fbpixel

Search icon
Search
Ο Θεσσαλονικιός Μιχάλης Συριόπουλος μιλά για τη διάκρισή του με το βραβείο Χορν
ARTS & CULTURE

Ο Θεσσαλονικιός Μιχάλης Συριόπουλος μιλά για τη διάκρισή του με το βραβείο Χορν

​Συζητήσαμε με τον ταλαντούχο ηθοποιό και αξίζει να διαβάσετε όσα μας είπε


Τον θυμάμαι τα πρώτα του χρόνια στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, χαμηλών τόνων και απόλυτα αφοσιωμένο στο θέατρο και την υποκριτική. Μία δεκαετία και δύο  συνεντεύξεις αργότερα, τον καμαρώνω με το βραβείο Χορν που κέρδισε για την ερμηνεία του στον ρόλο του Καντίντ στο «Καντίντ ή Η αισιοδοξία» του Βολταίρου, στο θέατρο Πόρτα και για τον ρόλο του  Κίμωνα  στην «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, στο Φεστιβάλ Αθηνών/ Πειραιώς 260.

Με το χέρι στην καρδιά, την περίμενες τη βράβευση αυτή;

Δεν είναι ακριβώς, ότι το περιμένεις! Πραγματικά δε γνώριζα το αποτέλεσμα μέχρι τη στιγμή που ανακοινώθηκε και σηκώθηκα από τη θέση μου για να παραλάβω το βραβείο. Και μάλιστα, νόμιζα ότι δε θα το πάρω, ακριβώς γιατί κανείς δεν μου είχε πει κάτι συγκεκριμένα. Από ένα σημείο και μετά, ήθελα απλά να γίνει ό,τι ήταν να γίνει, γιατί δεν ήθελα να απολογούμαι σε αυτούς που μου έλεγαν, ότι θα κερδίσω.

Πώς ένιωσες όταν άκουσες το όνομά σου;

Εκείνη τη στιγμή ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, γιατί άκουσα πολύ ωραία λόγια και από τους τρεις συνυποψηφίους μου. Μου είπαν πολύ γενναιόδωρα πράγματα και εύχομαι του χρόνου να τους φορέσω εγώ τον σταυρό. Την ώρα, λοιπόν, που ανέβαινα τις σκάλες, μου ήρθε καρέ-καρέ η ζωή μου. Νιώθω ότι βραβεύτηκαν οι κόποι μου, γιατί έχει πολύ μόχθο αυτό το βραβείο από πίσω. Λέμε ότι τα βραβεία δε σημαίνουν τίποτα, αλλά όταν ξεκινάς από το μηδέν και στα τυφλά, χωρίς να ξέρεις καθόλου τον χώρο και καταφέρνεις κάτι τέτοιο με τη δουλειά σου, είναι πολύ όμορφο. Αν κάποιος επιβραβεύει τους κόπους σου, ψηλώνει η ψυχούλα σου. Ήταν το πιο όμορφο περπάτημα μέχρι να φτάσω και να φορέσω τον σταυρό. Και δε σταμάτησα να κλαίω από τη συγκίνηση -και την ώρα της βράβευσης αλλά και μετά, το βράδυ.

Νιώθεις ότι άργησε αυτό το βραβείο, δεδομένου ότι δίνεται σε πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς;

Επειδή τα δέκα πρώτα χρόνια, από τα δεκατρία που βρίσκομαι στον χώρο, ήμουν στη Θεσσαλονίκη, ουσιαστικά είμαι σαν πρωτομεφανιζόμενος στην Αθήνα. Αν και είναι λίγο άδικο αυτό για την υπόλοιπη Ελλάδα και μακάρι ο συγκεκριμένος θεσμός να γίνει πανελλήνιος. Είναι πολύ κρίμα, γιατί ταλέντα μπορεί να υπάρχουν και αλλού, στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξανδρούπολη, στην Κρήτη. Θα πρέπει να δούμε αυτήν την υπόθεση πιο σοβαρά, καθώς έχουμε ως χώρα αυξημένη δραστηριότητα στον τομέα του θεάτρου.

Πράγματι. Μάλιστα, οι θεατρικές παραγωγές έχουν αυξηθεί στα χρόνια της κρίσης.

