Ο βραβευμένος graphic designer μας ξεναγεί στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του...
Γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα μου χρόνια στην Αθήνα, αν και η καταγωγή της οικογένειας μου είναι από τις Σέρρες, όπου και μεταφερθήκαμε 10 χρόνια μετά την γέννησή μου. Στην Αθήνα έζησα σε τρεις γειτονιές. Αρχικά κατοικούσαμε στα Νέα Φιλαδέλφεια (τότε αποκαλούσαν την περιοχή στον πληθυντικό, ύστερα ήρθε το θηλυκό) και αργότερα στις Κουκουβάουνες (περιοχή γνωστή ως Μεταμόρφωση). Δε γνωρίζω με ποιο κριτήριο ακριβώς επέλεξε η οικογένειά μου αυτές τις περιοχές των Αθηνών. Ίσως ο κύριος λόγος είχε να κάνει με το γεγονός, ότι ο πατέρας μου διατηρούσε ένα εργαστήριο μεταλλικών επίπλων στη Νέα Ιωνία, όποτε φαντάζομαι πως η επιλογή έγινε για να μετακινείται εύκολα μεταξύ σπιτιού–εργαστηρίου. Η τρίτη περιοχή είναι το Παγκράτι, στην οδό Άγρας πίσω από το Καλλιμάρμαρο, αν και ποτέ δεν αποτέλεσε φυσική κατοικία της οικογένειας. Είναι, όμως, η γειτονιά με την οποία συνδέω όλες τις μνήμες μου από τη ζωή στην Αθήνα. Εκεί βρισκόταν το επίσης εργαστήριο μεταλλικών κατασκευών του αδελφού του πατέρα μου, Βασίλη, όπου περνούσα πολλές ώρες, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Κάπου ανάμεσα σε μπρούντζα, βίδες, τόρνους, πλέξι γκλας και μπανιέρες με χρώμια, ο θείος Βασίλης είχε φροντίσει να οργανωθεί και το δικό μου εργαστήριο, όπου έσπαγα, βίδωνα, κατασκεύαζα αλλά κυρίως ζωγράφιζα και διάβαζα συνοδεία του πιο εύγευστου κολατσιού: μια καταπληκτική φρατζόλα ψωμί από τον γειτονικό φούρνο, γεμισμένη με σαλάμι και τυρί. Το εργαστήριο στην Άγρας ήταν το ορμητήριό μας για επισκέψεις και στις υπόλοιπες «γειτονιές» και μέρη της Αθήνας, τα οποία για ξεχωριστούς λόγους το κάθε ένα, θεωρώ επίσης οικεία. Συνέχισα να επισκέπτομαι την Άγρας και το εργαστήριο ακόμα και μετά τη μετακόμισή μας στις Σέρρες. Ο χρόνος άφησε τα σημάδια του μόνο πάνω σε εμένα και τον θείο Βασίλη. Ο μικρός κάθετος δρόμος και τα περίχωρα αυτού παραμένουν ακόμη και σήμερα, σχεδόν ίδια με τότε. Μαζί και η αύρα της περιοχής τα καλοκαίρια. Μαζί και το εργαστήριο του θείου, μέσα στο οποίο φυλάγονται σαν κόρη οφθαλμού όλα τα πρώιμα μου «έργα», όπως ο ίδιος τα έχει βαφτίσει. Το μόνο που άλλαξε είναι ο φούρνος που έκλεισε. Έμεινε όμως έντονη η ανάμνηση της υπέροχης, μεσημεριανής λιχουδιάς!
