Ο γνωστός δημοσιογράφος, παρουσιάστης και ραδιοφωνικός παραγωγός μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στην περιοχή της Δάφνης, όταν ακόμα υπήρχαν γειτονιές, αλάνες κλπ κλπ, τόσο παλιός είμαι. Επειδή ο δρόμος που γεννήθηκα ήταν ένα μικρό αδιέξοδο δρομάκι, υπήρχε η πολυτέλεια να παίζουμε μπάλα, κρυφτό, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα κι ό,τι άλλο υπήρχε εκείνα τα χρόνια, χωρίς να φοβόμαστε ή να μας διακόπτουν διερχόμενα αυτοκίνητα. Βασικά, εμείς ενοχλούσαμε τα αυτοκίνητα με κάτι μεγαλοπρεπείς λακούβες στη λαμαρίνα τους μετά από ένα πολύ δυνατό σουτ! Θυμάμαι έντονα τις γειτόνισσες και τα κουτσομπολιά τους πάνω από κούπες ελληνικού καφέ καθισμένες στα σκαλοπάτια τους, να γνωρίζουν τα πάντα που συνέβαιναν στα παρακείμενα σπίτια, ελάχιστα όμως ό,τι συνέβαινε σπίτι τους. Θυμάμαι επίσης τον θεσμό του βερεσέ, που τότε ακόμα ίσχυε στον φούρναρη, στον μπακάλη και στον ψιλικατζή, καθώς και τον έμπορο από τον οποίο ψώνιζε λευκά είδη η γιαγιά μου και τον πλήρωνε λίγο λίγο από τη σύνταξή της κάθε αρχές του μήνα.
Μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1997, για τις ανάγκες της εκπομπής «ΑΜΑΝ», για την τηλεόραση του ΑΝΤ1 και με την προοπτική να παραμείνω στην πόλη για 9 μήνες. Μετά από 21 χρόνια, έναν γάμο, τρία παιδιά κι ένα διαζύγιο, είμαι ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Ζω όλα τα χρόνια ανατολικά, από το 2008 μέχρι τώρα στο Πανόραμα κι αυτό που μ’ αρέσει περισσότερο είναι η φύση, η ησυχία, το ότι μπορώ να έχω έστω έναν μικρό κήπο και γενικά μια καλή ποιότητα ζωής για μένα και την οικογένειά μου.
Μου αρέσει πολύ το κέντρο της Θεσσαλονίκης κι ίσως κάποια στιγμή κατηφόριζα πιο κεντρικά αλλά αν μιλάμε, για το «που ονειρεύομαι να ζήσω», μάλλον θα με τοποθετούσα σε άλλη πόλη, ίσως κάπου με γέφυρες. Τώρα, η Κωνσταντινούπολη θα ήταν αυτή η πόλη, η Χαλκίδα, η Φλωρεντία; Θα σας γελάσω.
Την πρώτη φορά που ήρθα στη Θεσσαλονίκη μου έκανε μεγάλη εντύπωση το κρύο. Πρωτοέφτασα εδώ περίπου στις 6 το πρωί και συγκεκριμένα στο γήπεδο της Τούμπας για τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής μετάδοσης για το τότε Supersport. Σαν Αθηναίος είχα ντυθεί πολύ ακατάλληλα για τον Βαρδάρη και το ένιωσα από το πρώτο δευτερόλεπτο, που βγήκα από το αυτοκίνητο. Αναγκάστηκα να αναθεωρήσω συνολικά την γκαρνταρόμπα μου! Επίσης, με εντυπωσίασε η προθυμία των ανθρώπων να με βοηθήσουν ως παντελώς άσχετο με τη γεωγραφία της πόλης, όπως επίσης και ότι υπήρχαν άγνωστοι που με καλημέριζαν στο δρόμο, πράγμα που ήδη είχε χαθεί στην Αθήνα.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Μόνος, σιωπηλός, να σκάβω, να διαβάζω και να έχω τη μικρότερη δυνατή επαφή με οτιδήποτε έμψυχο. Τελικά, η επαφή με πολύ κόσμο έγινε δεύτερη φύση μου, άλλοτε με μεγαλύτερη κι άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Επίσης, ήθελα να παίξω επαγγελματικά μπάσκετ, όμως ούτε ιδιαίτερα ψηλός προέκυψα, ούτε ιδιαίτερα ταλαντούχος. Τελικά σπούδασα στη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης «Λυκούργου Σταυράκου», τη «Μεγάλη του Γένους Σχολή», και από τα 18 μου κατατρίβομαι επαγγελματικά με οτιδήποτε ραδιοτηλεοπτικό -εσχάτως και digital. Το «ραδιοτηλεοπτικός πολυσουγιάς» το χρησιμοποιώ περισσότερο από το «δημοσιογράφος», πρώτον γιατί έτσι νιώθω να κρατάω μια επαφή με το τεχνικό κομμάτι των σπουδών μου και δεύτερον, γιατί είναι δυσκολότερο να το αντιληφθούν, όσοι θέλουν να με βρίσουν ως δημοσιογράφο. Από το περασμένο ακαδημαϊκό έτος έχω την τιμή και την ευθύνη να είμαι διευθυντής σπουδών στη Σχολή ΜΜΕ & Τεχνών του ΙΕΚ ΔΕΛΤΑ 360 και αφιερώνω εκεί τον χρόνο μου, παράλληλα με τις ιδιότητες του τηλεοπτικού συμπαρουσιαστή σε Ράδιο Αρβύλα και Vinylio, του ραδιοφωνικού παραγωγού στον www.home891.gr και του blogger στο www.gazzetta.gr.
