Ο διακεκριμένος φωτογράφος και συν-ιδρυτικό μέλος του Φωτογραφικού Κέντρου Stereosis, Εμμανουήλ Παπαδόπουλος, φέρει κάτι από την αστική ευγένεια και την αύρα μιας άλλης εποχής. Ο πολυεπίπεδος δημιουργός που έχει συνεργαστεί σε επιμέλειες φωτογραφικών εκθέσεων και εκδόσεων λευκωμάτων ενώ έχει υπάρξει, μεταξύ άλλων, συντoνιστής και art director μουσικών φεστιβάλ και εικαστικών project, "καδράρει" τις αγαπημένες του γωνιές στην πόλη και μιλάει για όσα αγαπάει αλλά και όσα θα ήθελε να αλλάξουν.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη τέλη κάποιου Νοέμβρη, στα μέσα του ’70 και από τότε σχεδόν όλους τους Νοέμβριους με μικρά διαλείμματα, ζω εδώ.
Ως παιδί ζούσα Μπότσαρη γωνία με Νέα Εγνατία, υπό κατασκευή τότε. Η γειτονιά που μεγάλωσα μεγάλωνε και αυτή μαζί μου, έπαιρνε ύψος και μας έκρυβε τον ήλιο. Στα χαμόσπιτα και στα γιαπιά κάναμε εξερευνήσεις, πότε σαν Ιντιάνα Τζόουνς και πότε σαν Ράμπο με νεροπίστολα και φυσοκάλαμα. Οι μανάδες στα μπαλκόνια έπιναν τούρκικο καφέ και άλοιφαν μερέντα σε μαργαρίτες. Τα γόνατά μας βρόμικα, οι αστράγαλοι και οι αγκώνες μόνιμα πληγωμένοι. Ενώ τα κορίτσια έπαιζαν μήλα και σχινάκι, εμείς στις αλάνες κλωτσούσαμε την μπάλα σε εστίες χωρίς δοκάρια, συχνά αντί για γκολ σπάζαν τζάμια μαγαζιών και τότε τα γέλια φούσκωναν τα κόκκινα μάγουλά μας μέχρι δακρύων.
Η αγαπημένη μου γειτονιά βρίσκεται κάπου στα στενά της Άνω Πόλης. Αρκετά χρόνια πριν, πήγα με εντολή να φωτογραφίσω την τοιχογραφία της μονής του Οσίου Δαβίδ -η μοναδική τοιχογραφία στον κόσμο που απεικονίζει τον Ιησού αγένειο. Μετά από αρκετή ώρα βγήκα στην αυλή, ήταν πνιγμένη από γεράνια φυτεμένα σε τενεκέδες λαδιού και φέτας. Λίγα βήματα πιο πέρα, η θέα μου έκοψε την ανάσα: όλος ο κόλπος πιάτο, ευλογία. Ιδανικά θα ήθελα να ζω κάπου εκεί γύρω. Έχει γειτονιές η Άνω Πόλη που αισθάνομαι, ότι κρατούν ακόμα έναν πιο ανθρώπινο χαρακτήρα.
Τα τελευταία χρόνια ζω στο κέντρο, σε ένα διαμέρισμα στην οδό που πρώτα ονομαζόταν Πολωνίας, έπειτα έγινε Πρίγκηπος Νικολάου και εν συνεχεία Αλεξάνδρου Σβώλου, στη συμβολή με Π.Π. Γερμανού. Αυτό που μου αρέσει είναι, όταν την άνοιξη ανθίζουν τα δέντρα και κάτω από το μπαλκόνι μοιάζει να κυλά ένα πράσινο "ποτάμι". Τα τελευταία 2-3 χρόνια, μια πρωτοβουλία πολιτών διοργανώνει το "Δείπνο της Άνοιξης" στη Σβώλου. Είναι ωραία.
Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω μεγάλος. Τώρα που έχω μεγαλώσει, ακόμη δεν έχω αποφασίσει. Τα πάντα θέλω. Πιστεύω, ότι στη ζωή δεν αξίζει να παλεύεις να γίνεις αποκλειστικά κάτι, ένα πράγμα. Είναι κρίμα να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, όλοι ερασιτέχνες είμαστε. Είναι λίγα τα χρόνια.