Στη Θεσσαλονίκη ζω τα τελευταία 26 χρόνια με ένα μικρό χρονικά –και ακανόνιστο συνάμα– διάλειμμα, κατά το οποίο έζησα για ενάμιση χρόνο στο Παρίσι και για ένα εξάμηνο στην Κωνσταντινούπολη. Αφορμή για τη μετάβαση στη Θεσσαλονίκη αποτέλεσε το πέρασμά μου από το 2ο Λύκειο Σερρών στην Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ. Αυτή βέβαια ήταν πάντα και η μεγάλη δικαιολογία... Το τι θα έκανα ακριβώς, ήταν άγνωστο ακόμα εκείνο τον καιρό. Περισσότερο επικρατούσε μια εσωτερική ανάγκη, όπως τη λέω «η από μέσα βλέψη», για τη γνωριμία με το ακαθόριστο. Στη Θεσσαλονίκη έχω αλλάξει πολλές γειτονιές. Αρχικά Κασσάνδρου, μετά Ισαύρων, 40 Εκκλησιές, Τούμπα, για 12 χρόνια στο Μπιτ Παζάρ, μετά 7 χρόνια στην Κρήνη, τώρα στο Φάληρο και μετά βλέπουμε. Κάθε μια από τις παραπάνω γειτονιές είχε τη δική της γοητεία και έτσι δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Ίσως τρέφω λίγο μεγαλύτερη αδυναμία για τα επτά χρόνια που ζούσα στην Κρήνη. Αφενός γιατί συνδυάστηκε με σημαντικές αλλαγές στη ζωή μου, αφετέρου γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να γευτώ τον "μύθο" που επικρατεί ως προς την «ποιότητα ζωής που προσφέρει», σε σχέση με τις υπόλοιπες αστικές περιοχές της Θεσσαλονίκης.
Δεν αποτελώ εξαίρεση. Σαν παιδί έζησα κι εγώ το φαινόμενο, όπου κάθε παρατρεχάμενος, αφού φροντίσει πρωτίστως να σου ζουλήξει τα μάγουλα, θα αποπειραθεί όλο σιγουριά να διαγράψει το μέλλον σου μέσα από το γνωστό: «αυτό το παιδί μια μέρα θα γίνει…». Στην περίπτωση μου, λοιπόν, ως κύρια πρόβλεψη επικρατούσε το ζωγράφος –στην καλύτερη το «καλλιτέχνης», αφού γενικά περνούσα πολλές ώρες ζωγραφίζοντας, κατασκευάζοντας ή παίζοντας κιθάρα. Ο πατέρας μου, βέβαια, ήταν ο μόνος που είχε μια εντελώς διαφορετική άποψη. Ο διακαής του πόθος ήταν να με δει μια μέρα... Πρόεδρο της Δημοκρατίας! Παράλληλα με τις τέχνες, έτρεφα ιδιαίτερη αγάπη και για το ποδόσφαιρο με το οποίο και ασχολήθηκα σε ερασιτεχνικό βαθμό από πολύ μικρή ηλικία και σχεδόν μέχρι την πρώιμη εφηβεία. Παραμένει άγνωστο, γιατί κανείς δεν είχε διατυπώσει το «ποδοσφαιριστής θα γίνει το παιδί, θα δείτε» παρά μόνο ο Βούλγαρος στην καταγωγή προπονητής μου. Επειδή ήταν αδύνατο να κάνω το χατίρι όλων, επέλεξα να επιβεβαιώσω την πλειοψηφία, αποφασίζοντας τελικά να κινηθώ προς την ευρύτερη κατεύθυνση των τεχνών και του σχεδίου. Βέβαια, αυτή η απόφαση είχε μια άκρως αφηρημένη μορφή στο μυαλό μου εκείνη την περίοδο. Το τοπίο άρχισε να διαμορφώνεται μέσα από την επιλογή μου για σπουδές στο τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, ταυτόχρονα με μαθήματα γραφιστικής σε ιδιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης. Πολύ γρήγορα εγκατέλειψα την αρχιτεκτονική –μόλις στο πρώτο εξάμηνο– καθώς με κέρδισαν η τυπογραφία και η οπτική επικοινωνία και όλα πλέον πήραν τον δρόμο τους. Η μουσική παρέμεινε ως ασχολία μέχρι και σήμερα ενώ το ποδόσφαιρο βρήκε κι αυτό τον χώρο του στην καθημερινότητα μου, από τη θέση του φιλάθλου. Ο μόνος "ριγμένος" της ιστορίας τελικά φαίνεται πως είναι ο πατέρας μου.
