Να καταφέρεις να διαλύσεις τα μαύρα σύννεφα που κρύβουν τον φωτεινό ήλιο μέσα σου, να ξύσεις με πείσμα τη σκουριά που οι άλλοι άφησαν επάνω στο λαμπερό σου μέταλλο, να απεκδυθείς τη βαριά κληρονομιά των ονομάτων και να ντυθείς τον εαυτό σου: την Εριέττα.
Σκέφτομαι πώς νιώθει μία γυναίκα 31 ετών που σφίγγει δυνατά τη ζωή στα χέρια της σαν ένα κατακόκκινο ρόδι. Τόσο δυνατά, που αυτό τελικά σπάει και κάθε σπόρος του κρύβει μια ιστορία που η γυναίκα δε φοβάται να αφήσει σε κοινή θέα, ούτε διστάζει να επιτρέψει στον καθέναν από εμάς να γευτεί τους γλυκόπικρους τόνους των καρπών της ζωής της. Η Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση άφησε αναμμένο το φως πολλά βράδια, γράφοντας και αναλύοντας την ίδια της την ύπαρξη. Όλα όσα γέννησε η ψυχή της χώρεσαν στις σελίδες του βιβλίου της, «Είμαι η Εριέττα». Δε θα μάθουμε ποτέ πώς είναι να γεννιέσαι και να φέρεις μέσα σου την ιστορία μιας μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας κι ενός λαοπρόβλητου ηθοποιού που υπήρξε θρύλος. ώστόσο, αυτό που θα μάθει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο της είναι το πόσο περιπλεγμένο υπήρξε το κουβάρι της ψυχής της ή, για να χρησιμοποιήσω και μία εικόνα από τις σελίδες της, «πόσα φθινοπωρινά φύλλα πεσμένα από τα δέντρα, κόκκινα, καφέ, πράσινα, κίτρινα, δημιούργησαν μια στρώση σαν χαλί» που ήρθε και κάλυψε τη δική της αλήθεια.
«Δεν αντιλαμβανόμουν ότι μέσα μου υπήρχε ένα άλυτο κουβάρι, μέχρι τη στιγμή που επηρεάστηκε η ψυχική μου υγεία με τις καθημερινές κρίσεις πανικού. Βασανίστηκα και απελπίστηκα, θεωρώντας ότι θα με συνόδευαν σε όλη μου τη ζωή. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να διαχειριστώ, σωματοποιήθηκε το άγχος που συσσωρευόταν μέσα στα χρόνια. Είχε κυρίως να κάνει με το δίπολο των γονιών μου - δεν εννοώ ως προσωπικοτήτων και ανθρώπων με διαφορετικά βιώματα, αλλά ότι υπήρχε διαμορφωμένη άποψη για μένα, χωρίς να με γνωρίζει κανείς. Συνεχίζει να ισχύει, αν και έχω εκτεθεί αρκετά και σε έναν βαθμό πλέον με γνωρίζουν. Αλλά όσο η δική μου προσωπικότητα δεν είχε γίνει αντιληπτή από το σύνολο, ήταν δύσκολα. Βαρύ φορτίο. Εγκλωβίστηκα, δεν ήξερα πώς να βγω στο φως. Αυτό, λοιπόν, που θα έπρεπε να μετράει είναι αυτό που κάνω σήμερα, γιατί αυτές είναι οι δικές μου επιλογές. Το πού και πώς γεννήθηκα είναι κάτι που δεν αλλάζει, δεν μπορούσα να το επιλέξω», εξομολογείται.
Η τυφλή κατάταξη από την πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου, η εύκολη κατηγοριοποίηση σε κλαδιά των δέντρων των γονιών της, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία στη σχέση της μαζί τους. Θα μπορούσε να σπάσει τα κλαδιά, να αποσταστιοποιηθεί από τους γονείς της.
