Ο Σεπτέμβριος ήταν ο μήνας Maria Callas στην Αθήνα, καθώς το όνομα της Μαρίας Καλογεροπούλου δεν θα σταματήσει ποτέ να αποτελεί έναν ανεξάντλητο μύθο, ο οποίος δεν παύει να γεννάει ιστορίες. Κάθε φορά θεωρούμε πως ξέρουμε τα πάντα για την Divina Maria, ότι διαβάσαμε τα πάντα ή ότι έχουν «ξεσκεπαστεί» όλες οι γαργαλιστικές λεπτομέρειες του βίου της. Και όμως, όχι. Ο ίδιος ο μύθος αυτοανατρέπεται από μία νέα κυκλοφορία ενός βιβλίου, από μία ταινία ή ένα θεατρικό έργο.
Έτσι και στην παρούσα φάση μία παράσταση και μία art performance μας υπενθύμισαν πως η Maria Callas ήταν πολύ Μυθική για να είναι αληθινή ή να ξεχαστεί στην τράπεζα της Λήθης.
Η Monica Bellucci, μοντέλο και ηθοποιός, λάτρης της χώρας μας και ειδικά της Πάρου και της Αντιπάρου, μεσογειακή μεν απρόσιτη δε, ακούμπησε στον Tom Volf, ο οποίος υπογράφει το βιβλίο «Maria Callas: Lettres & Memoires» (Μαρία Κάλλας: Επιστολές και Αναμνήσεις), πάνω στο οποίο βασίζεται η παράσταση, αλλά και την σκηνοθετεί. Μαζί της στην σκηνή η Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής. Ένα μπράβο για το γενναίο τόλμημα στον πολιτιστικό οργανισμό «Λυκόφως» και τον κ. Γιώργο Λυκιαρδόπουλο για την ομολογουμένως ακριβή μετάκληση.
Καταρχάς το Ηρώδειο αποδείχτηκε χώρος ιδανικός για το συγκεκριμένο εγχείρημα. Μία βιντεοπροβολή φώτιζε κάθε γωνιά του τοίχου του Ωδείου με τα γράμματα της Callas. Γράμματα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια 30 χρόνων από την ίδια. Η Bellucci είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Ξέρει να κρατάει το σώμα της σε σωστή στάση, είχε επιλέξει το σωστό ρούχο για τη σκηνή. Είναι αθόρυβη και ατσαλάκωτη στην κινησιολογία της. Αλλά αμήχανη, καθώς ήταν αναγκασμένη να κινείται εντός, εκτός και επί τα αυτά, γύρω από έναν καναπέ. Αξιοποιώντας τα γαλλικά της, διαβάζει επιστολές. Και στην αρχή είναι όλα ήπια, μετά έρχεται στη ζωή της ο Giovanni Battista Meneghini, οι μνημειώδης επιτυχίες και φυσικά ο καταλύτης με το όνομα Αριστοτέλης Ωνάσης. Η Monica συνεχίζει να διαβάζει και η Καμεράτα να μας «χαϊδεύει» τα αυτιά με τις άριες που ερμήνευσε η Callas. Και κάπου εκεί άρχισε να θαμπώνει η μαγεία των άγνωστων επιστολών, καθώς με το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ανάγνωσης, προσωπικά άρχισα ελαφρώς να δυσανασχετώ. Ίσως η παράσταση να ήθελε ένα μικρό ψαλίδισμα στις επιστολές που αναγνώστηκαν, είτε ένα έξυπνο σκηνοθετικό εύρημα για να σπάσει η μονοτονία της ανάγνωσης. Πολλοί βιάστηκαν να μιλήσουν για την υποκριτική δεινότητα της Bellucci «που υστερούσε εάν τη συνέκρινε κανείς με την μεσογειακή ομορφιά της». Από πλευράς μου θα πω πως καλό είναι να μη δημιουργούμε θόρυβο όταν αυτός περισσεύει, γιατί από την ευθυτενή Monica δεν ζητήθηκε φαντάζομαι να ερμηνεύσει, αλλά να αναγνώσει και να χρωματίσει τη φωνή της. Και σαφώς ήταν αξιοπρεπής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν επιδεχόταν βελτίωσης.
