεων στις οποίες ζούμε. Πολλοί ξεναγούμενοι διψούν για περαιτέρω οικειοποίηση με την πόλη που διαμένουν, ενίοτε γνωρίζουν ήδη πολλά γι’ αυτήν, αγωνιούν να ερμηνεύσουν όψεις της ιστορίας της, ερευνούν ειδικότερα ζητήματα και συχνά λαχταρούν να μοιράζονται τις δικές τους εμπειρίες και θέσεις.
Σύμφωνα με την έως τώρα εμπειρία σας, ποιος λαός είναι περισσότερο μυημένος στο να διαβάζει ιστορία και να εμβαθύνει στο παρελθόν του; Έχει πολύ μεγάλη σημασία ο τρόπος με τον οποίο διαβάζει την ιστορία του κάθε λαός, μέσα από ποια φίλτρα την προσεγγίζει και τελικά πώς αξιοποιεί την ιστορική γνώση και το πολιτιστικό του απόθεμα. Παιδεία και κριτική σκέψη είναι απαραίτητα για να αποφεύγουμε μονομερείς αφηγήσεις οι οποίες οδηγούν σε άκρα και γενικεύσεις. Προσωπικά θαυμάζω πολύ τον τρόπο με τον οποίο οι Ιταλοί συνολικά διαχειρίζονται το παρελθόν και τα μνημεία τους. Στην συγκεκριμένη χώρα «οτιδήποτε νέο βαφτίζεται στο παλιό», όπως έλεγε και ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλης. Οι λύσεις που έχουν δώσει στο ζήτημα των αποκαταστάσεων και ανακαινίσεων των κτιρίων είναι συχνά υποδειγματικές, ενώ σπάνια έχω δει εκτός Ιταλίας, τόσο υψηλής αισθητικής διάλογο ανάμεσα στο παλιό και το σύγχρονο, σε εικαστικές εκθέσεις και τα μουσεία. Επισκεφτείτε, για παράδειγμα, την Punta della Dogana με τη συλλογή του François Pinault και το Museo Fortuny στη Βενετία ή ακόμα το Castellο di Rivoli έξω από το Torino και θα καταλάβετε τι εννοώ.
Πείτε μου τα πολιτιστικά events και τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης θα προτείνατε να επισκεφθεί οπωσδήποτε κάποιος που αγαπά την ιστορία και την τέχνη; Μέχρι το τέλος του 2018 καλό είναι να προλάβει να δει κανείς την εκπληκτική περιοδική έκθεση «Ειδώλιο» του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, αλλά και να μπει στο Μπέη Χαμάμ, όπου παράλληλα με την ατμόσφαιρα του οθωμανικού λουτρού, έχει την ευκαιρία να περιηγηθεί στην έκθεση «1917: Μνημεία στις φλόγες». Επίσης όσοι δεν έχουν επισκεφτεί το Βυζαντινό Λουτρό στην Άνω Πόλη, θα πρέπει να το επιδιώξουν άμεσα, επιλέγοντας ίσως και μία από τις ατμοσφαιρικές συναυλίες που πραγματοποιούνται μέσα στο μνημείο. Τέλος, μία επίσκεψη στο Επταπύργιο και στην έκθεση «Δημοκρατία» με έργα σύγχρονων εικαστικών είναι πάντα επίκαιρη. Όσοι πάλι έχουν ενδιαφέρον για τη νεότερη βιομηχανική κληρονομιά θα εκπλαγούν εάν επισκεφτούν τον Πολυχώρο Πολιτισμού Πρώην Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων Χαμιδιέ (Ισλαχανέ), ο οποίος αποτελεί μια νέα πρόταση στην πόλη. Aναφορικά με τις πιο σύγχρονες εκθέσεις δε μπορώ να αποφύγω να προτείνω μία επίσκεψη στην έκθεση «ΙΟΛΑΣ: Η Κληρονομιά» που φιλοξενούμε στο ΜΜΣΤ, με έργα κορυφαίων καλλιτεχνών του μοντερνισμού και της σύγχρονης τέχνης. Όσοι τέλος, αγαπούν την αρχιτεκτονική, ας μη χάσουν το φετινό Open House το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Νοεμβρίου 2018.
