Ο γνωστός Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος, νυν διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό Hello!, έχει ήδη κλείσει μια δεκαετία στην Αθήνα διαπρέποντας σε υψηλές θέσεις στον χώρο, στα περιοδικά, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αφήνοντας το στίγμα του σε ό,τι έχει καταπιαστεί. Η νοσταλγική διάθεση είναι εμφανής στις αναμνήσεις που συνδέονται με τα πρώτα του βήματα στην πόλη που μεγάλωσε, σπούδασε και αναδείχθηκε, μια πόλη που όπως ο ίδιος παραδέχεται, «μπορείς να τη ζεις και να την ακούς να αναπνέει»!
Στα χρόνια του λυκείου έζησα με την οικογένειά μου στους Αμπελόκηπους, αλλά δεν πρόλαβα να δημιουργήσω εικόνες από τη συγκεκριμένη περιοχή καθώς το σχολείο μου ήταν το 4ο λύκειο Θεσσαλονίκης, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Έτσι ήμουν «κομμένος» στα δύο. Συνεχώς με λεωφορεία και μετακινήσεις από τους Αμπελόκηπους στο κέντρο. Θυμάμαι ότι η πλατεία στο Βαρδάρη ήταν σαν σύνορο για μένα. Μου δημιουργούσε πάντα την ανασφάλεια, ότι άφηνα πίσω μου ένα μικρότερο σύμπαν για ένα μεγαλύτερο, πολύβουο, πολυσύχναστο. 17 χρόνια μετά, η πλατεία στο Βαρδάρη μάλλον δεν μοιάζει με σύνορο αλλά με αποδομημένη ζώνη υπό διαμόρφωση, περιμένοντας καρτερικά να πάρει την τελική της μορφή.
Η αγαπημένη μου γειτονιά είναι η Άνω Πόλη. Πάντα για μένα ήταν κάτι σαν τη Μονμάρτη της Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι ότι κάνοντας ρεπορτάζ εκεί, είχα την ευκαιρία να μπω σε σπίτια αρχιτεκτόνων – μάλλον αγαπάνε την περιοχή – και η χειμωνιάτικη θέα από τα μπαλκόνια τους ήταν κυριολεκτικά μοναδική. Έβλεπα πρώτα τα σύννεφα, κατεβασμένα χαμηλά και από κάτω την πόλη. Σχεδόν τα ακουμπούσα τα σύννεφα. Η εικόνα είναι ακόμη χαραγμένη στο μυαλό μου και μάλλον έγινε και όνειρο, καθώς ιδανική για μένα κατοικία στη Θεσσαλονίκη είναι μια κατοικία στη Άνω Πόλη.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω κτηνίατρος, εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης που έχω για τα ζώα και ειδικά για τα σκυλάκια. Ωστόσο, δεν είχα αγάπη στη χημεία και τη φυσική. Σπούδασα τελικά στη Ιταλική Φιλολογία του ΑΠΘ και άρχισα να γράφω για το θέατρο σε free press περιοδικά. Η δημοσιογραφία μου 'δινε συνεχώς νέα κίνητρα και νέες προκλήσεις. Ξεκίνησα από τα περιοδικά, πέρασα στο ραδιόφωνο και στο τέλος δοκίμασα και την τηλεόραση. Σήμερα είμαι διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό Hello! και συμμετέχω στην εκπομπή «Πρωινό», με τη Φαίη Σκορδά, στον ΑΝΤ1.
Kατέβηκα στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 2007, καθώς ένιωθα ότι η επαγγελματική μου εξέλιξη στην πόλη μάλλον είχε μπλοκάρει. Πίστευα, ότι είχα δοκιμάσει τα πάντα. Η Αθήνα, καταφύγιο μέχρι εκείνη τη στιγμή για θεατρικές ή συναυλιακές ανάσες, έμοιαζε με περιπέτεια. Ήθελα να πάρω το ρίσκο. Να το δοκιμάσω. Τον πρώτο καιρό μου έλειπε η ρυμοτομία της Θεσσαλονίκης. Οι ευθείες της. Εγνατία, Τσιμισκή, Μητροπόλεως, Λεωφ. Νίκης, όλα μια ευθεία. Ξαφνικά, έπρεπε να ντιλάρω πολλές κατευθύνσεις, βόρεια και νότια προάστια, πολλούς δρόμους, ένα χάος. Και φυσικά θυμάμαι την τρέλα με την οποία αναζητούσα ευκαιρία να ξαναμπώ στο μετρό. Μεγάλη ιστορία το μετρό. Ήταν η αγαπημένη μου ασχολία να αλλάζω συρμούς. Δέκα και κάτι χρόνια μετά, δεν μου λείπει η Θεσσαλονίκη. Οι αναμνήσεις είναι πάντα γλυκιές, αλλά δεν μου λείπει κάτι από την καθημερινότητά της.