Όταν πρωτοξεκίνησα, το γραφιστικό τοπίο της πόλης ήταν αρκετά διαφορετικό σε σχέση με το πώς είναι σήμερα. Θα έλεγα ότι σήμερα είναι αρκετά πιο «ευδιάκριτο» και «αναγνωρίσιμο». Την εποχή εκείνη, το σκηνικό θύμιζε περισσότερο τοπίο «δημιουργικών και πολυπραγμόνων στοχαστών» σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Ταυτόχρονα, ένας άγραφος ηθικός κώδικας επικρατούσε μεταξύ τους. Όλοι προερχόντουσαν από διαφορετικούς αλλά συνάμα «συγγενικούς» χώρους, όπως η αρχιτεκτονική, η φωτογραφία ή η μουσική. Σπουδαίοι αυτοδίδακτοι και μερικοί εξ’ αυτών μεγάλοι δάσκαλοι. Ο Κώστας Πετρίδης και ο αδελφός του, Αλέξης, ήταν δύο από αυτούς. Mου έδωσαν την ευκαιρία να περάσω έξι ζωτικής σημασίας χρόνια δίπλα τους, όχι απλά ως υπάλληλος αλλά από την αρχή ως ισάξιος συνεργάτης, εμπιστευόμενοι το ένστικτο και τον εφηβικό σχεδιαστικό μου ψυχισμό από την πρώτη κιόλας μέρα και μάλιστα πάνω σε σημαντικά project, όπως τις αφίσες των παραστάσεων του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Η καθημερινή «μαθητεία» δίπλα τους δεν αφορούσε τη γραφιστική με τη «στενή» έννοια του όρου. Δίπλα τους «γνώρισα» τον Weil, τον Coltrane, τον Winogrand, τον Libeskind, τον μοντερνισμό, το Bauhaus ως φιλοσοφία και όχι απλά ως στυλ, ενώ οι παρέες τους έγιναν σύντομα και δικές μου. Χατζηγώγας, Μαρτινίδης, Τσάσης, Παπακώστας, Φράγκος, Χατζηνάκος, Καμάρα, Λάγια, Παπαδημητρίου, Ζάικος, Αλαβέρας, Γεωργίου, Σαλτιέλ, Γυιόκα, Xόιπελ, Σκαλτσά και πόσοι άλλοι, με μερικούς εξ’ αυτών να έχουν φύγει δυστυχώς πρόσφατα από τη ζωή. Τι άλλο να ζητήσει ένας νεοαφιχθείς δεκαοχτάχρονος από μια επαρχιακή πόλη στην άγνωστη Θεσσαλονίκη; Άλλωστε, η γραφιστική δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός. Δύσκολα θα μπορούσα να πω, ότι σήμερα ζούμε το αυτονόητο συνεχές εκείνης της περιόδου.
Αυτό που αγαπάω περισσότερο από όλα στη δουλειά μου είναι η δυνατότητα του να επανασυστήνεις το γνώριμο, να (επαν)ανακαλύπτεις συνεχώς τις βασικές σου αξίες και να επανεφευρίσκεις τον εαυτό και την ηθική σου, αρχές που εδράζονται στον πυρήνα της μεθοδολογίας όχι μόνο της γραφιστικής αλλά του design με την ευρύτερη έννοια κατά τη γνώμη μου. Τι πιο ζωογόνο να ζητήσει κανείς από το επάγγελμα που ασκεί;
Δύσκολα μπορώ να ξεχωρίσω ένα μόνο project σε σχέση με κάποιο άλλο. Το κάθε ένα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και απαιτεί τη δική του ξεχωριστή πειθαρχία. Στην πραγματικότητα, κάθε ένα αποτελεί το βήμα για το επόμενο. Αν έπρεπε, όμως, να υπογραμμίσω κάποιες ξεχωριστές στιγμές, αυτές θα ήταν δύο αξέχαστες ημερομηνίες. Η πρώτη είναι η 31 Μαρτίου του 2016, όταν έλαβα μέσω e-mail επίσημη πρόσκληση από τη Nike World Headquarters για τη στελέχωση του τμήματος Global Football. Η δεύτερη, ήρθε έναν χρόνο μετά, στις 7 Φεβρουαρίου του 2017, όταν ανακοινώθηκε η επιλογή της πρότασης της ομάδας μας (σε συνεργασία με τους Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο, Γιώργο Τριανταφυλλάκο και Axel Peemoeller) για τον σχεδιασμό της οπτικής ταυτότητας της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, κατά