Ο καταξιωμένος δημοσιογράφος μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του...
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Ανέκαθεν πίστευα ότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής είχαν μια καλώς εννοούμενη τρέλα, η οποία στο τέλος της ημέρας τους σώζει από τις δυσκολίες της ζωής. Τελείωσα το σχολείο στο Πολυκλαδικό Λύκειο της περιοχής, ένα ζόρικο σχολείο από πολλές απόψεις, που ωστόσο μας έδωσε πολλά μαθήματα για τη μετέπειτα ζωή εκεί έξω. Η Νεάπολη είναι μια περιοχή που υποδέχθηκε πολλά κύματα μεταναστών, οπότε από πολύ μικρή ηλικία έμαθα να συνυπάρχω με ανθρώπους από άλλες χώρες που ήταν συμμαθητές μου, γείτονες και στην πορεία φίλοι.
Η αγαπημένη μου γειτονιά στην πόλη συμπίπτει και με τον πιο αγαπημένο μου δρόμο. Προξένου Κορομηλά. Τόσο κοντά στη θάλασσα κι όσο πρέπει μακριά από τη βαβούρα της παραλιακής, αυτό το κομμάτι της Θεσσαλονίκης πάντα μου έδινε την αίσθηση πως είμαι κάπου στο εξωτερικό. Είναι ο δρόμος που στο παρελθόν είχε ζήσει ένδοξες στιγμές lifestyle με γνωστά καταστήματα και στέκια, όμως τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να ξαναβρεί τη χαμένη του δημιουργικότητα. Σε κάθε περίπτωση, το κέντρο είναι η ιδανική λύση για να είσαι μέσα σε όλα. Εννοείται χωρίς αυτοκίνητο, έτσι;
Δημοσιογράφος ήθελα να γίνω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Έχω ακόμη εικόνες μέσα στο μυαλό μου, με εμένα να ξεκοκαλίζω το «Κλικ» κι όλα τα περιοδικά της εποχής -από το εξώφυλλο μέχρι το οπισθόφυλλο. Χωρίς υπερβολή. Στα δικά μου μάτια η ζωή ενός δημοσιογράφου είχε συναντήσεις με πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους και θαύμαζα πολύ τη γραφή του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, του Φώτη Βαλλάτου, της Μανίνας Ζουμπουλάκη, της Μυρτούς Κοντοβά -κι όχι μόνο. Παρά την αγάπη μου αυτή, προτίμησα για πρακτικούς λόγους να σπουδάσω Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και στην πορεία μου προέκυψε ένα μεταπτυχιακό στον τομέα της Βιοηθικής. Οι σπουδές μου σίγουρα με έχουν βοηθήσει στη δουλειά που κάνω αυτή τη στιγμή. Υπάρχουν περιπτώσεις που πρέπει να κάνεις ψυχοθεραπεία σε μια προσωπικότητα στην οποία κάνεις συνέντευξη, για να της «πάρεις» την ατάκα που θέλεις για το εξώφυλλο. Ήξερα όμως από την πρώτη στιγμή ότι ανήκω στα media.
Η πρώτη μου επαφή με το χώρο των media έγινε μέσω του Στέφανου Τσιτσόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υπήρξε ο μέντορας μου και ο άνθρωπος εκείνος που στα 19 μου άλλαξε όλη την κοσμοθεωρία. Παρά το γεγονός ότι σήμερα δεν έχουμε καμία επαφή, πάντα θα θυμάμαι ποιος με καλωσόρισε στη δημοσιογραφία. Η αφετηρία λοιπόν έγινε στο περιοδικό «Cool», το κύκνειο εκδοτικό άσμα του Άρη Τερζόπουλου. Η καριέρα μου ξεκίνησε κάπως… θανατερά, αφού έπρεπε να κάνω συνέντευξη με τον Φάνη Μπαμπούλα, που όλοι ξέρουμε τι δουλειά κάνει. Είχα πολύ άγχος για το πώς θα λειτουργήσει το δανεικό κασετοφωνάκι –τελικά τα κατάφερα και η συνέντευξη εκείνη έγινε 4 σελίδες. Στην πορεία ένιωσα πολύ τυχερός που έμαθα τη δουλειά δίπλα στους καλύτερους της πόλης, χωρίς τη βοήθεια των οποίων δε θα είχα καταφέρει πολλά: Νανώ Κουγιουμτζόλου για την αποφασιστικότητα της, Σταυρούλα Κλειδαριά για την ευγένεια της, Σόνια Ταλαντίνου για την εργατικότητα της, Ντέμυ Παπαδοπούλου για την αισθητική της και την Πολυξένη Καραμίχα για την ευφερετικότητα της. Ο Στέφανος με τις παραπάνω κυρίες με έστειλαν "ετοιμοπόλεμο" στην Αθήνα.