Ένας Θεσσαλονικιός στην Αθήνα δεν είναι ο μόνος Θεσσαλονικιός στην Αθήνα. Ζώντας εδώ διαπιστώνω πως τελικά είμαστε πολλοί όλοι εμείς που το τολμήσαμε. Και χωρίς ίχνος σωβινισμού, τολμώ να πω πως οι Θεσσαλονικείς είμαστε «μαχητές». Μοιάζει με γκέτο καμιά φορά, αλλά ναι, είμαστε πολλοί. Στην εκπομπή «Πρωινό», πάντως, οι τέσσερις στους έξι είμαστε βόρειοι. Φαίη, Κλεοπάτρα, Σοφία και Άρης.
Στη δουλειά μου αγαπάω πάνω απ’ όλα τις συνεντεύξεις και τις συναντήσεις με ανθρώπους.
Από όλες τις μέχρι σήμερα συνεντεύξεις μου, καμαρώνω περισσότερο για εκείνες που ήταν απρόβλεπτες, με ανθρώπους που δεν γνώριζα προσωπικά, αλλά έφυγα μετά την κουβέντα μαζί τους πιο «πλούσιος». Λένα Διβάνη, Γιάννης Ξανθούλης, Έλλη Στάη, Δήμητρα Παπαδοπούλου, Γκρεγκ Λουγκάνις, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Πάολα Ναβόνε, Μαρινέλλα, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Σταμάτης Φασουλής, Γιάννης Κακλέας είναι μερικές μόνο από τις συναντήσεις που κρατάω ως ωραίες αναμνήσεις μίας, κατά τα άλλα, αρκετά ψυχοφθόρας δουλειάς.
Η συνεργασία που καθόρισε την πορεία μου ήταν εκείνη με το περιοδικό «Sunday» του Αγγελιοφόρου της Κυριακής, με διευθυντή τον Γιώργο Τούλα. Τότε κατάλαβα, τι σημαίνει ομάδα, παραγωγή φωτογραφήσεων, δημοσιογραφική έρευνα. Ωραία χρόνια, ωραίες στιγμές. Αντίστοιχο σχολείο στάθηκε και το «Close up», με διευθύντρια την Άσπα Πάσσιου, το οποίο λειτούργησε σαν οικογένεια για όλους μας τότε. Φυτώριο ιδεών και άνδρο δημιουργικότητας.
Όσα sites και να γίνουν, όσο κι αν παιδευόμαστε όλοι μας με τα social media, τα περιοδικά και οι εφημερίδες είναι οι δείκτες πολιτισμού των σύγχρονων κοινωνιών και οφείλουμε όλοι να τα κρατήσουμε ζωντανά. Κάθε σελίδα είναι και ένα νέο ταξίδι, κάθε τεύχος και ένα νέο παράθυρο στον κόσμο. Εξάλλου, ας μη γελιόμαστε! Κάθε τίτλος είναι και μια ιστορία και φέρει μια μοναδικότητα. Αντικαθίσταται το Vanity Fair; Δεν νομίζω!
Όταν έρχομαι στη Θεσσαλονίκη, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να περπατήσω στο κέντρο της πόλης για να τη «μυρίσω» ξανά και να τηλεφωνήσω σε 2-3 στενούς μου φίλους, τους οποίους πλέον θεωρώ οικογένειά μου.
Το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι το «Ολύμπιον». Κουβαλάει τόσες αναμνήσεις από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Τόσες πολλές συναντήσεις με ωραίες κουβέντες τα βράδια του χειμώνα. Τόσα πολλά ραντεβού, γέλια και στενοχώριες. Νομίζω, πως το «Ολύμπιον» έχει ψυχή μέσα του. Είναι κομμάτι της πόλης ζωντανό και μελαγχολικό. Δόξες, παρακμή, μυστήριο... Για μένα εμπεριέχει τα πάντα.