Ποια είναι η αγαπημένη σας ιστορική περίοδος που θα θέλατε να έχετε ζήσει έστω και για λίγο; Θα ήθελα να είχα ζήσει στη Θεσσαλονίκη την εποχή περίπου της λεγόμενης “bel epoque”, στο διάστημα δηλαδή από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ως την έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ίσως, το πολύ ως την πυρκαγιά του 1917. Θα ήθελα να έχω δοκιμάσει τις καραμέλες του ζαχαροπλαστείου Floca, στην τότε πλατεία Ολύμπου, να έχω γευματίσει στο καφεζυθοπωλείο Κρυστάλ ακριβώς απέναντι, να έχω ζήσει την εμπειρία μια χοροεσπερίδας στο ξενοδοχείο Colombo στον Φραγκομαχαλά, και κάποιο όμορφο απόγευμα να έχω πάρει το τραμ για μια βόλτα στη συνοικία των Εξοχών.
Ποια είναι η αγαπημένη σας πόλη στον κόσμο από πλευράς ιστορίας, αρχιτεκτονικής και πολιτισμού που σίγουρα θα προτείνατε στους λάτρεις του είδους για το επόμενο ταξίδι τους; Μία από τις πόλεις από τις οποίες καλό είναι να ξεκινήσει κανείς εάν θέλει να κατανοήσει σε βάθος την ουμανιστική παράδοση στην Ευρώπη και την ιστορία της Τέχνης και των Μουσείων, είναι η Φλωρεντία, την οποία υπεραγαπώ. Αποτελεί ολόκληρη ένα ζωντανό, μαγευτικό μουσείο που σε μεταφέρει χωρίς καμία προσπάθεια στην εποχή της πρώιμης Αναγέννησης. Εκτός από πολύ βασικά σημεία περιήγησης, θα πρότεινα στους επισκέπτες να προσπαθήσουν να ενταχθούν σε μία από τις ξεναγήσεις που τους επιτρέπουν να περπατήσουν όλο το μήκος του διαδρόμου, που συνδέει το Palazzo Vecchio και τα Uffizi με το Palazzo Pitti και περνάει πάνω από την παλαιότερη γέφυρα της πόλης, το Ponte Vecchio. Πρόκειται για τον λεγόμενο Corridoio Vasariano, τον διάδρομο που κατασκεύασε ο Vasari το 1565. Οπωσδήποτε θα πρέπει επίσης να επισκεφτούν το παρεκκλήσι Brancacci της Santa Maria del Carmine. Και προς το τέλος της μέρας, κατά το ηλιοβασίλεμα, να απολαύσουν τη μαγευτική θέα από το Piazzale Michelangelo ατενίζοντας τον τρούλο του καθεδρικού της πόλης, ένα θαύμα αρχιτεκτονικής και ευφυίας.
Ασχολείστε και με το λυρικό θέατρο, έχοντας μάλιστα σπουδαίες πιστοποιήσεις στη μονωδία. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό το κομμάτι; Στα εφηβικά μου χρόνια έπαιρνα μέρος σε μία νεανική χορωδία. Μέσα από τη δραστηριότητα αυτή μου δόθηκε η ευκαιρία να έρθω λίγο πιο κοντά με το σολιστικό τραγούδι, τη μονωδία, πραγματοποιώντας ασκήσεις φωνητικής. Η διαδικασία μου φάνηκε ιδιαίτερα γοητευτική και βοηθούσε να αναδυθεί ένα άγνωστο τότε, κομμάτι του εαυτού μου. Εκείνο ακριβώς το διάστημα έτυχε να ακούσω τη Μαρία Κάλλας να ερμηνεύει την άρια της Rosina από τον Kουρέα της Σεβίλλης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πώς ακριβώς διαχειριζόταν το σώμα της, την αναπνοή της, τα ηχεία της, το φωνητικό της όργανο και θαύμασα τη μαεστρία με την οποία έκανε τη δεξιοτεχνία της να μοιάζει αυτονόητη. Και τότε μαγεύτηκα. Με κατέκλυσε. Ήταν αδύνατο να μη δοκιμάσω την τύχη μου σε αυτή την περιοχή.