Το ραδιόφωνο για μένα είναι μια χρυσή ισορροπία μεταξύ μουσικής και λόγου, με μεγαλύτερη όμως έμφαση στον λόγο, γιατί αυτό εκτιμώ κι εγώ ως ακροατής. Μουσική υπάρχουν πολλοί τρόποι να ακούσει κανείς, αλλά ενδιαφέροντα λόγο ή ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις, χωρίς να χρειάζεται να αφήσεις κάθε άλλη δραστηριότητα όπως απαιτεί η τηλεόραση, μόνο το ραδιόφωνο μπορεί να προσφέρει. Τον τελευταίο χρόνο ραδιοφωνικά βρίσκομαι στον home891.gr τα πρωινά του Σαββατοκύριακου (10-12:00) κι απολαμβάνω την επαφή με την Χαλκίδα, όπου ο σταθμός εδρεύει, την ελευθερία στην επιλογή της μουσικής, που διαλέγω ανάλογα με τη διάθεσή μου, και την ανεκτικότητα στο ραδιοφωνικό μου λόγο, που δεν είναι πάντα «στρογγυλός».
Η δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη, όπως και στην Ελλάδα γενικότερα, πρέπει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του πολίτη, την οποία έχει χάσει, είτε εξαιτίας συμπεριφορικών είτε εξαιτίας οικονομικών λόγων. Συμπεριφορικούς λόγους εννοώ την παντελή έλλειψη αντικειμενικότητας και οικονομικούς λόγους τη διαπλοκή. Το ότι τα χρήματα λιγόστεψαν, δεν είναι δικαιοκολογία για να μην κάνει τη δουλειά του ένας δημοσιογράφος έντιμα. Σε τοπικό επίπεδο τα Μέσα της Θεσσαλονίκης παλαιότερα ήταν πρωτοπόρα κι ελπίζω ότι θα πάψουν να είναι «ουρές» αθηναϊκών μέσων. Είτε αθλητικά, είτε πολιτικά, είτε κοινωνικά, η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα χρειάζονται ΜΜΕ με πανελλαδική ματιά, που να εδρεύουν στην Θεσσαλονίκη και όχι ανταποκριτικά γραφεία.
Αυτό που μου δίνει μεγάλη χαρά από τη θέση του διευθυντή σπουδών σε μια σχολή Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, έχει να κάνει με τη συναναστροφή μου με νέους ανθρώπους που έχουν όνειρα, επιθυμίες και στόχους και τους οποίους μπορώ να βοηθήσω με τις γνώσεις μου και την εμπειρία μου, προσπαθώντας πάντα να μένω μακριά από δασκαλίστικους ρόλους και αυτοπραγμάτωση. Το δυσκολότερο είναι να ενθαρρύνω προσωπικότητες που αποθάρρυναν η ελληνική οικογένεια και το ελληνικό σχολείο, ορίζοντας τους ως επιτυχία πράγματα άσχετα με την προσωπική τους ευτυχία.
Μια στιγμή της καριέρας μου που να ένιωσα πραγματικά περήφανος; Νομίζω ότι σε αυτή την απάντηση κρύβεται η ματαιοδοξία και το καλάμι, που θα προτιμούσα να αποφύγω. Αν ασχολείσαι με τη σάτιρα, περηφάνεια πρέπει να νιώσεις όταν σε κακολογούν όλοι, γιατί αυτό σημαίνει ότι κρατάς ίσες αποστάσεις. Στην περίπτωση της δημοσιογραφίας ή του ραδιοφώνου, το να βρεις το προσωπικό σου ύφος και να είναι διακριτό, είναι ένας σημαντικός λόγος να είσαι περήφανος.
