Με σπουδές στην Αρχαιολογία και τη Μουσειολογία, η Χριστίνα Μαβίνη ξεχωρίζει για την μακρόχρονη συνεργασία της με το πρώην Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και νυν MOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο οποίο οργανώνει καινοτόμα προγράμματα εικαστικών για ενήλικες και εφήβους. Παράλληλα δραστηριοποιείται ως ξεναγός σε εξειδικευμένες πολιτιστικές διαδρομές με την ομάδα της Thessaloniki Walking Tours. Αναμφίβολα όμως, η λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό πλευρά της, αυτή που τη θέλει να ασχολείται με την κλασική μουσική και το λυρικό θέατρο, είναι εκείνη που μας εντυπωσιάζει περισσότερο!
Γεννήθηκα στην παλιά Χαραυγή της Κοζάνης, ένα από τα χωριά που απαλλοτριώθηκαν για τις ανάγκες της επέκτασης του ορυχείου της ΔΕΗ. Από τον τόπο αυτόν που καλύφθηκε από τη μαύρη τέφρα του λιγνίτη, διατηρώ υπέροχες αναμνήσεις, λουσμένες στο φως. Τη σταδιακή εγκατάλειψη και ερήμωσή του αποτύπωσε εξαιρετικά ο φωτογράφος Αλέξανδρος Βρεττάκος σε μία ενότητα φωτογραφιών με τον εύστοχο και ποιητικό τίτλο «Μια Χαραυγή στη Δύση της», η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της Photobiennale το 2010.
Στη Θεσσαλονίκη ήρθα σε ηλικία των πέντε ετών και η πρώτη μου γειτονιά ήταν η περιοχή της Παπάφη. Ως παιδί της Α΄ Δημοτικού περνούσα καθημερινά το ρέμα της Υφανέτ για να πάω στο 26ο Δημοτικό, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σχολικά κτίρια της πόλης, χτισμένο τη δεκαετία του 1920. Τα απογεύματα, πηγαίνοντας στο φροντιστήριο των αγγλικών, περνούσα περιμετρικά από το Παπάφειο Ορφανοτροφείο, κτίριο που μου φαινόταν πάντοτε αποτραβηγμένο, μυστηριώδες και απροσπέλαστο. Με τα παιδιά της τότε γειτονιάς έχω περάσει ατελείωτες ώρες παιχνιδιού στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το ρέμα, η οποία αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ασυνέχεια μέσα στον αστικό ιστό. Την εποχή εκείνη που αρκετές μονοκατοικίες επιβίωναν ακόμα από την αντιπαροχή, οι αντιθέσεις ανάμεσα στο χτισμένο και το αδόμητο, την τετραώροφη πολυκατοικία και την ταπεινή μονοκατοικία, την αυλή και την αλάνα, τα οικοδομικά τετράγωνα και την αναρχία της φύσης, ήταν ιδιαίτερα έντονες, προσφέροντας άφθονο υλικό στη φαντασία των παιδιών και ισχυρό κίνητρο για εξερευνήσεις.
Η περιοχή με την οποία ταυτίστηκα στην πορεία είναι η Καλαμαριά, στην οποία πέρασα τα εφηβικά και φοιτητικά μου χρόνια και από όπου πρακτικά μετακινήθηκα πρόσφατα για να γίνω πλέον κάτοικος του κέντρου. Στην Καλαμαριά αγάπησα πολύ την αυλή της Μητρόπολης, καθώς για χρόνια υπήρξα μέλος της νεανικής χορωδίας της. Η συμμετοχή αυτή υπήρξε καθοριστική τόσο για τις διαδικασίες, όσο και για τους χώρους στους οποίους έδρασα και κοινωνικοποιήθηκα. Η αυλή της εκκλησίας υπήρξε το καθημερινό μου πέρασμα, ο τόπος συνάντησης, ανταλλαγών και αλληλεπίδρασης, το πνευματικό καταφύγιο, αλλά και το στέκι της μουσικής δημιουργίας για πολλά χρόνια. Όσο μεγάλωνα βέβαια, πλήθαιναν και οι εξορμήσεις στην Αρετσού, τη Νέα Κρήνη και το Καραμπουρνάκι, από το οποίο θυμάμαι συχνά να χαζεύω για ώρα τη νυχτερινή εικόνα της πόλης.