Από την άλλη, θα ήθελα να σταθώ σε μια τεράστια παρεξήγηση που δημιουργείται στην Ελλάδα μας, κάθε φορά που ένας διεθνής αστέρας πατάει το πόδι του εδώ. Ειλικρινά, γιατί η κυρία Bellucci έπρεπε να μεταφέρεται με κουστωδία, άγνωστων προς εκείνη ανθρώπων, πέρα – δώθε; Εγώ μάλλον περιττό το βρίσκω για την εικόνα της, παρά τιμητικό. Από την άλλη, γιατί ξαφνικά το Ηρώδειο γέμισε με βραδινές τουαλέτες και τακούνια επειδή πρέπει όλοι να έχουν ένα ενσταντανέ με την πρωταγωνίστρια; Και κάτι ακόμη. Γιατί η κυρία Bellucci έπρεπε ως «θαυματουργή εικόνα» να παραμένει όρθια, επί τρεις μέρες, μετά το τέλος των παραστάσεών της για να φωτογραφηθεί με όποιον Αθηναίο ή Αθηναία ήθελε να κάνει το statement «Ήμουν και εγώ εκεί»; Καλό είναι ο μύθος να μην απομυθοποιείται, αν και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κάτι παρόμοιο είχε ως motto στη ζωή της και η ίδια η Callas. Ο μύθος είναι μύθος, τελεία. Θα προτιμούσα, λοιπόν, έναν πιο κομψό, χαμηλών τόνων, διακριτικό και λεπτό επικοινωνιακό χειρισμό της Ιταλίδας ντίβας. Θα ήταν πιο σωστό και για την ίδια, αλλά και για την παράστασή της, που – λυπάμαι ειλικρινά που αναγκάζομαι να το γράψω – καπελώθηκε από εγχώριους celebrities, τραγουδιστές, ηθοποιούς και δημοσιοσχετίστες, οι οποίοι έσπευσαν για το selfie της στιγμιαίας καταξίωσής τους με τη σκηνική ενσάρκωση της Callas.
Από την άλλη, στην Εθνική Λυρική Σκηνή και πιο συγκεκριμένα στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ είχαμε την ευτυχία να δούμε την ιέρεια της παραστατικής τέχνης, Marina Abramovic, στο οπερατικό project, «7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας». Πρόκειται για συμπαραγωγή της ΕΛΣ με την Κρατική Όπερα της Βαυαρίας, τη Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, την Εθνική Όπερα του Παρισιού και το Θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης, με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).
Ας μου επιτραπεί να καταθέσω πως ο πολιτισμός δεν είναι μόνο αυτό που λαμβάνεις ως καλλιτεχνικό δημιούργημα, αλλά και όλα όσα σε κάνουν να νιώθεις Σημαντικός. Αυτό ακριβώς κάνει η ΕΛΣ. Τόσο καιρό άκουγα για ελέγχους, σκαναρισμένα πιστοποιητικά εμβολιασμού, ταυτοποίηση στοιχείων και σκεφτόμουν πως είναι όλα μια ιστορία επιστημονική φαντασίας. Ε λοιπόν, δεν είναι. Στην ΕΛΣ σκάναραν για πρώτη φορά το πιστοποιητικό εμβολιασμού μου, ζήτησαν την αστυνομική μου ταυτότητα και κατόπιν μου ζητήθηκε το εισιτήριο. Μέσα στην αίθουσα που λειτουργεί με πληρότητα 85%, όλοι μα όλοι φορούσαμε μάσκες, κανονικά: εννοώ με τη μύτη μέσα στη μάσκα! Εάν αυτό δεν είναι πολιτισμική αγωγή στην καθημερινότητα, τότε τι είναι;