«Μάλλον με την κοινωνία είχα θυμό. Δεν υπήρξε καμία αίσθηση μίσους προς τους γονείς μου, ποτέ. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, πολύ καλοί γονείς. Ειδικά το όνομα “Λάτση” μπορεί να με ζόρισε, να μην το συμπαθούσα, αλλά τις προσωπικότητες των γονιών μου τις σεβόμουν, τις αγαπούσα. Στην εφηβεία, υπήρχαν διενέξεις με τη μητέρα μου, όπως για κάθε έφηβο, πόσο μάλλον για μένα που εκείνη η περίοδος συνέπεσε με την απώλεια του πατέρα μου. Επιπλέον, όταν φεύγει ένας άνθρωπος, τον θεοποιείς και σκέφτεσαι ότι ήταν τέλειος, θυμάσαι μόνο τα καλά, το βάρος πέφτει στον γονιό που μένει πίσω και σίγουρα κάπου τον αδικείς. Όταν πήρα την απόφαση να εκτεθώ σε ένα μεγάλο κοινό γράφοντας το βιβλίο, δε φοβήθηκα την κρίση ή την επίκριση, ούτε ένιωσα περίεργα. Για μένα ήταν κάθαρση, σαν να έκλεισε ένα κεφάλαιο της ζωής - εννοώ της εύρεσης του εαυτού μου. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα, γιατί ό,τι έχω κάνει συνέβαλε σε αυτό που είμαι σήμερα. Αρνητικά και θετικά, υπερβολές και μη, νομίζω ότι στο τέλος καλό μου έκαναν. Όταν είσαι εμποτισμένος με αξίες, δύσκολα μπαίνεις σε διαδικασία να ξεπεράσεις το όριό σου ή να φτάσεις σε σημείο από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. Πράγματι, έπαιξα με τα όριά μου σε πολλούς τομείς, αλλά τα αναγνώριζα. Έζησα ανέμελα, έντονα και ακριβώς επειδή το πέρασα νωρίς, θεωρώ ότι συνέβαλε και στην απόκτηση της οικογένειάς μου, αφού παντρεύτηκα στα 26 και απέκτησα το πρώτο μου παιδί πριν από τα 29 μου».
Η Εριέττα πιστεύει ότι «στην αρρώστια δεν ασθενεί μόνο ο ασθενής». Όσοι έχουν «αντικρίσει» τον καρκίνο στην οικογένειά τους το γνωρίζουν καλά. Εκείνη έζησε με τον καρκίνο του πατέρα της, Νίκου Κούρκουλου, από τα έξι μέχρι τα δεκατρία της χρόνια. «Ο πρώτος μου έρωτας, ο πιο αφοσιωμένος προστάτης μου, ο μπαμπάκας μου είχε φύγει», γράφει στο βιβλίο της.
«Ήταν πολύ σημαντικά χρόνια, που θα έπρεπε να τα ζήσω ανέμελα, κάτι που δε συνέβη και αυτό με εμπόδισε ακόμη περισσότερο να συνδεθώ με τους συμμαθητές μου. Κλαίγανε τα παιδιά για την αριστεία κι εμένα ο πατέρας μου μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία και πάθαινε ανακοπές στο σπίτι. Εκνευριζόμουν γιατί ζούσα το δράμα μου. Με κυβερνούσε ο φόβος ότι ένας από τους δύο σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής μου μάλλον θα φύγει. Δεν ήξερα, αλλά υπήρχε η απειλή του θανάτου. Από τη στιγμή που στο μυαλό ενός παιδιού ο πατέρας του είναι άφθαρτος και δεν μπορεί να πάθει τίποτα γιατί τον έχει σαν θεό, η ιδέα του θανάτου δημιουργεί μια ανασφάλεια για την ίδια σου την ύπαρξη. Είμαστε τρωτοί, αλλά δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις την τρωτότητα του ανθρώπου στα έξι σου χρόνια, να σε κρατάει ξύπνιο τα βράδια. Αν μπορούσα να ξαναζήσω κάποιες στιγμές με τον πατέρα μου, θα ήταν εκείνες στο κτήμα μας στον ώρωπό, γιατί εκεί αισθανόταν πιο πολύ σαν στο σπίτι του. Αν μπορούσα να επιλέξω πού θα τον είχα, θα ήταν σίγουρα στον γάμο μου. Ήταν σημαντική η απουσία του, ο χορός του μπαμπά με την κόρη είναι κάτι που θα ήθελα πολύ να έχω ζήσει», εξομολογείται.