Το αγαπημένο μου μέρος στη Θεσσαλονίκη είναι... οπωσδήποτε το κέντρο της πόλης κι επειδή οδηγώ κυρίως δίκυκλο, η αγαπημένη μου διαδρομή είναι να μπαίνω στην Τσιμισκή αλλά να στρίβω νωρίς για να βγω μέσω της Μοργκεντάου στην Προξένου Κορομηλά και μετά ως το τέρμα, χαζεύοντας τον κόσμο στα τραπεζάκια. Σπανιότερα οδηγώ στη Νίκης ενώ, αν είναι να περπατήσω, προτιμώ τη Φράγκων και τη Βασιλέως Ηρακλείου.
Μπορεί να με συναντήσει κανείς στο γραφείο μου στη σχολή, όπου βρίσκομαι καθημερινά, αλλά επειδή μάλλον πρέπει να ορίσω ένα στέκι, θα με βρείτε στη στοά Tom’s είτε να χαζεύω παπούτσια, είτε να πίνω καφέ με φίλους, είτε να γράφω πίνοντας κάτι στο υπόγειο.
Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ; Το πατάρι του Ιανού για προσωπικούς λόγους, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα για ιστορικούς λόγους κι εκθέσεις φωτογραφίας ή ό,τι εικαστικό τα Μουσεία Κινηματογράφου και Φωτογραφίας στο Λιμάνι.
Τα αγαπημένα μου εστιατόρια είναι το Poselli για πίτσα και ζυμαρικά, ο Κοσμάς και το Όμικρον για θαλασσινά, το Μαιτρ και Μαργαρίτα για τη φαντασία του, το Extravaganza και η Μασσαλία, γιατί είναι παντός καιρού, και το Κρητικό Καφενείο του Ζουριδάκη για τη ρακή, τους χοχλιούς και τις σφακιανές πίτες. Όπως καταλαβαίνετε είμαι φουλ του Κέντρου.
Για τη βραδινή μου έξοδο προτιμώ το Βογατσικού 3 για να ευχαριστηθώ cocktail και καθαρά ποτά, την Αίγλη για τη μοναδικότητά της, το Dandelion για τον Αλέξανδρο, το Στόρι για τον Κωνσταντίνο Κουλουζάκη, οπουδήποτε έχει ωραίες μουσικές (funk, soul κλπ) και όπου παίζουν ωραίοι djs όπως ο Μανώλης Σταυρουλάκης, ο Στέργιος Τσουρνάβας κι ο Χρήστος Μητρέντζης. Πάντα κέντρο, πλην περιπτώσεων που θέλω να μείνω στο Πανόραμα, οπότε πηγαίνω στο Dio con Dio.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι το Salonica Tennis Club ή ο Όμιλος Αντισφαίρισης στο Βυζάντιο, όπου θα συνδυάσω το αγαπημένο μου άθλημα με παρέα ή απλά με την υπερπολύτιμη σιωπή.
Δεν είναι δύσκολο να νιώσεις τη Θεσσαλονίκη πόλη σου, ακόμα κι αν δεν είσαι Θεσσαλονικιός. Η άμεση επαφή της με τη θάλασσα, το μέγεθός της, που είναι ιδανικό για ένα αστικό τοπίο, και η ιστορία πολλών διαφορετικών πολιτισμών, που είναι ορατοί παντού, αν κοιτάζεις γύρω σου και ψηλά ενώ περπατάς. Κυρίως μου αρέσει το ότι, αν «τιναχτεί» αυτή η πόλη και ξεφορτωθεί τις τουρκομπαρόκ της συνήθειες, θα μείνει ένα ωραίο αστικό περιβάλλον με πολλές δημιουργικές δυνατότητες.
Στην πόλη θα ήθελα να αλλάξω το θέμα «κίνηση» ή «αστικές συγκοινωνίες», που έχει κουράσει πολύ και από inside joke έχει γίνει βάσανο και έχει υποβαθμίσει τη ζωή σε πολλές γενιές κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Το να πεζοδρομηθεί όλο το κέντρο μετά την ύπαρξη σύγχρονων μέσων μεταφοράς και μια τολμηρή εικαστική παρέμβαση στα κτίρια-εκτρώματα της αντιπαροχής, θα έκανε τη Θεσσαλονίκη μια σύγχρονη πόλη, όπως της αξίζει. Σε επίπεδο νοοτροπίας θα προτιμούσα η Θεσσαλονίκη να ασχολείται περισσότερο με τον εαυτό της και τον ρόλο της και να αυτο-συγκρίνεται λιγότερο με την Αθήνα.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω την πόλη που ζω με 3 λέξεις αυτές θα ήταν... γοητευτική, ετερόκλητη, παχυντική!
Φωτογραφίες πορτρέτων: Κική Παπαδοπούλου, Once upon a photo