Εν πάσει περιπτώσει, πάμε στη μεγάλη Κυρία της performance art, η οποία πολύ συχνά περιγράφεται ως η «γιαγιά της παραστατικής τέχνης», κάτι που προσωπικά βρίσκω άκομψο. Η Abramovic φαντάστηκε, ακούγοντας τις άριες που ερμήνευσε η Divina Callas, τους θανάτους των αντίστοιχων ηρωίδων. Και μέσα από τα φιλμ που προβλήθηκαν ερμήνευσε – με το δικό της τρόπο – το Θάνατο μεταξύ Ζωής και Μύθου. Η πτώση από έναν ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη, το μαχαίρι στην ισπανική ταυρομαχία, η ασφυξία από έναν Πύθωνα, η βουτιά στη φωτιά, η τρέλα με αυτοκαταστροφικές συνέπειες, η έκθεση σε ραδιενεργά αέρια, αλλά και η αρρώστια είναι επτά θάνατοι που προκλήθηκαν μέσα από τις πληγές του έρωτα που δεν ευοδώθηκε. Η αισθητική της Abramovic είναι το κλειδί στην τέχνη της και οι εικόνες που δημιούργησε τόσο αληθινές και επιδραστικές που νιώθεις την ανάσα της στο αυτί σου την ώρα των θανάτων της. Συνοδοιπόρος της στα φιλμ που προβάλλονται ο Willem Dafoe, ενώ τα υπέροχα κοστούμια της μελλοθάνατης έχουν την υπογραφή του καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου Burberry, Riccardo Tisci. Την ώρα που η Abramovic πεθαίνει επτά φορές, επτά μονωδοί της ΕΛΣ ερμηνεύουν τις αντίστοιχες άριες των Μπελλίνι, Μπιζέ, Ντονιτσέτι, Πουτσίνι και Βέρντι. Και ξαφνικά αυλαία. Μεταφερόμαστε πλέον στο σπίτι της Callas στο Παρίσι. Εκεί όπου άφησε την τελευταία της πνοή το 1977. «Όπως πολλές από τις ηρωίδες της όπερας που δημιούργησε επί σκηνής, έτσι και η ίδια πέθανε από αγάπη. Πέθανε από μια ραγισμένη καρδιά», αναφέρει η Marina Abramovic. Και πράγματι, η ίδια επάνω στη σκηνή μάς μεταφέρει το μήνυμα της Callas, που ήταν πλέον ανήμπορη να οργανώσει τη σκέψη της, που σκηνοθετεί τον εαυτό της, που καταφεύγει σε μηχανικές κινήσεις και αναπνοές κατά παραγγελία στον ίδιο της τον εαυτό για να κρατηθεί στη ζωή. Μάταια. Ένα εκτυφλωτικό φως από τον παρισινό ήλιο πλημμυρίζει το δωμάτιό της, αλλά η ίδια επιλέγει την έξοδο από άλλη πόρτα, πιο σκοτεινή. Τέλος!
Το οπερατικό project της Abramovic είναι ό,τι πιο εμπνευσμένο έχω δει αναφορικά με τη Μυθική Callas. Η συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα δεν φωτογραφήθηκε, δεν εκτέθηκε, δεν έβγαλε selfie με τους θαυμαστές της, αρκέστηκε σε ελάχιστες συνεντεύξεις για να επικοινωνηθεί η δουλειά της. Η επικοινωνιακή πολιτική της ΕΛΣ, έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ στοχευμένη και διαμορφωμένη με μαθηματική ακρίβεια.
Δεν θα κάνω την άνιση σύγκριση ανάμεσα στην Abramovic και την Bellucci, γιατί θα ήταν άδικο για τη δεύτερη. Εξάλλου και με «ένσημα» να το πάει κανείς, η θεά της performance art πάλι νικήτρια θα βγει. Αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικό. Σημαντικό είναι κάθε φορά να αγκαλιάζουμε τους καλλιτέχνες νοερά, να τους στηρίζουμε με όλες μας τις δυνάμεις και να τους αφήνουμε να κάνουν τη δουλειά τους με ησυχία, χωρίς να τους καθιστούμε έρμαια της φωτογενούς αντίληψης του εαυτού μας, συμπυκνώνοντας το πολυπόθητο κλικ στο κινητό μας. Η Bellucci πάντως, αν ήταν μόνη, χωρίς κανένα συνοδό δίπλα της, θα υποκλινόταν αναμφίβολα μπροστά στο Ελληνικό Κάλλος, ενώ τώρα διαπίστωσε ιδίοις όμμασι πως οι Έλληνες υποκλίθηκαν στο δικό της ανυπέρβλητο μεσογειακό κάλλος.
Εις το επανιδείν!