Θα ήθελα πολύ να ζήσω για ένα διάστημα στην Άνω Πόλη. Η γειτνίαση με τα τείχη της πόλης σε συνδυασμό με την κλίμακα των δρόμων και των σπιτιών με γοητεύει ιδιαίτερα. Υποπτεύομαι ότι ασυνείδητα αναζητώ εκεί επιπλέον κι ένα νέο ηχοτοπίο, το οποίο θα μου επιτρέπει να συνειδητοποιώ καθημερινά περισσότερους φυσικούς ήχους.
Όταν ήμουν πολύ μικρή δυσκολευόμουν να αποφασίσω εάν ήθελα να γίνω δασκάλα ή μπαλαρίνα, δίλημμα, το οποίο, εκτιμώ ότι έχει απασχολήσει πολλά μικρά κορίτσια. Με γονείς εκπαιδευτικούς, η πρώτη επιλογή είναι εύκολα εξηγήσιμη, αν λάβει κανείς υπόψη του την εξοικείωση που είχα με τα σχολικά περιβάλλοντα από την προσχολική ηλικία. Η δεύτερη επιλογή, ήταν μια αντανάκλαση μιας εσωτερικής ροπής προς την καλλιτεχνική έκφραση, αλλά και της αυτονόητης έλξης που ασκούν οι αξίες της χάρης, της ομορφιάς και της πλαστικότητας, όπως αυτές αποτυπώνονται στον κλασικό χορό. Αν και μάλλον κοινότυπη, η πρώιμη… αμφιθυμία μου, νομίζω ότι, ελαφρώς τροποποιημένη, τελικά αποτυπώθηκε στην ενήλικη ζωή μου, τουλάχιστον σε επίπεδο σπουδών.
Φοίτησα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι θέλω να ασχοληθώ με την Τέχνη, την Αρχαιολογία και τις διαδικασίες μελέτης, καταγραφής και διάσωσης των τεκμηρίων του παρελθόντος. Στα φοιτητικά χρόνια γνώρισα όσο μπορούσα το ανασκαφικό σκάμμα, καθώς πήρα μέρος σε αρκετές πανεπιστημιακές ανασκαφές, αποκτώντας μάλιστα και μια εξειδίκευση στην αρχαιολογική φωτογραφία. Συμμετείχα όμως και σε προγράμματα συλλογής προφορικών μαρτυριών και μελέτης διατηρητέων οικισμών. Το μεταπτυχιακό μου στη Μουσειολογία, στην Πολυτεχνική Σχολή του Α.Π.Θ., ήταν εκείνο που με έστρεψε οριστικά στο στάδιο που έπεται της ανασκαφής, εκείνο κατά το οποίο το «εύρημα» μετατρέπεται σε «έκθεμα», δηλαδή στα μουσεία. Σύντομα βρέθηκα να εργάζομαι στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το τωρινό MOMus - Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στον τομέα των Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, ο οποίος ήταν ήδη εξαιρετικά δραστήριος, καινοτόμος και πολύ απαιτητικός οργανωτικά. Η ατμόσφαιρα ενός σύγχρονου μουσείου Τέχνης και η επαφή με το κοινό όλων των ηλικιών μέσα από προγράμματα, ξεναγήσεις και δράσεις, με έφερε σε πολύ σύντομο χρόνο σε επαφή με την πιο εξωστρεφή διάσταση ενός μουσείου, εκείνη κατά την οποία ο μουσειακός φορέας επικοινωνεί, κοινωνεί και μεταδίδει.