την πρώτυπη διαγωνιστική διαδικασία, με αφορμή την μετεγκατάσταση της ΕΒΕ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Η συνεργασία για τον μουσειολογικό σχεδιασμό της έκθεσης «Αλέξανδρος Ιόλας: Η κληρονομιά» ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα «μακροχρόνιων» συζητήσεων με τη νυν Διεθύντρια του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης –και πολύ καλή φίλη– Θούλη Μισιρλόγλου, που εμπνεύστηκε και επιμελήθηκε το συνολικό εγχείρημα. Η πολυετή «τριβή», πάντα υπό την οπτική γωνία της διαφορετικής ιδιότητας του καθένος μας, με το περιεχόμενο της συλλογής, την ιστορία του ίδιου του συλλέκτη αλλά και του μουσείου, ήταν το βασικό συστατικό για μια εξαιρετική συνεργασία, όπου η μία μεριά συμπλήρωσε ιδανικά την άλλη. Στην πορεία του έργου, και αδυνατώντας να συνοψίσω το πνεύμα του συλλέκτη μέσα από την αυστηρότητα του διασδιάστατου μουσειολογικού σχεδιασμού, επέλεξα να συμπεριφερθώ με τον τρόπο που ο ίδιος ο Ιόλας παρότρυνε κάποτε τον Magritte να πράξει. Ήταν η καλύτερη συγκυρία για να επιστρέψω το αγαπημένο μου φουρούσι (κεφαλάρι) στο «σπίτι» του –ενθύμιο προς φύλαξη από το σπίτι του Ιόλα– με τη μορφή πλέον ενός νέου έργου. Ως έναν μικρό φόρο τιμής στο πνεύμα του Ιόλα, αλλά και ως ένα από καρδιάς ευχαριστώ στους ανθρώπους του Μουσείου για την εξαιρετική συμπόρευση που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια.
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το αεροδρόμιό της. Η μικρή του κλίμακα, σε συνδυασμό με τον τρόπο που είναι σχεδιασμένο, σου προσφέρει τη δυνατότητα να σταματήσεις στην αερογέφυρα των αναχωρήσεων για να χαζέψεις από πολύ κοντά τα αεροπλάνα που απογειώνονται ή προσγειώνονται, απολαμβάνοντας το τσιγάρο σου. Ένας μη τόπος σε μη χρόνο. Ενίοτε το επισκέπτομαι χωρίς κάποιο λόγο πτήσης, απλά και μόνο για να μου θυμίζει το πώς θα ήθελα να αντιλαμβάνομαι την Θεσσαλονίκη. Όχι ως ένα μόνιμο τόπο ή προορισμό, αλλά ως μια ζωτικής σημασίας στάση μέχρι τον επόμενο σταθμό.
Αυτό που αγαπάω στη Θεσσαλονίκη, από πρώτα μου χρόνια ακόμα εδώ, ήταν πως την αληθινή της ιστορία την έγραφαν πάντα οι παρέες και τα στέκια. Οι παρέες και τα στέκια της Στοάς, της Προξένου Κορομηλά, της Βασιλέως Γεωργίου, του Πάρκου του Φωκά, του Πάρκου των Σκύλων, του Αλέκου του Βιολογικού, του De Facto, ακόμα και του Μύλου. Καθ’ ένα από αυτά και μια ξεχωριστή μυσταγωγία. Ίσως οι παρέες και τα στέκια να είναι το βαθύτερο μυστικό της γοητείας της Θεσσαλονίκης. Σήμερα, πολλές απο εκείνες τις παρέες έχουν χαθεί και πολλά από εκείνα τα στέκια δεν υπάρχουν. Έχουν, όμως, αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους σε νέες παρέες και νέα στέκια. Είμαι ευγνώμων, γιατί ο Θάνος, ο Λευτέρης, ο Γιάννης, η Αλεξάνδρα, η Μαρία και ο Ντίνος έχουν φροντίσει να καλυφθεί άψογα «η παρέα». Το μαγαζί τους, το Καφε–μπαρ «Έλξατε» στην οδοό Ισαύρων 5, με γύρισε μετά από πολλά χρόνια σε μια από τις πρώτες μου γειτονιές στη Θεσσαλονίκη. Πλέον όχι ως τόπο κατοικίας, αλλά ως «στέκι». Και ένα στέκι μοιάζει με το σπίτι σου. Γυρίζεις πάντα σε αυτό, οποιαδήποτε ώρα.