Είχα την τύχη να βρεθώ στην ομάδα του Νίκου Χατζηνικολάου και να δουλέψω στα Μέσα του Real Group για τρία χρόνια. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω την ευγένεια του αλλά και το χιούμορ του ακόμη και όταν ερχόντουσαν τα δύσκολα. Ένας πραγματικός κύριος με όλους τους συνεργάτες του. Επίσης, καθοριστικής σημασίας στιγμή στη δουλειά μου ήταν η συνεργασία μου με την Ελένη Μενεγάκη. Μαζί με την αρχισυντάκτρια της, Ελένη Γελαλή, με υποδέχθηκαν στον Alpha και μαζί τους βούτηξα στα βαθιά. Η πειθαρχία και ο δυναμισμός της Ελένης Μενεγάκη, ο τρόπος που φέρεται στους συνεργάτες της αλλά και η ματιά της στη ζωή είναι πράγματα που δεν ξεχνάς εύκολα. Πολλές φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να την παρακολουθώ live στο πλατό προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω αυτή τη γυναίκα. Η Ελένη είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχω συναντήσει μέχρι σήμερα. Κι έχω συναντήσει πολλούς. Για μένα δεν ήταν σχολείο, πανεπιστήμιο ήταν.
Η φετινή τηλεοπτική σεζόν με βρίσκει στην εκπομπή «Τι Λέει;» του Alpha με την Ελένη Τσολάκη, τον Γρηγόρη Γκουντάρα, την Τζένη Μελιτά και τον Δημήτρη Μακαλιά. Είναι ένα νέο στοίχημα του καναλιού σε μια πολύ ανταγωνιστική ζώνη, όπως είναι η απογευματινή. Η τηλεόραση είναι το πιο απαιτητικό Μέσο για έναν δημοσιογράφο, γιατί οφείλεις να είσαι updated ανά πάσα στιγμή και να προσέχεις τι ξεστομίζεις. Οι ταχύτητες της δουλειάς είναι υψηλές, το άγχος μεγάλο, όμως όταν η ομάδα λειτουργεί σαν ορχήστρα όλα γίνονται πιο εύκολα. Με την Ελένη γνωριζόμαστε από την εποχή που δουλεύαμε μαζί στο TV Μακεδονία και χαίρομαι που συναντώ το ίδιο ακριβώς άτομο που γνώρισα και τότε. Με τα υπόλοιπα παιδιά ήρθαμε πιο κοντά φέτος, αλλά συνεννοηθήκαμε αμέσως γιατί είναι επαγγελματίες. Βάζουμε όλοι τα δυνατά μας.
Ένα επαγγελματικό μου όνειρο είναι να φέρω την ελληνική τηλεόραση πιο κοντά στο εξωτερικό με ταξίδια και νέες τάσεις που θα μεταφέρουν το κλίμα που επικρατεί εκτός συνόρων. Επιπλέον, ανέκαθεν με ενδιέφεραν οι συνεντεύξεις με ανθρώπους, διάσημους και μη, που έχουν μια ωραία ιστορία να σου διηγηθούν κι ένα σημαντικό μήνυμα να στείλουν. Ούτως ή άλλως λατρεύω τις συνεντεύξεις κι είναι το κομμάτι της δουλειάς μου που απολαμβάνω περισσότερο από το καθένα.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο στη Θεσσαλονίκη είναι μακράν το 7 Θάλασσες στην Καλαποθάκη, ίσως γιατί εδώ έχω περάσει μερικές από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Αν αγαπάς το ψάρι στα καλύτερα του μαζί με παγωμένο λευκό κρασί, τότε αυτό είναι το μέρος σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα γέλια που έχω κάνει με φίλους μου στα τραπέζια του αλλά και κάποιες πιο προσωπικές συζητήσεις με δικούς μου ανθρώπους. Οπωσδήποτε λέμε «ναι» στα χτένια, στη σαλάτα θαλασσινών και στα φιλιά που συνοδεύουν ένα ωραίο τραπέζι.
Όταν έρχομαι Θεσσαλονίκη μπορεί να με συναντήσει κανείς στο Local που εδώ και χρόνια είναι κομβικό σημείο στο κέντρο της πόλης. Εδώ θα βρεθώ με πολλούς φίλους μου, θα μάθω τα νέα της πόλης από γνωστούς μου που θα περάσουν τυχαία μπροστά από το τραπέζι μου, θα φάω την αγαπημένη μου σαλάτα με κοτόπουλο όταν φτάσω από το αεροδρόμιο. Κάποιες αξίες αντέχουν στο χρόνο.
Ένας χώρος τέχνης που αγαπώ ιδιαίτερα είναι το Μέγαρο Μουσικής, τόσο για τις παραστάσεις κι εικαστικές εκθέσεις που φιλοξενεί κατά καιρούς όσο και για την τοποθεσία του μπροστά στη θάλασσα που καθηλώνει. Οι τεράστιες γυάλινες τζαμαρίες του με φόντο τον Θερμαϊκό για μένα το βάζουν στη No1 θέση στη λίστα των κτιρίων της πόλης. Πραγματικό διαμάντι για την Θεσσαλονίκη.
