Μια λιτή κατοικία στην Αντίπαρο αναπαλαιώθηκε από την ομάδα
Vois Architects, ισορροπώντας ανάμεσα στους νόμους της νησιωτικής αρχιτεκτονικής και στην αισθητική της απέριττης αυθεντικότητας.
Σ’ ένα επίπεδο οικόπεδο, περιτριγυρισμένο από αραιή δόμηση, με έντονη φυσική βλάστηση και καλλιέργειες ελιών και αμπελιών, ξεπροβάλλει η κατοικία απόλυτα ενταγμένη στο φυσικό της περιβάλλον σαν φυσική του προέκταση. Τα χαλάσματα που προϋπήρχαν στο οικόπεδο αποτέλεσαν τη βάση για την ανακατασκευή της κατοικίας με γνώμονα τη διατήρηση της παραδοσιακής τυπολογίας και αρχιτεκτονικής. Με τη λογική αυτή και με σεβασμό στο παρελθόν του οικήματος, οι δύο αρχιτέκτονες της Vois Architects, Κατερίνα Βορδώνη και Φάνια Συνανιότου, φρόντισαν ώστε η νέα διάταξη να προσαρμοστεί στους υπάρχοντες χώρους. Ιδιαίτερη σημασία, επίσης, δόθηκε στη διατήρηση των επιμέρους στοιχείων, όπως οι εσοχές, οι φούρνοι και οι αναλογίες των χώρων. Τα ύψη παρέμειναν χαμηλά, με μέγιστο εσωτερικό τα 2.40 μ. και το πάχος των τοίχων τα 50-70 εκ., μια διαστασιολογία ιδιαίτερη -πιο κοντά στις ανθρώπινες διαστάσεις.
Εξωτερικά, κυριαρχεί έντονα το στοιχείο του λευκού ακατέργαστου σοβά και το πράσινο της «ελιάς», που επιλέχθηκε για το χρώμα των παραθύρων. Από την εξωτερική πλευρά, το σπίτι μοιάζει σαν ένας συνεχόμενος όγκος με κάποιες αυξομειώσεις στα ύψη. Η όψη αυτή εκτείνεται κατά μήκος της κατεύθυνσης του βοριά, δημιουργώντας έτσι προστασία στους εκτός σπιτιού χώρους διαβίωσης. Τα συνεχόμενα ανοίγματα στη βορινή όψη, επιτυγχάνουν τον φυσικό αερισμό των χώρων, ενώ από την εσωτερική πλευρά οι όγκοι δημιουργούν ένα σχήμα Π γύρω από μία ελιά και μία προστατευμένη, σκιασμένη βεράντα.
Εσωτερικά, η κατοικία αποτελείται από δυο υπνοδωμάτια, δύο μπάνια κι έναν χώρο ο οποίος λειτουργεί σαν κουζίνα και καθιστικό. Έχοντας ακολουθήσει την προϋπάρχουσα διάταξη, η λειτουργία των χώρων χαρακτηρίζεται από μια ασυνέχεια, η οποία ήταν συνηθισμένη στις παραδοσιακές αγροτικές κατοικίες ή «κατικιές». Οι κατικιές αποτελούνταν από μικρούς ανεξάρτητους μονοχώρους που φιλοξενούσαν διαφορετικές λειτουργίες, όπως καθιστικό/κουζίνα, πλυσταριό, μαντρί. Η εξέλιξή τους γινόταν οργανικά, σύμφωνα με τις εναλλασσόμενες ανάγκες της οικογένειας, και προέκυπτε από την προσθήκη χώρων που διευκόλυναν στην κατασκευή και χωρίς απαραίτητα να υπάρχει επικοινωνία με τους προηγούμενους. Κατ' αυτόν τον τρόπο και στην παρούσα μορφή, οι χώροι επικοινωνούν εξωτερικά μόνο. Το ένα δωμάτιο έχει δικό του μπάνιο, αλλά δεν έχει πρόσβαση στην κουζίνα και το άλλο έχει επαφή με την κουζίνα, αλλά εξωτερική πρόσβαση στο μπάνιο.
Στην ανακατασκευή δε χρησιμοποιήθηκε «αλφάδι» για να διατηρηθεί η αδρότητα και η πλαστικότητα στην τελική επιφάνεια, στοιχεία που αποκαλύπτουν τη λογική του αρχικού τεχνίτη. Στο πάτωμα χρησιμοποιήθηκε πατητή τσιμεντοκονία και στους τοίχους, λευκός σοβάς. Τα κουφώματα έχουν την μορφή των παλαιών και οι πόρτες λειτουργούν ως «μουλαρόπορτες», που ανοίγουν μονοκόμματα ή σπαστά. Παλιοί μαρμάρινοι νιπτήρες κι έπιπλα προσαρμοσμένα στις ειδικές διαστάσεις του σπιτιού συνθέτουν την εναρμονισμένη συνύπαρξη παλιού και καινούριου.
Το σπίτι χαρακτηρίζεται ως απλό, σεμνό, αδρό. Είναι ένα οίκημα που παραμένει κοντά στη γη, σέβεται το τοπίο και αγκαλιάζει τον χρήστη.
Οίκημα και περιβάλλον συνυπάρχουν αρμονικά, διατηρώντας μια γοητευτική αυθεντικότητα του ελληνικού τοπίου, συνθέτοντας ένα σκηνικό με αίσθηση ηρεμίας και αναπτύσσοντας έναν απλό τρόπο ζωής σε άμεση επαφή με τη φύση.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΛΕΙΔΑΡΙΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΑΚΗΣ