Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι το Κτήμα Κυρ-Γιάννη, αλλά είναι η πιο ιδιαίτερη. Η βάση μου στη Θεσσαλονίκη με κάνει πολλές φορές να αναζητώ κοντινές εξορμήσεις, που πέρα από ιστορία θα έχουν και νοστιμιά. Αυτό είναι το Κτήμα Κυρ-Γιάννη, ένας προορισμός με μεγάλη κληρονομιά, πολύ μεράκι, λαχταριστές γεύσεις και, φυσικά, αγάπη για το ελληνικό κρασί. Αποφασίζοντας την ύλη του πρώτου GLOW Flavor Edition της σεζόν, θέλαμε να αφιερώσουμε μεγάλο μέρος του στην αγαπημένη μας Μακεδονία. Στα ξακουστά πιάτα της, τις μνήμες της και, φυσικά, τα υπέροχα κρασιά της. Κάπως έτσι, ένας περήφανος Θεσσαλονικιός, πιστός στις βάσεις του, ο Στέλλιος Μπουτάρης, μας ήρθε πρώτος στο μυαλό ως ένας άνθρωπος που συνδυάζει στο πρόσωπό του το τότε και το τώρα, τον σεβασμό στην παράδοση καθώς και την καινοτομία στην παραγωγή κρασιού. Η συνάντησή μας κανονίστηκε και η εκδρομή μας προς τη Νάουσα ξεκίνησε με πρώτη στάση τα αμπέλια του κτήματος. «Έχετε ακόμα τρύγο;» τον ρωτώ (σ.σ. βρεθήκαμε στα μέσα του Σεπτέμβρη). «Φυσικά», μου απαντάει, «και μάλλον θα έχουμε και μέχρι τις αρχές Οκτώβρη», επισημαίνει. Πράγματι, τα αμπέλια ήταν κατακόκκινα, η ομάδα του Κτήματος Κυρ-Γιάννη μάζευε τους καρπούς ευλαβικά, λες και το μέλλον του κόσμου εξαρτιόταν από αυτό, και εμείς ήμασταν εκεί, μαζί τους, να αφουγκραζόμαστε κάθε λεπτό της διαδικασίας.

Τελειώνοντας τον περίπατό μας, διανύσαμε μια κοντινή διαδρομή και φτάσαμε στο οινοποιείο, φωλιασμένο μέσα στον αμπελώνα στο Γιαννακοχώρι, έξω από την πόλη της Νάουσας. Το Κτήμα Κυρ-Γιάννη ιδρύθηκε το 1997 από τον Γιάννη Μπουτάρη, όταν εκείνος αποχώρησε από την οικογενειακή οινοποιητική επιχείρηση που είχε δημιουργήσει ο παππούς του το 1879. Εδώ και 20 χρόνια, στο τιμόνι του Κτήματος βρίσκεται ο Στέλλιος Μπουτάρης, οινοποιός 5ης γενιάς. Με αφορμή τη μακρά οινική ιστορία της οικογένειας, προκύπτει και η πρώτη μου ερώτηση: «Ήταν προδιαγεγραμμένη για εσάς η ενασχόληση με το κρασί;» «Ναι!» μου απαντάει. «Από μικρό παιδί ήξερα ότι θα μπω στην οικογενειακή επιχείρηση. Ωστόσο, όταν το 1996 ο πατέρας μου και ο θείος μου χώρισαν τις δουλειές τους, ξαφνικά βρέθηκα μετέωρος. Πέρασα τέσσερα χρόνια πλάι στον θείο μου, αλλά μετά έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το μέλλον μου. Και η φυσική επιλογή ήταν ο πατέρας μου. Όταν του το ζήτησα, ουσιαστικά μου έδωσε τα κλειδιά και έφυγε. Και κάπως έτσι, άρχισε και η ενασχόλησή του με την πολιτική. Μια ενασχόληση που έλυσε και τον “γρίφο” της παράδοσης της σκυτάλης. Ξέρετε, με τον πατέρα μου είχαμε μικρή διαφορά ηλικίας -ήταν μόλις 22 ετών όταν γεννήθηκα. Επομένως θα ήταν πολύ νέος για να αποχωρήσει όταν εγώ θα ήμουν έτοιμος να αναλάβω. Με την απόφασή του - με την παρακίνηση και της μητέρας μου- να επικεντρωθεί στα κοινά και τη δημαρχία, μου έδωσε τον χώρο να πάρω τα ηνία του Κτήματος. Κι έκτοτε, από το 2004, μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στην Αθήνα, όπου μένω μόνιμα, στη Νάουσα και το Αμύνταιο», αναφέρει.

Από τα λόγια του μου δημιουργείται η απορία για το ποια ήταν η πρώτη φιάλη που φέρει την υπογραφή του. «Οι Δυο Ελιές», μου λέει. «Ήταν το πρώτο κρασί που έφτιαξα εγώ και ήταν διαφορετικό από αυτά του πατέρα μου. Εκείνου ήταν πιο αρσενικά, πιο σκληρά, ενώ το δικό μου ήταν πιο βελούδινο, με περισσότερο χρώμα, πιο μαλακό». «Και πώς του φάνηκε του κυρ Γιάννη;» διερωτώμαι. «Αυτό είναι μια άλλη ιστορία...» μου απαντάει. «Επειδή το τελικό χαρμάνι έπαιρνε έγκριση από τον ίδιο πάντα, και εκείνη τη χρονιά λόγω υποχρεώσεων με την πολιτική δεν μπορούσε να παρευρεθεί στο λεγόμενο “κλείσιμο”, μου έδωσε την εντολή να το κάνω εγώ. Όταν ήρθε μετέπειτα και το δοκίμασε, μου έδωσε ένα φιλί και ας πούμε ότι κάπως έτσι ανδρώθηκα οινικά».
ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΣΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ

Από τη θέση του προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου πλέον -ο τρίτος Μπουτάρης που αναλαμβάνει αυτήν τη θέση- ο Στέλλιος Μπουτάρης επιθυμεί τη συσπείρωση του κλάδου, ώστε να υπάρξει μια κοινή διεκδίκηση ευκαιριών και ισχυρή υποστήριξη του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό. «Πράγματι, πού βρίσκεται το εγχώριο κρασί σε διεθνή κλίμακα;» γεννάται η επόμενη ερώτησή μου. «Το ελληνικό κρασί βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του έως σήμερα από πλευράς αναγνωρισιμότητας. Πλέον δεν είναι κάτι “εξωτικό”, αλλά καθιερώνει ολοένα και πιο δυναμικά τη θέση του στον παγκόσμιο χάρτη.

Και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως ο πλούτος και η μοναδικότητα των γηγενών ποικιλιών, αλλά και στο ότι τα ελληνικά κρασιά αγαπούν το φαγητό, είναι food friendly. Και πάνω από όλα στην εξαιρετική δουλειά των συναδέλφων οινοποιών - μικρών και μεγάλων, καταξιωμένων και ανερχόμενων. Έχουμε ένα δυνατό αφήγημα που απευθύνεται, τόσο σε ώριμες όσο και σε ανερχόμενες αγορές. Και παρόλο που παγκοσμίως το κρασί βάλλεται, κυρίως από το αντιαλκοολικό lobby και από το γεγονός ότι οι νέοι πίνουν λιγότερο, το μόνο κομμάτι που ανεβαίνει σταθερά είναι ο οινοτουρισμός. Κάτι που στην Ελλάδα παρατηρείται και με το παραπάνω. Και όχι μόνο σε “συνήθεις υπόπτους” όπως η Σαντορίνη. Αλλά και εδώ, στη Νάουσα. Στο Κτήμα μας υποδεχόμαστε ετησίως περισσότερους από 17.000 επισκέπτες τα τελευταία χρόνια, από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Έτσι, προκύπτουν και ενδιαφέρουσες ενέργειες, όπως αυτή που κάνουμε τώρα με το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, η οποία θα ονομάζεται “Oι δρόμοι του κρασιού της Μακεδονίας”, όπου συνδέονται το κρασί με την κουλτούρα και την αρχαιότητα», μου επισημαίνει.

«Και με την κλιματική αλλαγή τι γίνεται;» ρωτώ. «Έχει βγάλει πιο γρήγορα στην επιφάνεια τις όποιες αδυναμίες μας. Γι’ αυτό και οφείλουμε να ακούμε περισσότερο τη γη. Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που καλλιεργούμε το αμπέλι, να βασιζόμαστε στην έρευνα και την επιστημονική γνώση, να αξιολογούμε τις συνθήκες και τα δεδομένα. Να διαχειριζόμαστε πιο στρατηγικά το νερό και τους φυσικούς πόρους. Η αμπελοκαλλιέργεια διεθνώς μετακινείται σε πιο ορεινά σημεία. Την ίδια στιγμή όμως, δεν είναι μόνο το αμπέλι. Πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης ολιστικά. Από τη λειτουργία του οινοποιείου στη συσκευασία. Οι βαριές φιάλες για παράδειγμα που κάποτε προσέδιδαν κύρος, αρχίζουν να μην έχουν πλέον θέση. Και επιτρέψτε μου να πω εδώ πόσο περήφανος είμαι που η Κυρ-Γιάννη έγινε το πρώτο ελληνικό οινοποιείο που μέτρησε το ανθρακικό του αποτύπωμα ολιστικά, και το πρώτο που εντάχθηκε στο International Wineries for Climate Action, μια διεθνώς καταξιωμένη ομάδα συνεργασίας κορυφαίων οινοποιείων του πλανήτη που δουλεύουμε και ανταλλάσσουμε τεχνογνωσία για να βρούμε λύσεις απέναντι στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής».
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΒΕΣ: ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΟΙΝΟΛΟΓΩΝ

Συνεχίζω τη συζήτησή μας περί οίνου, ζητώντας του να μου πει τι θα έλεγε σε κάποιον που τώρα ξεκινάει την επαφή του με το κρασί. «Μα φυσικά πως πρέπει να πίνει ό,τι του αρέσει», μου απαντά. «Τα κρασιά πρέπει να είναι νόστιμα. Θα τον συμβούλευα να δοκιμάζει διαφορετικές ποικιλίες και ετικέτες. Και βέβαια, να επιλέγει διαφορετικά κρασιά σε ανάλογες περιστάσεις. Άλλο κρασί θα πιεις με τα καλαμαράκια στο ταβερνάκι στη θάλασσα, και άλλο δίπλα στο τζάκι στο βουνό». Και έτσι προκύπτει η ερώτησή μου για το αν οι Έλληνες ξέρουν να πίνουν κρασί. «Το κρασί είναι δεδομένο, όπως το ψωμί. Στο παρελθόν, δεν γνώριζαν να το απολαμβάνουν σωστά, αφού επέλεγαν πολύ το χύμα. Είναι αλήθεια λοιπόν ότι, ενώ έχουμε ιστορία στο κρασί, δεν έχουμε παράδοση. Η προώθηση από τη μεριά των οινοποιείων, οι σχολές οινολόγων, αλλά και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου έχουν συντελέσει στη δημιουργία μιας καλύτερης κουλτούρας κρασιού», εξηγεί. «Για εσάς τι σημαίνει κρασί;» ρωτώ. «Η ζωή. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στη δουλειά μου είναι ότι παρατηρώ το αμπέλι από ένα κλαδάκι που ίσα ξεπετάγεται να εξελίσσεται σταδιακά και στο τέλος της χρονιάς να μεταμορφώνεται στη φιάλη πάνω στο τραπέζι. Ο κύκλος ζωής και η πολυπλοκότητα που έχει το σταφύλι με συναρπάζει φοβερά», μου λέει με συγκίνηση.

Με αφορμή αυτό, εκφράζω την απορία μου για το αν το έχει έντονα συνδεδεμένο με τον πατέρα του. «Έτσι κι αλλιώς. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί με έπαιρνε από πολύ μικρό μαζί του και μπήκα στη συγκεκριμένη λογική αρκετά γρήγορα. Δεν έθεσα ποτέ θέμα στον εαυτό μου για το αν θα ακολουθούσα αυτήν τη δουλειά. Ήταν σίγουρο για έμενα. Και όσο για την επόμενη γενιά, ο γιος μου ήδη ξεκίνησε να ασχολείται με το οινοποιείο μας στη Σαντορίνη, το Κτήμα Σιγάλα. Άλλωστε, ο μπαμπάς μου έλεγε πάντα τη φράση “βάζω αμπέλι για το εγγόνι μου” - το κρασί είναι ένας μαραθώνιος, μια μακροπρόθεσμη επιχείρηση». «Σας λείπει ο κυρ Γιάννης;» «Κάθε τόσο πάω να τον πάρω τηλέφωνο. Φέτος ήταν ο πρώτος αγιασμός που δεν ήταν παρών», μου απαντάει.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ «ΠΑΡΑΓΚΑ»

«Κύριε Μπουτάρη, τι σας έχει διδάξει το αμπέλι;». «Την υπομονή. Στο κρασί πρέπει να μη βιάζεσαι. Οι πιο επιτυχημένοι οινοποιοί δρουν με αυτήν τη φιλοσοφία. Είμαι πολύ αισιόδοξος και πιστεύω ότι το ελληνικό κρασί θα ανθήσει ακόμα περισσότερο στο μέλλον και το Κτήμα Κυρ-Γιάννη θα είναι από τους πρωτεργάτες. Μια από τις ριζοσπαστικές κινήσεις που θα κάνουμε φέτος είναι ότι θα βγάλουμε την ετικέτα “Παράγκα” από την Κυρ- Γιάννη και θα τη στήσουμε ως μία ανεξάρτητη μάρκα, η πλατφόρμα επικοινωνίας της θα ονομάζεται “Παράγκα Republic” και η λογική της θα είναι “από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους”, ανοικτή και συμπεριληπτική. Στόχος είναι να αφαιρέσουμε τον σνομπισμό από το κρασί», μου λέει κλείνοντας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΗΣ ΡΑΜΜΟΣ – ARIS RAMMOS STUDIO
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025