Εδώ και κάποια χρόνια, έχοντας πλέον αποκτήσει και την άδεια του ξεναγού, έχω την ευκαιρία να επεκτείνω την εμπειρία της ξενάγησης και εκτός μουσειακού χώρου, στον ίδιο τον αστικό χώρο και την πόλη. Η συνάντησή μου με την Εύη Καρκίτη και τους μοναδικούς Thessaloniki Walking Tours με έχει ήδη πλουτίσει όσο λίγες εργασιακές εμπειρίες, ενώ με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ακόμα καλύτερα τι απασχολεί το κοινό της πόλης. Κάθε ξενάγηση, εντός κι εκτός μουσείου, όπως άλλωστε και κάθε παράσταση, βιώνεται ως μία μοναδική εμπειρία την οποία συνδιαμορφώνουν η ενέργεια και οι ανταλλαγές ανάμεσα στον ξεναγό και τους συμμετέχοντες.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στη μουσειολογία ως ειδικότητα, είναι το βάθος στο οποίο έχει προσεγγίσει τη συνθετότητα του φαινομένου που αποκαλούμε «μουσείο» και τις ιδεολογικές προεκτάσεις που αναπόφευκτα συνεπάγεται κάθε μουσειακή έκθεση. Ωθεί τους ανθρώπους των μουσείων σε έναν συνεχή αναστοχασμό αναφορικά με τα μηνύματα των εκθέσεων, τους συσχετισμούς που προκύπτουν από το υλικό, ενώ τους κρατά σε σταθερή βάση ενεργοποιημένους αναφορικά με τον ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν τα μουσεία στις ταχύτατα μεταβαλλόμενες σύγχρονες κοινωνίες.
Σήμερα η εκπαιδευτική διάσταση των μουσείων θεωρείται αυτονόητη σχεδόν για κάθε μουσειακό οργανισμό. Είναι ο κατεξοχήν τομέας που φέρνει το μουσείο και τους ανθρώπους του σε άμεση επαφή με το κοινό και τους δίνει τη δυνατότητα να αφουγκράζονται τις αντιδράσεις τους και τις προσδοκίες τους από την επίσκεψη στο μουσείο. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ομάδες κοινού για ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, είναι οι έφηβοι με τους οποίους πάντα χαίρομαι να δουλεύω. Θέτουν ερωτήματα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, στοχάζονται φωναχτά και συχνά αντιλαμβάνονται με μια πρωτογενή αμεσότητα τις βασικές παραμέτρους των έργων και των προθέσεων πίσω από αυτά.
Το κλασικό τραγούδι και η ενασχόληση με το λυρικό θέατρο προέκυψε μέσα από τα ερεθίσματα που μου πρόσφερε η χορωδία των εφηβικών μου χρόνων, όταν κάποια στιγμή ήρθε επικουρικά μία τελειόφοιτος του κλασικού τραγουδιού να μας καθοδηγήσει φωνητικά με εξειδικευμένες ασκήσεις. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι η ατομική φωνητική έκθεση μπροστά στην υπόλοιπη ομάδα λειτουργούσε ως πρόκληση και μου προσέφερε ένα αίσθημα εσωτερικής δύναμης. Όταν ακούσαμε από κοινού κάποια αποσπάσματα από όπερες, «κεραυνοβολήθηκα» συνειδητοποιώντας την άνεση με την οποία οι λυρικοί τραγουδιστές διαχειρίζονται τεχνικά πολύ απαιτητικές φράσεις, επιστρατεύοντας όλα τα ηχεία του σώματός τους, για να προσφέρουν έναν ήχο με φυσικό όγκο και χωρίς τη διαμεσολάβηση τεχνικού μέσου. Θυμάμαι ότι μαγεύτηκα τόσο, ώστε πήρα την απόφαση να βρω χρόνο για εκπαίδευση στο κλασικό τραγούδι. Σύντομα βρέθηκα να φοιτώ στο Μακεδονικό Ωδείο και στη συνέχεια, μετά από εξετάσεις, στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης από όπου και πήρα το δίπλωμά μου. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω ολοκληρωμένες σπουδές στο Κ.Ω.Θ. καθώς μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν μαθήματα Γερμανικών, Ιταλικών, Υποκριτικής, Μελοδραματικής, Χορού, αλλά και ειδικού σολφέζ για τους τραγουδιστές. Όλα τα παραπάνω μεταφράζονται σε αναρίθμητες ώρες αφιερωμένες σε μελέτη, ασκήσεις, μετακινήσεις, πρόβες και εξετάσεις, οι οποίες όμως τελικά βοηθούν τους σπουδαστές να επιτύχουν επί σκηνής τη συνδυαστική χρήση των τόσο σύνθετων εκφραστικών μέσων, που απαιτεί το λυρικό θέατρο.