Είναι καλό και κακό αυτό, εμείς οι ηθοποιοί κάνουμε περισσότερο θέατρο γιατί δε μας φτάνουν τα χρήματα από μία παράσταση για να ζήσουμε. Αλλά ο κόσμος πάει στο θέατρο, καθώς έχει ανάγκη από ιστορίες και αυτό είναι το θετικό της υπόθεσης, επομένως ας στηριχθούμε σε αυτό και μπορεί να δημιουργηθεί κάτι πολύ ωραίο.

Πότε αποφάσισες να αφήσεις τη Θεσσαλονίκη και να κατέβεις στην Αθήνα;

Όταν ένιωσα ότι δεν χαίρομαι επάνω στη σκηνή, ότι θέλω να κάνω άλλα πράγματα για τα οποία μάλιστα μου είχε κάνει πρόταση ο Μοσχόπουλος. Κατέβηκα αρχίζοντας πρόβες. Εγώ πίστεψα στο μυαλό του Μοσχόπουλου και ρίσκαρα. Ρίσκαρε και αυτός με εμένα που ήμουν άγνωστος στην Αθήνα. Άξιζε όμως να το κάνω, γι' αυτό το ρίσκο και μόνο, και να βάλω πρώτα το όνειρο και την ιδεολογία και μετά όλα τα άλλα. Ακόμη θυμάμαι την πρεμιέρα εκείνη της πρώτης παράστασης που δεν είχα κανέναν από κάτω στο κοινό, και ήταν τόσο πρωτόγνωρο αυτό το συναίσθημα μετά από τόσα χρόνια στη Θεσσαλονίκη που είχα τους ανθρώπους μου. Ήταν άγριο αυτό, είπα «Χριστέ μου τι κάνω, δεν έχω έναν άνθρωπο εδώ πέρα». Παρόλα αυτά, τρία χρόνια μετά στις πρεμιέρες μου το μισό θέατρο είναι φίλοι μου. Αλλάζουν τα πράγματα.

Αν δεν το έκανα θα είχα απωθημένα και είναι πολύ μικρή η ζωή για να έχεις απωθημένα.  Εγώ ήθελα να κατέβω από τα 20 μου στην ΑΘήνα και από τον φόβο μου έφτασα στα 30 μέχρι να το κάνω.

Ο Μοσχόπουλος μέσα στα πολλά καλά που έχει, έχει και ένα ακόμη, ότι είναι δάσκαλος. Θεωρώ ότι μαζί του εξέλιξα την τεχνική μου στο θέατρο και «άνοιξα» το μυαλό μου περισσότερο. Τώρα, από τον κάθε σκηνοθέτη έχεις και ένα «γαλόνι», εφόσον αγαπάει τη δουλειά του. Από τον Μοσχόπουλο έχω πολλά γαλόνια να πορεύομαι και τον ευγνωμωνώ για αυτό.

Μίλησέ μας λίγο και για το καλλιτεχνικό σου εργαστήρι...

Είναι το Καλλιτεχνικό εργαστήρι του Μιχάλη Συριόπουλου, στην ΑΘήνα φιλοξενείται στο Θέατρο 104, στη Θεσσαλονίκη στον Χώρο Τέχνης SourLiBooΜ. Με τους μαθητές μου βάζω έναν κανόνα, ότι δεν είμαι εγώ ο δάσκαλος που ξέρει και αυτοί που μαθαίνουν, αλλά ότι είμαστε μαζί και ερευνούμε και ψάχνουμε. Κι έτσι, κάθε χρόνο διασταυρώνομαι με πολύ ωραία μυαλά και ψυχές, και στο τέλος ανθίζουν και ανθίζω κι εγώ μαζί τους και... αυτή η κολόνια διαρκεί οχτώ χρόνια τώρα!

Υπάρχει κάποιος ρόλος που να σε καθόρισε;

Είμαι από αυτούς που με επηρεάζουν οι ρόλοι. Νομίζω με επηρέασε πολύ ο ρόλος μου στην παράσταση Ο Καντίτ και η αισιοδοξία του Βολταίρου. Για όσους δεν το ξέρουν, να πάρουν το βιβλίο και να το διαβάσουν. Εμένα με ταρακούνησε, για το τι είναι καλό, τι είναι κακό, πώς εμείς φτιάχνουμε τα πράγματα, πώς μεμψοιρούμε γύρω από καταστάσεις και πώς τελικά ο καθένας μας μπορεί να καλλιεργήσει τον κήπο του και να πάρει την απόφασή του και να μην τον νοιάζει, τι λένε οι γύρω του. Γιατί ποτέ δε θα σταματήσουν να λένε οι γύρω. Ας κοιτάξει τη δουλειά του γενναιόδωρα και να καταθέσει το μικρό του κομμάτι σε αυτόν τον κόσμο.

Η Θεσσαλονίκη σου λείπει;

Δεν έκοψα τον δεσμό μου με τη Θεσσαλονίκη, είμαι κάθε εβδομάδα πάνω για τα μαθήματα που κάνω στο εργαστήρι μου. Απλά άλλαξε στα μάτια μου η πόλη, έγινε πιο μικρή. Ίσως επειδή η Αθήνα είναι χάος και οι δρόμοι της είναι τεράστιοι, αναρωτιέμαι τώρα, αν ήταν πάντα τόσο μικρό το κέντρο εδώ. Μου λείπουν τα πρωινά μου στη Θεσσαλονίκη, μου λείπει η θάλασσα πολύ, που μου έπαιρνε όλα μου τα προβλήματα. Στην Αθήνα δεν ξέρω που να πάω, κοιτάω τον ουρανό.

kantint.jpg
Από την παράσταση «Καντίντ ή Η αισιοδοξία»

Τι θα άλλαζες στην καθημερινότητά σου, αν μπορούσες;

Τρία χρόνια στην ΑΘήνα τρώω πολύ χρόνο από τον ελεύθερο χρόνο που θα έπρεπε να είχα για μένα. Εντάξει, είναι ευλογία και δόξα τω Θεώ που έχω δουλειά αλλά μου έλειψε πάρα πολύ να πάω ένα ταξίδι, ωραίο είναι που και που να κάνεις μια ταβανοθεραπεία, να βρεθείς με φίλους. Από την άλλη, έχω την πολυτέλεια να λατρεύω τη δουλειά μου και δεν καταλαβαίνεις, ότι είναι δουλειά. Ώρες ώρες σκέφτομαι «Θεέ μου, τι υπέροχη είναι η δουλειά μου, με τι ωραία πράγματα απασχολώ το μυαλό και το σώμα μου!». Μακάρι όλοι να κάνουν αυτό που ονειρεύονται κι ας μην έχουν ελεύθερο χρόνο.

Τι άλλο σου λείπει, σε προσωπικό επίπεδο;

Μου λείπει ένας έρωτας μεγάλος είναι αλήθεια, αλλά θα ‘ρθει και αυτός, που θα πάει (γέλια).

Τι θα κάνεις το καλοκαίρι;

Είμαι ήδη σε πρόβες με τον Γιώργο τον Παπαγεωργίου (στη σκηνοθεσία) για το Φεστιβάλ Αθηνών με την Γιαννούλα την Κουλουρού, μία πολύ ωραία δουλειά με πολύ ωραίους ανθρώπους. Για τον ερχόμενο χειμώνα έχει ο Θεός. Ήδη συζητάω πράγματα αλλά θα προκύψουν πιστεύω και άλλα.

Μοιράσου μαζί μας κάτι, που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος για σένα.

Νιώθω ασφαλής, όταν όλα τα κουτάκια του καφέ και των τσαγιών μου είναι φουλ γεμισμένα έως επάνω. Θέλω να έχω όλων των ειδών τους καφέδες κι ας μην τους πίνω. Με έχει στιγματίσει μια ατάκα της Marion Cotillard, που υποδύθηκε την Edith Piaf στην ταινία La Vie en Rose. Σε μια σκηνή, είναι καθισμένη στην παραλία και πλέκει ένα πουλόβερ. Τη ρωτάει η δημοσιογράφος για ποιον το πλέκει και αυτή της απαντάει, «για όποιον θέλει να το φορέσει». Για όποιον θέλει να πιει τους καφέδες μου, λοιπόν, έχω κι εγώ τα κουτάκια μου γεμάτα. 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