Ο χώρος τέχνης για τον οποίο τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία είναι το πρώην Mακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και νυν MOMus - Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, την ιστορία του οποίου παρακολουθώ από την πρώτη μέρα που το επισκέφτηκα. Δανειζόμενος τον χαρακτηρισμό της Κοβανενταρείου Βιβλιοθήκης της Κοζάνης, θα το χαρακτήριζα περισσότερο ως «χώρο βελτίωσης» παρά απλά ως άλλο ένα μουσείο της πόλης. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, ενώ το Μουσείο μεγαλώνει ταυτόχρονα με την πόλη, παρόλα αυτά η πόλη δε "μεγαλώνει" πολιτιστικά μαζί με το Μουσείο. Δυστύχως –και όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά στην ευρύτερη ελληνική περιφέρεια– η λέξη πολιτισμός είναι συνυφασμένη μόνο με κάθε τι παρελθοντικό.
Ποτέ δεν ήμουν δύσκολος με το φαγητό. Μου αρέσει να αφήνομαι στις προτάσεις φίλων σε μια έξοδο, ανεξάρτητα από τα σχόλια που συνοδεύουν το εκάστοτε μαγαζί ή τα "αστεράκια" του στο trip advisor. Παρά το ξερακιανό μου σουλούπι και παρά το ότι προσπαθώ ακόμα να πείσω την γιαγιά μου, ότι τρώω -και μάλιστα αρκετά-, ανήκω σ' αυτήν τη μερίδα ανθρώπων που αγαπάνε υπέρμετρα το φαγητό. Ως εκ τούτου, απολαμβάνω με την ίδια όρεξη ένα καλό πιτόγυρο και ένα γεύμα υψηλής γαστρονομίας. Από αυτή την ισοπεδωτική κατά τ’ αλλά παρομοίωση, καταφέρνει να ξεφύγει η κουζίνα του σεφ Δημήτρη Τασιούλα και του εστιατορίου Thria. Την επίσκεψη μου εκεί θα τη χαρακτήριζα ως δώρο στον εαυτό μου –για πολλούς και ξεχωριστούς λόγους– και προσπαθώ να μην την κρατάω μόνο για ειδικές περιστάσεις. Αντίδωρο και άφεση αμαρτιών μαζί. Επιπλέον, και από την πρώτη μου κιόλας εμπειρία που ακούει στο όνομα UMA, οι σεφ Ανδρέας Κλαυδιανός και Σίσσυ Καρακολίδου, καθώς και το υπέροχο γαστριμαργικό τους concept, έχει μπει επίσης πολύ ψηλά στη λίστα των προτιμήσεων μου. Χωρίς ίχνος υπερβολής, και οι τρεις τους, ο καθένας για ξεχωριστούς λόγους, ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν.
Πιστεύω ότι όταν ο Νίκος Καββαδίας το 1986 έγραφε “Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι, να μην τολμήσεις να την δεις πότε σου από τη στεριά» μας χάριζε απλόχερα το κρυφό του μυστικό του για την πιο όμορφη θέα στην πόλη.
Αν εξακολουθεί να μου αρέσει κάτι στη Θεσσαλονίκη αυτό είναι το «νταραβέρι» που έχω μαζί της από τις πρώτες μου κιόλας ημέρες εδώ. Θα την παρομοίαζα με ένα ανατολίτικο παζάρι. Βοηθάει, άλλωστε, σ' αυτό και η ιστορία της. Μικρή σε έκταση, διαχειρίσιμη και συνάμα απρόβλεπτη πολλές φορές, με την καθημερινότητα να μοιάζει ενίοτε σαν μια... ατελείωτη άσκηση επί χάρτου. Εκεί που πιστεύεις, πως η πόλη έχει «ρίξει τα τείχη της», τα σηκώνει ξαφνικά κάπου άλλου. Μου έχει δώσει πολλά, θεωρώ όμως πως της έχω επιστρέψει άλλα τόσα. Δεν έχω κάνει ακόμα τον απολογισμό σε αυτό το αλισβερίσι. Καμία φορά μου δίνει την εντύπωση, πως με έχει βαρεθεί.