Οι εικαστικές τέχνες και το λυρικό θέατρο έχουν ορισμένα αυτονόητα και ορισμένα πιο ουσιώδη σημεία στα οποία συναντιούνται. Σήμερα που η διάχυση ανάμεσα σε διάφορες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης είναι πιο ρευστή από ποτέ, μπορεί να δει κανείς μορφές της θεατρικής ή της εικαστικής performance να ενσωματώνουν τη φωνητική έκφραση σε εκδοχές που αντλούν από το κλασικό τραγούδι. Η συμμετοχή της Λιθουανίας που διακρίθηκε στη φετινή Biennale της Βενετίας, περιλάμβανε την ευρηματική χρήση μίας οπερατικής performance για 13 φωνές.
Η πραγματική σύνδεση όμως των δύο πεδίων δε μένει εκεί, ούτε καν στη συνθετότητα της όπερας ως είδους και η οποία περιλαμβάνει τον συνδυασμό των τεχνών. Κάθε καλλιτεχνική πράξη ανεξαιρέτως έχει να κάνει με το σώμα μας και την αλήθεια του. Το τραγούδι είναι όλο μια εκπνοή, μια ροή του αέρα, αλληλένδετη και αλληλεξαρτώμενη με την πλέον πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη, την αναπνοή. Καθώς λοιπόν το σώμα μας δεν ψεύδεται ποτέ, το τραγούδι δε σου επιτρέπει να επαναπαυθείς και δε σου επιτρέπει να ξεγελάσεις κανέναν και κυρίως τον εαυτό σου. Τις στιγμές που ο ήχος ρέει ελεύθερος και είναι τεράστιος στον χώρο, οι δονήσεις του επιστρέφουν σε σένα και σου γνωρίζουν κάτι για τον εαυτό σου. Νομίζω ότι το αίσθημα αυτό δεν απέχει από εκείνο του εικαστικού τη στιγμή που, έχοντας «χτυπηθεί» με τις δικές του αγωνίες, ολοκληρώνει την εικαστική του χειρονομία με την εσωτερική βεβαιότητα ότι τίποτε άλλο δε μένει να προστεθεί και ή να αφαιρεθεί από το έργο του.
Ένα project στον χώρο των μουσείων που ξεχωρίζω και το οποίο μου άλλαξε τη ζωή είναι το Adult Art, το εργαστήριο εικαστικών για ενήλικες που δημιουργήσαμε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Αριθμεί ήδη τέσσερα χρόνια λειτουργίας και εξελίσσεται ιδιαίτερα δυναμικά. Η προσέγγιση των εικαστικών που συνδυάζει τη θεωρητική παρουσίαση και την απτή εικαστική πράξη είναι πρωτοπόρα στον τομέα της εκπαίδευσης ενηλίκων σε μουσεία. Μετά το πέρας της κάθε συνάντησης, εκπαιδευτές και συμμετέχοντες μοιραζόμαστε ένα ιδιαίτερο αίσθημα μέθεξης, το οποίο μας συνοδεύει για μέρες. Υποπτεύομαι ότι καταφέραμε να βουτήξουμε για λίγο στην «ουσία» της καλλιτεχνικής πράξης σε μια εποχή όπου όλα απλά «διεκπεραιώνονται» σε συνοπτικούς χρόνους.
Σήμερα το Adult Art έχει πετύχει να δημιουργήσει τη δική του κοινότητα, έννοια για την οποία γίνεται πολύς λόγος στο πεδίο της μουσειολογίας διεθνώς. Τον Ιούνιο επισκεφθήκαμε ως ομάδα τη Βενετία με σκοπό να επισκεφθούμε τη Biennale Σύγχρονης Τέχνης και άλλα μουσεία και ιδρύματα. Ο καθένας μας είχε πολλές επιλογές να πραγματοποιήσει το ταξίδι με τα δικά του πρόσωπα. Θέλαμε όμως να είμαστε μαζί. Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση αντιλαμβανόμενη το βάρος της ευθύνης μου ως εκπαιδεύτρια, δε σας κρύβω ότι τρόμαξα. Όλα όμως εξελίχθηκαν με το καλύτερο τρόπο.
