Η γνωστή δημοσιογράφος και content creator μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια της...
Μεγάλωσα στο Ντεπώ. Ανήκα στην τελευταία τυχερή γενιά παιδιών που έπαιζαν σε αυλές και άδεια δρομάκια, γιαπιά και πάρκα, που μετατρέπονταν στη φαντασία μας σε ολόκληρα βασίλεια. Θυμάμαι τα καλοκαίρια να γυρίζουμε, τόσο δα σποράκια, τα μεσάνυχτα σπίτι, μες στον ιδρώτα και με τεράστια χαμόγελα. Θυμάμαι και το λατρεμένο στοιχειωμένο σπίτι στην οδό Όλγας γωνία με Ψελλού, που γέννησε άπειρες ώρες... δήθεν τρόμου, στην πραγματικότητα περιπετειών και παιχνιδιών. Με μόνη διαφορά, ότι οι δρόμοι είναι πλέον πολυσύχναστοι και με συνεχή κίνηση ροής (Κηφισίας, Ψελλού, Βούλγαρη, Αιγαίου), η γειτονιά παραμένει όπως τότε. Γνωριζόμαστε λίγο πολύ όλοι μεταξύ μας, υπάρχει μια αίσθηση αληθινής στοργής στην κάθε «καλημέρα». Μια συγγένεια.
Θα ήθελα πολύ ένα διαμέρισμα επί της Λεωφόρου Νίκης. Ψηλά. Να βλέπω, να μυρίζω και να νιώθω θάλασσα. Σχεδόν να βουτάω, όποτε κοιτάζω έξω από τα παράθυρα.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω παιδίατρος. Επειδή από πιτσιρίκα, είχα την ικανότητα να «διαβάζω» τι θέλουν να ακούσουν οι ενήλικες γύρω μου, ώστε να μου κάνουν όλα τα χατίρια. Τελικά σπούδασα Νομικά στο Goettingen της Γερμανίας, με ειδίκευση στο Διεθνές Θαλάσσιο Δίκαιο. Ήμουν όμως πάντα στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, έτοιμη να δοκιμάσω καθετί καινούριο. Και κάπως έτσι βρέθηκα τελικά εκεί που εξ αρχής ήθελα, ενδόμυχα, να είμαι: στη δημοσιογραφία. Στα κείμενα, τις λέξεις, αλλά και τις εικόνες, μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής. Μετά από αρκετά χρόνια στις εκδόσεις (υπήρξα αρχισυντάκτρια μερικών εκ των μεγαλύτερων περιοδικών lifestyle της χώρας), επέστρεψα εκεί από όπου όλα ξεκίνησαν για μένα: στο διαδίκτυο και τις πλατφόρμες του.
Στην Αθήνα βρέθηκα το 2008. Για να αναλάβω την αρχισυνταξία ενός περιοδικού για το Υπουργείο Πολιτισμού (λεγόταν «Π» και ήταν δίγλωσσο, απευθυνόμενο σε ξένους επισκέπτες), και παράλληλα, ίδια καθήκοντα, για το ανδρικό περιοδικό Status των τότε Εκδόσεων Λυμπέρη. Τότε ο ύπνος δεν ήταν ποτέ πάνω από τέσσερις ώρες την ημέρα, αλλά θυμάμαι εξίσου καθαρά και την αίσθηση του να σχεδιάζεις σελίδες, να κάνεις έρευνα σε αρχεία όλη νύχτα ή τη μυρωδιά του χαρτιού, όταν κάθε επόμενο τεύχος έβγαινε από το τυπογραφείο.
Συχνά με χαρακτηρίζουν ως blogger και influencer. Και θυμώνω πολύ. Δεν θα πω πως, οτιδήποτε δεν υφίσταται στις λίστες ελευθέρων επαγγελματιών της εφορίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επάγγελμα, αλλά σημείο των καιρών. Θα πω πως εξακολουθώ να είμαι υπηρέτης των λέξεων, όσο και των εικόνων. Δημοσιογράφος, όταν απευθύνομαι σε αναγνωστικό κοινό μέσω κάποιου μέσου, κειμενογράφος ή content creator, όταν παραδίδω ύλη απευθείας σε κάποια εταιρία, ενίοτε ακόμη και digital consultant, όταν προσπαθώ να βοηθήσω σε marketing strategies για την προώθηση συγκεκριμένων υπηρεσιών ή προιόντων.
Λατρεύω τη δουλειά μου. Τα ρίσκα, τα ωράρια, τα χιλιόμετρα, τα ξενύχτια, τις παραγωγές, τα απρόβλεπτα προβλήματα που σε αναγκάζουν να γίνεσαι εφευρετικός με το τίποτα. Η ομορφιά με βοηθάει περισσότερο και από την καφεΐνη. Να ανακαλύπτεις νέους ανθρώπους, μέρη, πράγματα, να τα δοκιμάζεις, να ταξιδεύεις, να κάνεις το αδύνατο να μοιάζει με βόλτα στο πάρκο. Αν άλλαζα κάτι θα ήταν μόνο το στομάχι μου –δεν έχω φτιαχτεί για το άγχος του ελεύθερου επαγγελματία. Δεν αντέχω τις αναμονές εγκρίσεων και συμφωνιών. Δεν αντέχω τη γραφειοκρατία. Και ας το παραδεχτώ, την απόρριψη –εξακολουθεί να είναι ένα ποτήρι πικρό που σου σερβίρεται ανά άτακτα χρονικά διαστήματα και δε συνηθίζεται. Αν μπορούσα να είμαι μόνο στο δημιουργικό, θα ζούσα στον παράδεισο. Αλλά όπως όλα τα νομίσματα, δεν μπορείς να έχεις την κορώνα χωρίς τα γράμματα.
Οι συνεργασίες για τις οποίες νιώθω ιδιαίτερα υπερήφανη είναι αυτές με την Porsche Hellas και την IWC Schaffhausen. Με έφεραν κοντά στη μεγάλη μου αγάπη, τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, όπου είχα την τιμή να γνωρίσω πιλότους της F1, και θρύλους του WRC, να διδαχτώ από αυτούς (Jochen Mass, Karl Wendlinger, David Coulthard, Bernd Schneider, Mark Webber), να ανακαλύψω τα δικά μου όρια (Goodwood Festival Of Speed & Members Meeting), να ξεπεράσω φόβους, και να δοκιμάσω μερικά εκ των γρηγορότερων, ασφαλέστερων και κομψότερων αυτοκινήτων που δημιουργήθηκαν ποτέ. Επειδή μου δίδαξαν πως δεν υπάρχει “αδύνατο”. Με εμπιστεύτηκαν. Και τελικά με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως η μεγαλύτερη και τελευταία πολυτέλεια που έχουμε είναι ο χρόνος. Και πως θα τον διαχειριστούμε αρτιότερα, ώστε να αξίζει κάθε δευτερόλεπτο, σχεδόν σαν να είναι το τελευταίο.
Στη Θεσσαλονίκη έρχομαι όσο συχνότερα μπορώ, λόγω οικογένειας. Πάντα στο όμορφο Ντεπώ, μια ανάσα από τη βίλα Μπιάνκα και τη Νομαρχία. Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να πιω έναν διπλό ελληνικό με τον μπαμπά. Να ακούμε την αγαπημένη του μουσική (Herbert Von Karajan) και να συζητάμε, σαν να είχαμε να μιλήσουμε από την προηγουμένη.
Όταν είμαι εδώ, μπορεί να με συναντήσει κανείς στο Vogatsikou 3. Όχι επειδή είμαι παιδική φίλη του Γιάννη Κέδε (αυτό απλώς με κάνει να καμαρώνω), αλλά για την υπέροχη λίστα τσαγιών, σαμπάνιας, ουίσκι και κοκτέιλ που προσφέρει. (Δοκιμάστε το Bloody Mary με κίτρινη τομάτα ή κάποιο από τα εξαιρετικά Ιαπωνικά ουίσκι –προσωπικά επιλέγω σπάνια αλκοόλ και αν, τότε μια Mini Moet).
