Ένα δίδυμο, το οποίο αντέχει στον χρόνο, σκορπώντας στο παγκόσμιο κοινό την αστείρευτη αγάπη τους για δημιουργία. Οι Gilbert Prousch και George Passmore έχουν διακριθεί για τη διαχρονική καλλιτεχνική τους προσέγγιση "δύο άνθρωποι αλλά ένας καλλιτέχνης", η οποία αποκαλύπτεται κάθε φορά στα έργα, τα οποία εκθέτουν σε μουσεία και γκαλερί σε όλο τον κόσμο. Οι δύο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις 25 Σεπτεμβρίου 1967, ενώ σπούδαζαν γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Saint Martin's. Όπως έχουν υποστηρίξει, ήρθαν κοντά επειδή ο George ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να καταλάβει τα μάλλον φτωχά αγγλικά του Gilbert. Σε κοινή τους συνέντευξη το 2002 στην εφημερίδα "The Daily Telegraph" παραδέχθηκαν για τη συνάντησή τους: "Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά". Και έτσι, προχώρησαν στον γάμο τους το 2008.
"Τέχνη για όλους"
Η προσέγγιση των Gilbert and George στην τέχνη ήταν πάντα αντιελιτίστικη. Υιοθετώντας το σύνθημα "Τέχνη για όλους", στόχευαν στο να είναι σημαντικοί πέρα από τα στενά όρια του κόσμου της τέχνης. Παρόλο που εργάζονται σε διάφορα μέσα, ανέκαθεν αναφέρονταν σε όλα τα έργα τους ως "γλυπτική". Ένα από τα πρώτα αξιοσημείωτα έργα τους ήταν το "George the Cunt and Gilbert the Shit", μια φωτογραφική αυτοπροσωπογραφία τους με τα χαρακτηριστικά τους κοστούμια. Η εκκεντρικότητα και οι έντονες χρωματικές παλέτες, αποτελούσαν τα κεντρικά σημεία αναφοράς, τα οποία τους έκαναν να ξεχωρίζουν σε κάθε δημιουργικό τους βήμα. Η performance art κατάφερε να γίνει "ένα" μαζί τους, αναδεικνύοντας τα αισιόδοξα και παιχνιδιάρικα οράματά τους.
Ο νέος καλλιτεχνικός χώρος
Οι Gilbert Prousch και George Passmore μετακόμισαν στην περιοχή Spitalfields του ανατολικού Λονδίνου στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η σχολαστική ανακαίνιση του γεωργιανού σπιτιού τους, αλλά και του στούντιό τους για πολλούς φαντάζει ως "συντηρητική" αρχιτεκτονική προσέγγιση, η οποία έρχεται σε κόντρα με την καλλιτεχνική του ματιά και αισθητική του κουλτούρα. Ωστόσο οι δύο artists ήθελαν να κρατήσουν την αρχική όψη του κτιρίου, αφαιρώντας μεταγενέστερες προσθήκες και διατηρώντας ιστορικά στοιχεία, δημιουργώντας παράλληλα σύγχρονους εκθεσιακούς χώρους.
To 2015, οι ίδιοι έστρεψαν την προσοχή τους στην ιδιοκτησία μιας πρώην βιομηχανικής εγκατάστασης ζυθοποιίας, η οποία στεγαζόταν λίγα μέτρα μακρυά από την κατοικία τους, εκεί που επρόκειτο να γίνει το Gilbert & George Center. Η διαδικασία του αρχιτεκτονικού ανασχεδιασμού πραγματοποιήθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο "SIRS Architects", αναπτύσσοντας μια άκρως θερμή συνεργατική σχέση μεταξύ τους. Στόχος τους ήταν να στεγάσει τρεις εκθεσιακούς χώρους τελευταίας τεχνολογίας, διαφορετικούς μεταξύ τους σε κλίμακα και αίσθηση.
Αρχική σκέψη ήταν να λειτουργήσει ως φιλανθρωπικό ίδρυμα το 2009 με στόχο να προωθήσει την καλλιτεχνική εκπαίδευση του κοινού και γενικά τις τέχνες, την αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό προς όφελος του κοινού με τη διατήρηση και μετά τον θάνατο των καλλιτεχνών των συλλογών, των αρχείων και των έργων τέχνης τους. Όπως επισημαίνει το αρχιτεκτονικό γραφείο στην επίσημη σελίδα του: «Στόχος μας ήταν να τιμήσουμε τόσο τον πρωτοπόρο χαρακτήρα τους, όσο και τον βαθύ σεβασμό τους για την πολυεπίπεδη κληρονομιά του Λονδίνου τους. Το κτίριο βρίσκεται μέσα σε μια καταπράσινη και απομονωμένη πλακόστρωτη αυλή - με πρόσοψη μια σφυρήλατη σιδερένια πύλη σχεδιασμένη από τους ίδιους τους καλλιτέχνες - και φιλοξενεί μια αίθουσα ταινιών, η οποία εισάγει τους επισκέπτες στον "κόσμο του Gilbert & George».
Ακόμη ένας σημαντικός άξονας είναι η βιωσιμότητα. Όπως εξηγεί η αρχιτεκτονική ομάδα: "Το έργο εφάρμοσε διάφορες ενεργητικές και παθητικές αρχές σχεδιασμού για τη μεγιστοποίηση της ενεργειακής απόδοσης, την ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης ενέργειας και την προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας όπου είναι δυνατόν".