Το πιο αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι η οδός Φράγκων, την οποία λάτρεψα κατά τα χρόνια των σπουδών στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Οι συναυλίες μας με θρησκευτικό ρεπερτόριο στην Καθολική Εκκλησία μου έδωσαν την ευκαιρία να αισθανθώ κάτι από τον απόηχο ενός πραγματικού Φραγκομαχαλά, ενώ με τους συσπουδαστές μου βιώσαμε μία προς μία τις βαθμιαίες μεταβάσεις των βραδινών χώρων στις οδούς Βαλαωρίτου, Συγγρού, Βεροίας, Πάικου. Σήμερα χαίρομαι ιδιαίτερα τις στιγμές όπου, για τις ανάγκες της προμήθειας υλικών για τα εικαστικά μας εργαστήρια στο μουσείο, βρίσκομαι να διαλέγω από εκεί σχοινιά, σιδερικά, χαρτικά και χρώματα, μέσα σε ένα ευχάριστο burlesque καταστημάτων με νεωτερισμούς, γεωργικά μηχανήματα, σπόρους, είδη συσκευασίας, πλαστικά και πλέον και αρωματοπωλεία!
Εκτός από το Café του MOMus Contemporary Art, μπορεί να με συναντήσει κανείς στο Café Palermo που στεγάζεται στο αγαπημένο μου Βοσπόριο Μέγαρο στην Αριστοτέλους, ή να απολαμβάνω την υπέροχη θέα προς το Γαλεριανό συγκρότημα, έχοντας καταλάβει με δυο φίλες τις fer forgé καρέκλες του μικρού μπαλκονιού (επί της Απελλού), από τον β΄όροφο του Café Ενοχές στην Πλατεία Ναυαρίνου. Επίσης, τις Δευτέρες του καλοκαιριού βρίσκομαι συχνά στον θερινό κινηματογράφο «Απόλλων», όπου παρακολουθώ τα εξαιρετικά αφιερώματα της Λέσχης των εργαζομένων της ΕΤ3.
Ένας χώρος πολιτισμού που εκτιμώ ιδιαίτερα στην πόλη είναι το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, στην υπέροχη Βίλα Μεχμέτ Καπατζή. Η ερευνητική και εκθεσιακή του δραστηριότητα που κορυφώνεται με τις πολύωρες και απολαυστικές ξεναγήσεις του διευθυντή του ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Γιάννη Επαμεινώνδα, καθόρισαν σημαντικά τη συνειδητοποίηση όψεων της ιστορίας της Θεσσαλονίκης από το κοινό της πόλης.
Εξαιρετικά συχνά διαβαίνω και τις πόρτες του Αρχαιολογικού Μουσείου, του οποίου η πυκνότητα και ποιότητα των εκδηλώσεων είναι δελεαστική. Επιπλέον, το φουαγιέ του έχει ασυνήθιστα καλή ακουστική και είναι πραγματική απόλαυση τόσο να παρακολουθεί κανείς μουσικές εκδηλώσεις, όσο και να συμμετέχει σε αυτές.
Ένα δεύτερο «σπίτι» έχει υπάρξει επίσης για χρόνια και το Μέγαρο Μουσικής, πράγμα συνηθισμένο για σπουδαστές και απόφοιτους των ωδείων. Για μεγάλα διαστήματα παρακολουθούσα κάθε Παρασκευή τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας ή παραπάνω από μία συναυλίες την εβδομάδα.
Το μνημείο όμως της πόλης το οποίο μεταμορφώνει με τη δική του ιδιαίτερη αύρα κάθε καλλιτεχνική εμπειρία, από συναυλία με όργανα παλιάς μουσικής, μέχρι εκθέσεις ιστορικού χαρακτήρα και σύγχρονες εικαστικές εγκαταστάσεις, είναι το Γενί Τζαμί.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο αυτό τον καιρό είναι ο Φανός, στην Αγίου Μηνά. Στεγάζεται σε μια διώροφη, πρώην εμπορική στοά της πόλης, τη στοά Φόρογλου, χτισμένη πριν από την πυρκαγιά του 1917. Η ιδιοκτήτρια του Φανού, η κα Ευτυχία, υπήρξε εξαιρετικά φιλόξενη όσες φορές χρειάστηκε να επισκεφθούμε το σημείο με ομάδες ξεναγούμενων. Εκτίμησα τη λιτή διαχείριση στη διακόσμηση του χώρου, αλλά και το υπέροχο φαγητό με αναφορές στην πολίτικη κουζίνα και με κορυφαίο πιάτο τα βραβευμένα «μποχτσεδάκια».