Ένας χώρος τέχνης και ιστορίας που αγαπώ είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο. Δεν το χορταίνω με τίποτα. Ούτε το εσωτερικό με τα απίστευτα εκθέματα, ούτε το καφέ έξω τους θερινούς μήνες, δίπλα στα δροσερά μάρμαρα.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι η (αναρχοαυτόνομη) Μούργα, στο άχαρο δρομάκι πίσω από την Αχειροποίητο - και τα εξαιρετικά ξεχωριστά πιάτα θαλασσινών του Γιάννη Λουκάκη που αλλάζουν ανάλογα την εποχή και τα κέφια της θάλασσας.
Πιτσιρίκα με μάγευαν τα κλαμπς, το σκοτάδι, ο καπνός, τα κορίτσια που χόρευαν με γόβες και εξώπλατα, στενά μαύρα φορέματα και τα αγόρια με Paul Smith ή Katharine Hamnett και σταράκια. Kinky Bambolina, Ab Fab, Nani, Spacemobile, Decadence. Θυμάμαι σχεδόν κάθε βράδυ, κάθε dj, τα γέλια, όταν καίγαμε χιλιάδες θερμίδες χορεύοντας κάθε βράδυ. Ήμουν εκεί το βράδυ που έκλεισε για πάντα το Spacemobile. Και νομίζω τότε περάσαμε στην επόμενη εποχή. Που προσωπικά δε με γοητεύει. Δεν έχει πια την ίδια αθωότητα, ούτε την ίδια κομψότητα. Επίσης πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που κάποιος από εμάς έχασε τον έλεγχο, χορεύοντας. Δεν είναι κρίμα;
Το πιο ινταγκραμικό σημείο είναι ξεκάθαρα οι Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, αλλά και όλο το ξύλινο deck κατά μήκος της παραλίας, από το Μέγαρο Μουσικής ως το Λιμάνι. Αυτό είναι και το πιο αγαπημένο μου σημείο της πόλης. Αυτό που μου λείπει όσο τίποτε, όταν δεν είμαι εδώ. Αυτό που με επαναφέρει σε ισορροπία, όταν επιστρέφω.
Η ιστορία της Θεσσαλονίκης με κάνει περήφανη. Η ταυτότητά της με κάνει να ψηλώνω δυο πόντους ακόμα. Η εικόνα της με γοητεύει, δεν έπαψε ποτέ, ούτε λεπτό. Πάντα θα είναι το σπίτι μου, πάντα εδώ θα θέλω να επιστρέφω. Γιατί, πάνω από όλα, είναι οι άνθρωποί της. Και αυτοί είναι εγώ.
Θα ήθελα όμως η Θεσσαλονίκη να γίνει και πάλι μια περιπετειώδης πρωταγωνίστρια. Να απεγκλωβιστεί από τη στασιμότητα και την αδράνεια (οι μόνοι τομείς στους οποίους δεν ισχύει αυτό είναι η εστίαση και η γραφιστική). Να επανεφεύρει τον εαυτό της, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Είναι μια μητρόπολη και οφείλει να συμπεριφέρεται στους πολίτες ως τέτοια. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να μη λειτουργεί το (Taxi) Beat εδώ, εξαιτίας φατριών και φιλοσοφιών περασμένων δεκαετιών. Δε θα μιλήσω για το ζήτημα των ποδηλατοδρόμων ή των "αόρατων" διευκολύνσεων σε τυφλούς ή αναπήρους αλλά και των καιρικών φαινομένων που υπαγορεύουν το αν η πόλη θα λειτουργήσει ή όχι.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω τη Θεσσαλονίκη με μια πρόταση: Είναι μια γκρίζα πόλη, πνιγμένη ευτυχώς στην αλμύρα, εγωκεντρική και γοητευτική, που με έναν περίεργο τρόπο είναι και χθες και σήμερα ταυτόχρονα, άχρονη, αγαπά τις γεύσεις και τις μυρωδιές, όσο και το επικοινωνιακό design που της πάει ομολογουμένως πολύ (από την αρχιτεκτονική μέχρι τις μοναδικά κομψές γραμματοσειρές).