Επειδή λείπω ήδη 4 χρόνια, κάθε φορά που ανεβαίνω βλέπω ότι παλιά στέκια και μέρη με μεγάλο παρελθόν έχουν δώσει τη θέση τους σε κάτι νέο. Αυτό μου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, αλλά c’ est la vie σε τελική ανάλυση. Όπως και να'χει πάντως, αγαπώ πολύ τις συζητήσεις με φίλους πάνω από την πάβλοβα του Canteen, όπως επίσης την ατμόσφαιρα του Duck Private Cheffing με την εξαιρετική Ιωάννα Θεοδωρακάκη στην κουζίνα. Μεσημεριανά γέλια ή καβγάδες πάνω από το brunch του Be, που ετοιμάζεται για ριζική αλλαγή, πειραγμένες κρητικές γεύσεις στο Χαρούπι στα Λαδάδικα και σίγουρα χορός μέχρι τελικής πτώσεως σε κάποιο από τα bar που παίζει μουσική ο Γιάννης Μητσοκάππας. Επίσης, πάντα πριν φύγω περνώ μια βόλτα από το Exereton για βιολογικά καλούδια και super foods που δε βρίσκω εύκολα στην Αθήνα.
Το μυστικό μου μέρος στην πόλη είναι το πρώην στρατόπεδο Στρεμπενιώτη στη Νεάπολη. Η αλήθεια είναι ότι, κάθε φορά που θέλω να πάρω φόρα για κάτι δυνατό που έρχεται στη ζωή μου φροντίζω να κάνω μια βόλτα εκεί. Γιατί; Εκεί συναντώ τον 16χρονο εαυτό μου. Αυτός μου δίνει όλες τις απαντήσεις, ακόμη κι όταν γύρω μου όλα θολώνουν. Αν ο έφηβος εαυτός σου χαμογελάει για αυτά που έχεις καταφέρει, τότε μάλλον είσαι στο σωστό δρόμο. Αν δεν είναι ευχαριστημένος με την τροπή που έχει πάρει η ζωή σου, τότε προφανώς κάτι έχεις κάνει λάθος. Επίσης, επειδή κάποια χρόνια της ζωής μου τα έζησα στον Χορτιάτη, σας συνιστώ ανεπιφύλακτα μια μέρα μέσα στην εβδομάδα να τα παρατήσετε όλα και να κάνετε μια βόλτα στο δάσος του. Η αίσθηση της φύσης και της απόλυτης σιωπής είναι μαγική.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στη Θεσσαλονίκη είναι οι μικρές της αποστάσεις, γεγονός που -κακά τα ψέματα- την καθιστά μια περισσότερο ανθρώπινη πόλη. Η βόλτα στην παραλία με ένα παγωτό στο χέρι είναι αρκετή για να ξεχάσεις τα deadline του γραφείου. Η θάλασσα γενικότερα είναι κάτι που μου λείπει στην Αθήνα και δυστυχώς δεν αναπληρώνεται… Το ίδιο και οι εξορμήσεις τα Σαββατοκύριακα στη Χαλκιδική, οι οποίες είναι μεγάλο προνόμιο των Θεσσαλονικέων. Επίσης, μου λείπει πολύ η απλότητα στη συμπεριφορά των ανθρώπων, καθώς ο τρόπος ζωής στην Αθήνα βάζει περισσότερους όρους και προϋποθέσεις στις επαφές μας με τους άλλους. Πάνω από όλα όμως μου λείπει η καθημερινή επαφή με την οικογένεια μου και με τους φίλους μου. Όσα χιλιόμετρα και να μας χωρίσουν η Ρένα, η Μαργαρίτα και ο Αλέξανδρος είναι πάντα μαζί μου στο κινητό μου.
Η αλήθεια είναι πως τους πρώτους μήνες που μετακόμισα στην Αθήνα αναρωτιόμουν καθημερινά τι δουλειά έχω εγώ εδώ. Μάλιστα, υπάρχει μια ταμπέλα στην Κηφισίας στο ύψος της Κατεχάκη που δείχνει την κατεύθυνση για Θεσσαλονίκη. Υπήρξαν λοιπόν 2 στιγμές που το σκέφτηκα πολύ σοβαρά να στρίψω για Θεσσαλονίκη και να μη γυρίσω ποτέ πίσω. Πρέπει όμως να παραδεχθώ ότι παρά τις μεγάλες δυσκολίες της, η Αθήνα είναι μια πόλη που με υποδέχθηκε από την αρχή με πολύ καλές προδιαγραφές και πάντα μου προσφέρει ευκαιρίες για να την αγαπήσω. Συχνό θέμα συζήτησης όταν βρισκόμαστε με φίλους και συναδέλφους Θεσσαλονικείς είναι το αν θα επιστρέφαμε ποτέ πίσω. Είμαι υπέρμαχος του «ποτέ μη λες ποτέ», όμως πλέον νιώθω μέσα μου ότι το σπίτι μου είναι στην Αθήνα. Οι ρυθμοί της πόλης μου ταιριάζουν «γάντι» κι έχω γνωρίσει κάποιους ανθρώπους τους οποίους θεωρώ μετά από όσα έχουμε ζήσει μαζί φίλους μου.
Οι τρεις λέξεις που περιγράφουν τη δική μου Θεσσαλονίκη είναι... μελαγχολική, ερωτική, πατρίδα.