Ως λάτρης της ιταλικής κουζίνας, βέβαια, κάποιες φορές θα επιλέξω το Ballaro στον ναό του Αγίου Ιωάννη, με αγαπημένο πιάτο τα χειροποίητα ζυμαρικά με μαύρη τρούφα, ενώ οφείλω να ομολογήσω ότι, όταν βρέθηκα στην πολυσυζητημένη Μούργα για γεύμα εργασίας, έφυγα μαγεμένη από το ψαροφαγικό menu και την παρουσίαση των πιάτων.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι να προμηθεύομαι φρούτα και λαχανικά από το υπέροχο παντοπωλείο που βρίσκεται ψηλά στην Ιπποδρομίου, στη συμβολή της οδού με την Αγαπηνού. Οι ιδιοκτήτες, ο Γιώργος και ο Γιάννης, είναι δίδυμοι και ιδιαίτερα συμπαθείς και αγαπητοί. Η ζεστασιά της επαφής μαζί τους μου θυμίζει κάτι από την αύρα των παλιών ιταλικών ταινιών, αλλά και της ελληνικής πραγματικότητας των παλιών παντοπωλείων. Στην επιστροφή για το σπίτι, σχεδόν πάντα κοντοστέκομαι να χαιρετήσω φίλους αρχαιολόγους και μουσικούς που έχουν κάνει καθημερινό τους στέκι τους τη Ζώγια της Αλεξάνδρου Σβώλου. Κάποιες φορές καταφέρνω να στριμώξω χρονικά έναν γρήγορο espresso μαζί τους, ώστε να αποσώσουμε την κουβέντα που έχουμε ξεκινήσει όσο είμαι όρθια με τις σακούλες στα χέρια.
Την ωραιότερη θέα στην πόλη μπορεί κανείς να τη απολαύσει από το Επταπύργιο την ώρα του δειλινού. Για όσους εκτιμούν τη βιομηχανική αισθητική, ξεχωριστές εικόνες προσφέρει και το rooftop του ξενοδοχείου Porto Pallas, από το οποίο η εμπορική κινητικότητα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης με τα χρωματιστά containers, τα φορτηγά και τους γερανούς, θυμίζει παιχνίδι μοντελισμού. Ομολογώ, επίσης, ότι γοητεύομαι ακόμα από την περιστροφική θέαση της Θεσσαλονίκης από το Skyline, στον πύργο του ΟΤΕ, ειδικά τις βραδινές ώρες. Όσο τουριστική και να θεωρούμε την εμπειρία, παραμένει απολαυστική και παιχνιδιάρικη.