Δεν θα άλλαζα τίποτα, από την άποψη ότι μπορούν να το κάνουν καλύτερα αυτοί που έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Χρειάζεται μόνο πολιτική θέληση και ανοιχτό μυαλό, αφού ύπαρχει χώρος βελτίωσης και ικανό δυναμικό για επιτευχθούν πολλές αλλαγές με ουσία. Για να αλλάξεις, όμως, κάτι πρέπει πρώτα να το κατανοήσεις. Και η Θεσσαλονίκη των αντιθέσεων είναι ένας τόπος που πρέπει να τον ζήσεις καιρό, αν θες να τον αποκωδικοποιήσεις. Κάθε προσωπική προσπάθεια έπεφτε στο κένο, μέχρι που πρόσφατα έπεσε το μάτι μου σε μία ανάρτηση της κας Μαρία Φαρδέλλα από τον “Εξώστη”, η οποία συνόψισε με τον καλύτερο τρόπο και σε λίγες μόνο αράδες τη λύση στο χρόνιο ερώτημά μου γράφοντας: «Η πόλη των αντιθέσεων, της υγρασίας και των μοναξιασμένων ανθρώπων, των εμπνευσμένων στίχων και των δεκάδων δημιουργικών γραφείων. Η πόλη που ξεκινά να φτιάξει ένα Μετρό και καταλήγει να δημιουργεί μιαν ελκυστική παραλία. Η πόλη που αφήνει τρύπες να χάσκουν ολόγυρα, «ρίχνοντας» μέσα τους ανθρώπους της. Που στους δρόμους της αντικρίζεις σκυμμένα, θλιμμένα κεφάλια. Η πόλη που, αν φύγεις μακριά της, τη νοσταλγείς και σε σπαράζει, και που όμως σε διώχνει τόσο επίμονα. Η πόλη των υποσχέσεων και της αφαίρεσης. Του φτηνού κουτσομπολιού και της πρόχειρης επιχειρηματικότητας. Η πόλη όπου στήθηκε ένας ολόκληρος μύθος γύρω από τον ερωτισμό της -ένας μύθος που μόνο οι ανέραστοι μπορούν να κατανοήσουν. Η πόλη που πάντα θα αναζητά μιαν ομπρέλα να κρύψει από κάτω τα λάθη της κι έναν αθηναϊκό ώμο να στηρίξει τις ελπίδες της. Γι’ αυτή την πόλη θα γράφουμε, θα σβήνουμε, και θα γράφουμε και θα σβήνουμε…» Η αυτοκριτική είναι μια επώδυνη διαδικασία. Αν μη τι άλλο όμως, άκρως θεραπευτική. Ας αναμετρηθούμε, λοιπόν, αρχικά με τις ανασφάλειες και τις φοβίες μας, ώστε να δούμε τελικά, τι και πόσο αξίζουν.
Πιστεύω πως το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης είναι βαθιά πολιτικό. Σκεπτόμενος το προεκλογικό τοπίο που διαμορφώνεται σχετικά με τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές, την εσωστρεφή και συντηρητική ρητορική που ακολουθείται στο προεκλογικό –συχνά δε ιντερνετικό– περιεχομένο των υποφηψίων και των ομάδων τους, η οποία στοχεύει μόνο στο «συναίσθημα» και όχι στη λογική και επιπλέον, κρίνοντας από την κοινωνική ανταπόκριση που βρίσκουν, ειδικά σε μια κομβική περιόδο, ζωτικής σημασίας κοινωνικά θέματα, όπως το Μακεδονικό και το μεταναστευτικό, θα έλεγα ότι ο πραγματικός χαρακτήρας της πόλης πρέπει να συνοψιστεί με επιτυχία στις εξής 3 λέξεις: Πάμε σαν άλλοτε.
Κεντρική φωτογραφία: Πορτρέτο Όλγα Δέικου