Έχω απέναντί μου μία νεαρή γυναίκα με καθαρό βλέμμα, τα μάτια της εκπέμπουν σπινθήρες αλήθειας, μια σημερινή σύζυγο και μητέρα που διαθέτει μεγάλο χάρισμα στη διατύπωση θέσεων και πειστικής επιχειρηματολογίας. Της παραδέχομαι τι με συγκίνησε περισσότερο στο βιβλίο της. Η Εριέττα, λοιπόν, από την υπερβολική αγάπη και εμπιστοσύνη στη μητέρα της, Μαριάννα Λάτση, ένιωθε πως δεν ήθελε στη ζωή της να κάνει κάτι που θα ερχόταν σε αντιδιαστολή με τη στάση ζωής που εκείνη είχε επιλέξει. Δίσταζε να της ανακοινώσει την απόφασή της να παντρευτεί τον άντρα της ζωής της, για να μη θεωρήσει η μητέρα της πως απορρίπτει ή προδίδει τη δική της κοσμοθεωρία και αποστροφή προς τον γάμο.
«Πάντα έχω στο μυαλό μου ότι, επειδή μας ταιριάζει κάτι, δε σημαίνει ότι ταιριάζει και στο παιδί μας. Ήδη βλέπω τον διαφορετικό χαρακτήρα του γιου μου. Η μητέρα μου θεωρούσε ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα, μία διαδικασία διόλου απαραίτητη. Ήταν έντονη η μητέρα μου σε αυτό, με προβλημάτισε πραγματικά όταν έπρεπε να πάρω την απόφαση του γάμου, καθώς πίστευα ότι έπρεπε να ισχύει το ίδιο και για μένα. Σκεφτόμουν ότι, για να το πιστεύει η μαμά, μάλλον έχει δίκιο. Στη διάρκεια της ψυχανάλυσης, ήρθε στην επιφάνεια το θέμα, όταν η ψυχολόγος μού είπε: “Σκέψου αν η άποψή σου για τον γάμο είναι δικό σου βίωμα ή αν καθρεφτίζει τη ζωή και τις επιλογές της μητέρας σου”. Συνειδητοποίησα ότι ο γάμος για μένα ήταν σημαντικός, ήθελα να τον ζήσω. Πράγματι, ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Θυμάμαι τα λόγια της ψυχολόγου μου: “Όταν η μητέρα σου σε δει σίγουρη για την επιλογή σου και πειστεί ότι αυτό θέλεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε στηρίξει”. Τελικά, περισσότερο ασχολήθηκε με την οργάνωση του γάμου εκείνη, παρά εγώ».
Αν οι συναντήσεις στη ζωή είναι καρμικές, αν οι άνθρωποι που επιλέγουμε να βρίσκονται στο πλευρό μας μάς εξελίσσουν και συμβάλλουν στην αυτοβελτίωσή μας, τότε για εκείνη αυτό το κεφάλαιο έχει το όνομα «Βύρωνας» (σ.σ. Βασιλειάδης). Ένας οραματιστής, αυτοδημιούργητος άντρας, που ως σημαία του κρατούσε πάντα την έννοια της ελευθερίας. Οι σχεδόν 30 σελίδες του βιβλίου που είναι αφιερωμένες στον σύζυγό της δε χωρίζονται σε υποκεφάλαια. Είναι κομμάτια γραμμένα με αγάπη και θαυμασμό, λόγια που κυλούν σαν ασυγκράτητο νερό.
«Ο Βύρωνας είναι κεφάλαιο που συνεχίζεται να γράφεται και σήμερα. Σταθμός στη ζωή μου, συνέβαλε στο ταξίδι εύρεσης του εαυτού μου, στην εξέλιξή μου. Βίωσα και συνεχίζω να βιώνω την επιρροή που μπορεί να έχει επάνω σου ο άνθρωπος που επιλέγεις ως σύντροφο ζωής και πατέρα των παιδιών σου. Ίσως η σημαντικότερη επιλογή όλης μας της ζωής. Μου εμφύσησε ότι μπορώ να κάνω περισσότερα και όλα αυτά προέρχονται από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: την ασφάλεια του εαυτού του. Υποστηρικτικός ακόμη κι εκεί που δεν τον συνέφερε, όπως στη μετάβασή μου στην Αμερική στα 26 μου για σπουδές, ενώ είχαμε σχέση. Η στάση του υπήρξε καθοριστικής σημασίας για μένα, ήταν η πρώτη φορά που δεν “πνίγηκα” από σύντροφό μου. Αισθάνεται ότι ανεβαίνοντας εγώ, ανεβαίνει κι εκείνος. Σωτήρια αίσθηση για μένα. Ο Βύρωνας ήταν ο πρώτος αναγνώστης του βιβλίου μου. Σαφώς τον συμβουλεύομαι, αλλά όχι για να πάρω άδεια. Του τόνισα, ωστόσο, ότι, αν νιώσει πως κάτι τον προσβάλλει ή μπορεί να προσβάλλει το παιδί μας -που μια μέρα θα το διαβάσει-, θα ήθελα να το γνωρίζω. Δεν υπήρξε καμία παρέμβαση», τονίζει. Αντιθέτως, η μητέρα της διάβασε το βιβλίο μία εβδομάδα πριν από την κυκλοφορία του. «Είναι πολύ ιδιωτικός άνθρωπος και το βιβλίο είναι ακριβώς το αντίθετο της ιδιωτικότητας, οπότε είχα άγχος. Σταδιακά, βέβαια, η μητέρα μου έχει έρθει σε επαφή με τη δική μου έκθεση, η οποία στην αρχή δεν της ήταν εύκολη, αλλά επειδή δεν έγινε απότομα και χτίστηκε από το μοίρασμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης -κάτι που εκείνη δε θα δημοσιοποιούσε- νομίζω πως το βιβλίο δεν της ήταν έκπληξη. Ίσα ίσα το αγάπησε, της άρεσε πολύ. Δεν ήθελα να είναι προστατευμένο και συγκρατημένο προϊόν, αλλά μία πραγματική αποτύπωση του πώς έγιναν τα πράγματα. Λογοκρισία δεν έχω στη ζωή μου, δεν είχα ούτε στο βιβλίο μου. Η μητέρα μου δεν επιχείρησε ποτέ να μας λογοκρίνει, ούτε να επηρεάσει τα όνειρά μας. Αντίθετα, ήταν υποστηρικτική στον χαρακτήρα του καθενός, καθώς είμαστε τρία παιδιά πολύ διαφορετικά μεταξύ μας. Κατάφερε να στηρίξει τρεις διαφορετικές προσωπικότητες, πράγμα καθόλου εύκολο».