Για τη βραδινή μου έξοδο τους θερινούς μήνες προτιμώ χώρους που με φέρνουν σε επαφή με μνημεία της πόλης, όπως η Αίγλη με τα θαυμάσια cocktails, ή το Παλιό Χαμάμ, ενώ τελευταία και οι ταράτσες αποτελούν μια υπέροχη επιλογή. Τον χειμώνα προτιμώ χώρους «ζεστούς», με αίσθηση σπιτιού, θερμά χρώματα και μαξιμαλιστική διακόσμηση. Έτσι, νιώθω άνετα στις Ενοχές στην πλατεία Ναυαρίνου και στο αγαπημένο Διατηρητέο, στην Ικτίνου. Κάποιες βραδιές ίσως βρεθώ για ένα live στο Duende, του οποίου η ξύλινη πρόσοψη θυμίζει παρισινό καφέ, ή στο Dillinger Bar στην Λώρη Μαργαρίτη με την επίσης κομψότατη είσοδο. Στην επιστροφή προς το σπίτι, εννοείται ότι θα περάσω από το απέθαντο Flou, για ένα «γεια» στους αγαπημένους Λάμπρο και Μιχάλη.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη σήμερα είναι το Café του Μουσείου Φωτογραφίας. Με συγκλονιστική θέα στο ιστορικό κτίριο του Επιβατικού Σταθμού (πρώην Τελωνείο), το σημείο είναι ικανό να μετατρέψει σε συγγραφέα, όποιον παρατείνει την παραμονή του εκεί. Χωρίς service και μουσική, επιτρέπει να βιωθεί ο χώρος μέσα από την υποκειμενικότητα του καθενός μας και να αποτελέσει σκηνικό των δικών μας προβολών. Προτείνω να πάρετε έναν cappuccino latte από το μηχάνημα, να βγάλετε λευκές σελίδες και στυλό και να δείτε τι θα συμβεί.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει η αδιάκοπη ιστορική της συνέχεια, η οποία αποτυπώνεται τόσο διάφανα στα μνημεία της, πολλά από τα οποία είχαν πολιτιστικές συγγένειες και αναφορές με μνημεία της Κωνσταντινούπολης (Χρυσή Πύλη, Μέση Οδός κ.α.). Ο Ernest Hebrard είχε τη σοφία να διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο τις οπτικές φυγές προς αυτά, ώστε σήμερα να μας ζεσταίνει το βλέμμα η κοκκινωπή τοιχοποιία ενός ναού στην απόληξη ενός δρόμου. Τα ευρήματα του μετρό αποκαλύπτουν επίσης συγκλονιστικά τεκμήρια του μακραίωνου παρελθόντος της πόλης και το πώς θα συνυπάρξουν με το σύγχρονο έργο, ένα μεγάλο στοίχημα. Σήμερα καμαρώνω για κάποια από τα αστικά μέγαρα της πόλης που επιβιώνουν, καθώς για το αριστουργηματικό κτίριο του Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού του Κυριάκου Κρόκου. Χαίρομαι επίσης πάρα πολύ που η πόλη γεννά συνεχώς πρωτοπόρους δημιουργούς και designers που διακρίνονται διεθνώς, αν και πιστεύω ότι είναι καιρός να πάψει να περιορίζεται η δημιουργική όψη της πόλης μόνο σε ιδιωτικές προσπάθειες. Με συγκινεί επίσης το ενδιαφέρον πολλών Θεσσαλονικέων να καταθέτουν βιώματα, τεκμήρια και φωτογραφίες σε σελίδες κοινωνικών δικτύων γύρω από την πόλη.
Θα ήθελα μια μέρα να απαλλαγεί η πόλη από τη γκρίνια, τη νωθρότητα, την παραβατικότητα και την ηχορύπανση. Θα ήθελα να πάψει να επαναπαύεται στην ιδέα ότι είναι rock και να συνειδητοποιήσει την οπτική όχληση που προκαλούν στους επισκέπτες της τα spray πάνω στα μνημεία, τις πινακίδες με εποπτικό υλικό, τον αστικό εξοπλισμό και τα αστικά μέγαρα. Θα ήθελα επίσης οι Θεσσαλονικείς να αναπτύξουν μία ουσιαστική σχέση με τα μνημεία όλων των ιστορικών φάσεων της πόλης. Τέλος, θα ήθελα η πόλη και οι φορείς της να αγαπήσουν κάποτε τις κλασικές μορφές μουσικής έκφρασης και δημιουργίας και να πάψουν να τις ταυτίζουν με το συντηρητικό πρόσωπο της πόλης. Οι πόλεις με ιδιαίτερα πρωτοπόρα και πειραματικά καλλιτεχνικά γεγονότα, είναι και αυτές με την ισχυρότατη κλασική παράδοση. Αν η Θεσσαλονίκη ονειρεύεται να αποτελέσει παράγοντα εξελίξεων στα Βαλκάνια, δε μπορεί να μην έχει καταφέρει να έχει ένα «σπίτι» για την όπερα.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με 3 λέξεις αυτές θα ήταν «παλίμψηστο», «εκλεκτικισμός» και «τοιχοποιία».
Φωτογραφία πορτρέτου: Ιωάννης Αδαμίδης