Ποια ήταν η συνεργασία που σας στιγμάτισε και δε θα ξεχάσετε ποτέ; Μπορώ να ανακαλέσω πολλές ιδιαίτερες στιγμές από τα σεμινάρια που έχω κάνει με καλλιτέχνιδες του λυρικού ρεπερτορίου όπως η Christa Ludwig, η Cheryl Studer, η Δάφνη Ευαγγελάτου και η Αλεξία Βουλγαρίδου. Ωστόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε στην μέχρι τώρα πορεία μου η συνάντησή μου με τη μεσόφωνο Κασσάνδρα Δημοπούλου και τον τενόρο Φίλιππο Μοδινό. Η συνεργασία μαζί τους εκτός από σημαντικές λύσεις σε ζητήματα τεχνικής, μου προσέφερε το κίνητρο και την ευκαιρία να αναμετρηθώ με ολόκληρους ρόλους του λυρικού ρεπερτορίου, κάτι που μεταμορφώνει για πάντα τη μουσική σκέψη και φέρνει τον ερμηνευτή πιο κοντά στην κατανόηση των προθέσεων του συνθέτη.
Τι είναι αυτό που σας μαγεύει στο λυρικό θέατρο και γενικότερα στον κόσμο της κλασικής μουσικής; Η παράσταση λυρικού θεάτρου αποτελεί ένα πολυδιάστατο φαινόμενο το οποίο υποβάλλει τον θεατή σχεδόν σε μία διαδικασία λυτρωτικής «κάθαρσης», με την αριστοτελική έννοια. Η αυτούσια εσωτερική συγκίνηση όμως, η οποία ήταν ζητούμενο για τον Puccini, δεν προκύπτει μόνο ως αποτέλεσμα της πλοκής ή της δραματουργίας, δε βασίζεται απλά σε μια «συγκινητική αφήγηση». Είναι αποτέλεσμα και των δονήσεων που κυκλοφορούν στο χώρο από τη μουσική της ορχήστρας σε συνδυασμό με την ανθρώπινη φωνή, την οποία ο θεατής ακούει φυσικά, χωρίς τεχνική ενίσχυση, με τους αρμονικούς που της προσδίδουν τα ηχεία του ίδιου του σώματος των ερμηνευτών. Δεν μπορώ να σκεφτώ τέχνη που να προσφέρει τόσους κραδασμούς, φαινόμενο πιο κοντινό στη δύναμη και την αλήθεια μιας αρχαίας τραγωδίας. Μου δημιουργεί δέος και πιστεύω ότι, ως πεμπτουσία των παραστατικών τεχνών, παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρη.
Τελικά, ιστορία και μουσική συνδυάζονται αρμονικά; Σε επίπεδο θεωρητικής κατάρτισης ο συνδυασμός ευνοεί πολύ την κατανόηση ενός ιστορικού φαινομένου. Είναι πολύ διαφορετικά να μελετά κανείς θεωρητικά το πνεύμα του Ρομαντισμού για παράδειγμα και διαφορετικά να κληθεί να ερμηνεύσει μία άρια από όπερα της εποχής. Το δεύτερο αποκαλύπτει πολλές διαστάσεις για την κοινωνία και τη σκέψη που παρήγαγε συγκεκριμένη μουσική. Σε επίπεδο, ωστόσο, καθημερινής πράξης η υπηρεσία αμφότερων των πεδίων απαιτεί πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Η μουσική απόδοση απαιτεί συστηματική αφοσίωση και προϋποθέτει ένα σώμα σε συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα. Αυτό δύσκολα συνδυάζεται με δουλειά γραφείου, υπερωρίες, έρευνα σε σπουδαστήρια και πολύωρες ξεναγήσεις!
Ποια είναι τα επαγγελματικά σας σχέδια στο άμεσο μέλλον; Ιδανικά θα ήθελα να διασφαλίσω χρόνο για έρευνα, μελέτη και διαδικασίες πνευματικής τροφοδοσίας οι οποίες θα μου επιτρέψουν στη συνέχεια να μοιραστώ τους καρπούς της με το κοινό των ξεναγήσεων, εντός και εκτός του μουσείου. Αυτόν τον καιρό ωστόσο προέχει η λειτουργία του νέου μουσειακού φορέα (ΜΟΜus) και η διερεύνηση των δυνατότητων που αναδύονται για περαιτέρω ανάπτυξη μουσειακών δράσεων για το κοινό της πόλης. Σχετικά με τα μουσική δραστηριότητα, υπάρχουν ορισμένες προγραμματισμένες εμφανίσεις στο ΜΜΘ, ενώ επιδίωξή μου είναι μέσα στην επόμενη χρονιά να προετοιμάσω ένα ρεσιτάλ σε συνεργασία με μία αντρική φωνή!