Τη φωτογραφία δεν τη διάλεξα. Αυτή με διάλεξε. Εγώ ακόμα και τώρα θέλω να γίνω τενόρος! Τίποτε, ωστόσο, δεν υπήρξε ως καθαρή απόφαση, αλλά ως μια πορεία μικρών επιλογών και επιθυμιών, με αρχική και μεγαλύτερη αυτή της αγάπης μου για τον κινηματογράφο. Ήθελα να ταξιδεύω, να γνωρίζω κόσμους και να πλάθω ιστορίες. Η φωτογραφική μηχανή έγινε το διαβατήριό μου.
Θυμάμαι, πώς προέκυψε η πρώτη μου έκθεση φωτογραφίας. Ήμουν 19 χρονών. Ο μπαμπάς κοιμήθηκε τον Φεβρουάριο, τον Αύγουστο του ‘95 έκανα ένα interail ταξίδι μόνος μου. Με τρένα και βαπόρια από Θεσσαλονίκη μέχρι την Καζαμπλάνκα. Ήθελα να συνεχίσω όλη την ακτογραμμή μέχρι το Κάιρο, αλλά φοβήθηκα και γύρισα πίσω πάλι από την Ευρώπη. Ένας μήνας, με ένα δισάκι στην πλάτη, τη “Βάρδια” του Καββαδία για παρέα και δεκάδες ασπρόμαυρα φιλμ. Την επόμενη άνοιξη ο Χάρης, ένας καλός φίλος, διοργάνωσε ένα πολιτιστικό δεκαήμερο στην Καβάλα και μου ζήτησε να εκθέσω τις φωτογραφίες εκεί. Οι στιγμές που ανακαλώ με αφορμή τη συγκεκριμένη έκθεση είναι το Palio στη Σιέννα, η πρώτη βουτιά στον Ατλαντικό και τον ύπνο που έκανα σαν άστεγος στη Βενετία, γιατί δεν είχα πλέον χρήματα.
Το 2014 βρέθηκα στην πρωτεύουσα του Ρατζαχστάν, την Ουνταϊπούρ. Ο Μαχαραγιάς της πόλης, Shreeji Arvind Singh Mewar, πάντρεψε και έστεψε τον πρωτότοκο γιο του. Επιλογή του ήταν να έχει μια ευρωπαϊκή ματιά στην κάλυψη του εθιμοτυπικού της στέψης. Η ανάθεση έγινε στις φίλες και συνεργάτιδες Μερόπη Μήτρου, Αθανασία Παπαδοπούλου και Κορνηλία Σιδηρά στον τομέα της φωτογραφίας. Εγώ ανέλαβα τη σκηνοθεσία και τη διεύθυνση φωτογραφίας για το ντοκιμαντέρ “Royal Red”. Το έθιμο κράτησε 21 μέρες. Ήθη κι έθιμα, άλλος κόσμος, άλλος πολιτισμός. Όλα μπροστά στα μάτια μας ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Ήταν ένα πολύ απαιτητικό πρότζεκτ, του οποίου το αποτέλεσμα άφησε πολύ ικανοποιημένους, τόσο εμάς όσο και τη βασιλική οικογένεια των Mewar.
Η σκέψη για τις διαλέξεις Ελλήνων φωτογράφων με τίτλο "Personal Narratives", που διοργανώνω στη Stereosis, ξεκίνησε από την ανάγκη να ανταμώνουμε και να μιλάμε για πράγματα που αγαπάμε, για την εμπειρία της φωτογραφικής πράξης. Ένας φωτογράφος σήμερα, αν θέλει να επικοινωνήσει τη δουλειά του σε επαγγελματικό επίπεδο, έχει δύο επιλογές: Την έκδοση ενός φωτογραφικού βιβλίου ή μια οργανωμένη έκθεση. Το κόστος και για τα δύο, σήμερα είναι σχεδόν αποτρεπτικό. Σκέφτηκα, λοιπόν, αυτές τις συναντήσεις ως μια ευκαιρία να δοθεί βήμα στους φωτογράφους να μοιραστούν τις ιστορίες πίσω από τις εικόνες τους, να τις υπερασπιστούν, να διαδράσουν με τον κόσμο και να μην μείνει η έκθεσή τους μονάχα στις σελίδες του διαδικτύου.