Μπορεί να με συναντήσει κανείς, σίγουρα, στο «Canteen». Είναι το στέκι μου, η ευκολία μου, η παρέα μου. Προς το βραδάκι, μετά τις 9, σίγουρα θα περάσω από εκεί. «Δουλεύει» και ως γραφείο. Κάθομαι εκεί και περνάνε όλοι μου οι φίλοι για μια αγκαλιά και μια κουβέντα με λίγο κρασί –κόκκινο κατά προτίμηση.
Ένας χώρος τέχνης που αγαπούσα πολύ ήταν η γκαλερί Καλφαγιάν στην Προξένου Κορομηλά. Λυπήθηκα, όταν έμαθα ότι έκλεισε. Ο Αρσέν και ο Ρουπέν αλλά και η αεικίνητη Σοφία, που κρατούσε τη γκαλερί, ήταν για μένα σύμβολα μιας προσωπικής εποχής εξοικείωσης με την Τέχνη. Διδάχτηκα πολλά, αγάπησα έργα και καλλιτέχνες, απέκτησα τα πρώτα μου έργα τέχνης. Ευτυχώς, η γκαλερί Καλφαγιάν ζει ακόμη στην Αθήνα και αυτό είναι κάτι.
Το αγαπημένο μου εστιατόριο είναι το «Βήτα» στο Βυζαντινό Μουσείο. Διαθέτει class, φινέτσα και εμπνευσμένες γεύσεις.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειες στη Θεσσαλονίκη ήταν ο απογευματινός περίπατος στην παραλία, με τον σκύλο μου, τον Aldo, καθώς έμενα τότε στην Προξένου Κορομηλά. Θυμάμαι, ότι περπατούσαμε από το ύψος της Μητρόπολης μέχρι το «Μακεδονία Παλλάς» και πάλι πίσω. Αλλά και οι βραδινές ποδηλατάδες στην παραλία με τον φίλο μου, Κωστή Ζαφειράκη, ήταν καθαρό «ψυχοφάρμακο».
Όταν έρχομαι για Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη δε βγαίνω τα βράδια, για να ξενυχτήσω. Προτιμώ ένα φαγητό με φίλους στα μαγαζιά που προανέφερα ή ποτά στο αγαπημένο μου «Balkan». Δεν το αλλάζω με τίποτε το «Balkan». Έχει ωραία ατμόσφαιρα και μου θυμίζει Ευρώπη.
Την ωραιότερη θέα στην πόλη μπορεί κανείς να τη δει από τα μπαλκόνια και το roof garden του «Electra Palace» στην πλατεία Αριστοτέλους.
Αφού δεν εντυπωσιάζομαι εγώ πλέον με πράγματα στη Θεσσαλονίκη, δε νομίζω ότι θα μπορούσα με τη σειρά μου να πάω κάπου έναν Αθηναίο που θα επισκεφθεί την πόλη, για να τον εντυπωσιάσω.
Στη Θεσσαλονίκη μου αρέσει το περπάτημα. Είναι μια πόλη που τη ζεις και την «ακούς» να αναπνέει. Μου αρέσει η αγνότητα των ανθρώπων της. Στην Αθήνα η «ανθρωποφαγία» ξεπερνάει κάθε όριο. Στη Θεσσαλονίκη ευτυχώς οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι. Μου αρέσει η πόλη, όταν είναι ντυμένη στο γκρίζο της συννεφιάς και του μολυβένιου ορίζοντά της. Της πάει το μουντό χρώμα του ουρανού.
Θα ήθελα ωστόσο οι άνθρωποι να είναι λίγο πιο ευγενείς, ειδικά όσοι εργάζονται σε μαγαζιά εστίασης. Θα επιθυμούσα, επίσης, να περιοριστεί η χρήση του ενικού και να αντικατασταθεί από τον πληθυντικό, εκεί που πρέπει. Ωραίο θα ήταν να γίνουν σεμινάρια συμπεριφοράς στους οδηγούς ταξί, καθώς έχω βιώσει απογοητευτικές εμπειρίες μαζί τους.
Καμίνης ή Μπουτάρης; Και οι δύο. Ο πρώτος είναι πιο gentleman, ο δεύτερος μπορεί να γίνει και αγοραίος ή σοκαριστικός, αλλά του το συγχωρείς, γιατί είναι sui generis.