Πέρσι, στο 52 Φεστιβάλ Δημητρίων ανέλαβα τον σχεδιασμό και τη σκηνοθετική επιμέλεια της πολυμεσικής έκθεσης "Revolution in art", έχοντας πλήρη γνώση της ευθύνης τόσο απέναντι στην ιδέα της Αντιδημάρχου Έλλης Χρυσίδου, όσο και στην σπουδαιότητα της Συλλογής Κωστάκη. Ο σκοπός ήταν με σύγχρονα μέσα να επικοινωνηθεί στον κόσμο η Συλλογή, με αφορμή τα 100 χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης. Το καταφέραμε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, με όλους τους συνεργάτες, οι οποίοι δεν ήταν λίγοι. Το εγχείρημα ήταν πολύ σημαντικό, και γι' αυτό νιώθω περήφανος, καθώς για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια έκθεση παρουσιάστηκε με αυτόν τον τρόπο.
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη βρίσκεται μπροστά και πίσω στα δέντρα απο το Κυβερνείο (Παλατάκι). Εκεί, με θέα τη Θεσσαλονίκη και ακουστικά στα αυτιά, έχω τελειώσει σχεδόν όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Από την εφηβεία μέχρι και τώρα ακόμα, πάντα κρατώ τις τελευταίες σελίδες για εκείνο το μέρος.
Όλα τα μουσεία της πόλης μας είναι διαμάντια. Την πρωτιά για εμένα έχει το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού του Κρόκου, από αρχιτεκτονικής άποψης. Αν και έχω εκθέσει και στα δύο, στην καρδιά μου έχω το Μουσείο Φωτογραφίας. Τι άλλο θα μπορούσα να πω!
Μία από τις καθημερινές μου συνήθειες είναι συχνά πυκνά το μεσημέρι να βγω στον πεζόδρομο της Ικτίνου για να με δει λίγο ο ήλιος. Ενίοτε, κάνω ψέμματα πως μιλώ στο τηλέφωνο, γιατί ντρέπομαι.
Το μέρος όπου χαλαρώνω, ηρεμώ και αντλώ δύναμη για πολλά χρόνια ήταν τα Μπεή Χαμάμ ή "Λουτρά Παράδεισος". Είναι μια όαση γαλήνης αυτό το μέρος. Πήγαινα πάντα με τα ακουστικά στα αυτιά, σε μια μαρμάρινη γωνίτσα στο τμήμα τον ανδρών. Εκεί πήρα πολλές αποφάσεις σε διλήμματα που είχα κατά καιρούς. Είναι κρίμα που τώρα είναι κλειστά. Πλέον πηγαίνω στον “Κήπο του απογευματινού ήλιου” στη Νέα Παραλία, με τις στίπες σε πρώτο πλάνο και μπροστά η θάλασσα.
Το σημείο της Θεσσαλονίκης που με εμπνέει περισσότερο για να το φωτογραφίζω είναι στα δυτικά της πολης, χάραματα, μέσα στα μπουζούκια και έξω στις καντίνες. Εκεί που οι Έλληνες χάνουν, βρίσκουν και ξαναχάνουν την ταυτότητά τους.
Κάτι που μου αρέσει πολύ στην πόλη είναι η κλίμακά της, το γεγονός ότι δεν χρειάζεσαι αυτοκίνητο, μπορείς να την περπατήσεις και από το υπέροχο θαλάσσιο μέτωπο, σε λίγα λεπτά να βρεθείς στην Άνω Πόλη, κι από κει να χαζέψεις τον ήλιο να θρονιάζει πίσω απ’ τον Όλυμπο.
Τι θα ήθελα να αλλάξει; Η Θεσσαλονίκη από μόνη της, ως περιβάλλον, είναι και γίνεται όλο και πιο όμορφη. Η δική μας αστική κουλτούρα είναι το πρόβλημα. Μας λείπει ο σεβασμός. Η πόλη ως νοοτροπία, να παύσει να γίνεται Μήδεια.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω την πόλη μου σε τρεις γραμμές, θα έλεγα τα εξής: Όταν φυσάει νοτιάς και μόνον τότε γίνεται "Ερωτική". Όταν δεν σταματά να βρέχει, έχει γεύση μπλέ τυριού. Αν ήταν γυναίκα, θα ήταν γερασμένη με πολλούς εραστές και μ' έναν έρωτα ανεκπλήρωτο.
Το πιο χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου φωτογραφικό κάδρο της πόλης θα έπρεπε να απεικονίζει το επιδαπέδιο σταχτοδοχείο στον χώρο που γίνονται τα δημοτικά συμβούλια, καφέδες σε πλαστικό και βασανισμένες γόπες τσιγάρων.
Φωτογραφία πορτρέτου: Χλόη - Ιωάννα Πίσσα