Ο ιστός που υφαίνει η κοινωνία αναφορικά με την εικόνα, τα πρότυπα και τις αναλογίες και στον οποίο όλοι έχουμε κάποια στιγμή εγκλωβιστεί, παγίδεψε και την Εριέττα, η οποία οδηγούμενη από την αράχνη της πολύ αδύνατης και γυμνασμένης σιλουέτας, αποδυνάμωσε το αναπαραγωγικό της σύστημα, υποδεχόμενη όπως χιλιάδες γυναίκες την υπογονιμότητα: «Πράγματι, ξεκίνησε από μία δυσλειτουργία που προκάλεσα εγώ η ίδια στον εαυτό μου, την υποθαλαμική αμηνόρροια. Σημείο εκκίνησης του προβλήματος ήταν η εικόνα υγείας που προβάλλεται κατά κόρον - το να είσαι αθλητικός και αδύνατος σημαίνει και υγιής. Παραέτρωγα υγιεινά, παραγυμναζόμουν, δε γνώριζα τι μπορούσε να συμβεί. Αν με ρωτούσες εκείνη την περίοδο, θα έλεγα ότι είμαι πιο υγιής από ποτέ, μου άρεσε το σώμα μου, έτρωγα πεντακάθαρα, ήταν ψύχωση. Αυτό, όμως, είχε επίδραση στην υγεία μου, στο αναπαραγωγικό μου σύστημα. Δε γνώριζα καν την υποθαλαμική αμηνόρροια, αλλά τότε δεν τη γνώριζαν ούτε οι Έλληνες γιατροί. Δεν υπήρξε κάποιος να μου πει “ξεκουράσου, φάε περισσότερο, μην κάνεις γυμναστική”. Από τη μία, το μετανιώνω, γιατί έκανα κακό στο σώμα μου, σόκαρα τον οργανισμό μου τόσο που δεν μπορούσε να υποστηρίξει μία εγκυμοσύνη και, για να με προστατεύσει, διέκοψε τον κύκλο μου, καθώς δεν είναι απαραίτητη λειτουργία για την επιβίωσή μας. Από την άλλη, όμως, αυτό με οδήγησε στον Νίκο και στον δεύτερο γιο μου, τον Λέοντα, που κυοφορώ. Για να έρθουν τα συγκεκριμένα παιδιά στη ζωή μου».
Σαν ξεθωριασμένη σε σέπια μνήμη, πολλοί ίσως ανακαλέσουμε την εικόνα της σε νεανικές εξόδους, όταν η πρώτη σκέψη αφορούσε στο όνομα και την οικονομική της κατάσταση. Και μέχρι εκεί. Χαρακτήρας, προσωπικότητα, αρετές, όλα «θαμμένα» κάτω από μηδενικά και ονόματα. Το στερεότυπο της πρώτης εικόνας. Η γυναίκα που παλεύει για τους ανθρώπους, τα ζώα και τη φύση με όλες τις δυνάμεις της, παραδέχεται πως και η ίδια έχει υποπέσει στα «λιμνάζοντα ύδατα» που απείλησαν την ψυχική της υγεία: «Σίγουρα έχω παρασυρθεί στο λάθος της πρώτης εντύπωσης, της εύκολης κρίσης. Όλοι μας έχουμε προκαταλήψεις. Εγώ έχω θέμα με το Κολλέγιο Αθηνών, καθώς, όταν γνώριζα ανθρώπους που φοίτησαν εκεί, η άποψή μου είχε ήδη διαμορφωθεί πριν καν μιλήσουμε. Έπιασα τον εαυτό μου να κάνει αυτό που εδώ και τόσο καιρό κρίνω. Στερεοτυπικά μπορεί να δω και έναν κρεοπώλη, γιατί είμαι vegan. Γεννιόμαστε με στερεότυπα, οφείλουμε όμως να τα αποβάλλουμε. Επίσης, μετάνιωσα που δεν αποσαφήνισα στο βιβλίο μου ότι το διδακτικό προσωπικό του Κολλεγίου ήταν αξιόλογο. Το πρόβλημα για μένα ήταν οι γονείς των παιδιών, η νοοτροπία και η υψηλή διοίκηση που επικαλείται ένα συγκεκριμένο φάσμα ανθρώπων με οικονομική επιφάνεια. Όλα ξεκινούν από το σπίτι, από τους γονείς. Όποιος δε συνάδει απόλυτα με την πλειοψηφία των παιδιών -πλούσιες οικογένειες με διασυνδέσεις και προδιαγεγραμμένο μέλλον-, δεν τον αποδέχονται. Το δημοτικό του Κολλεγίου είναι δωρεά του παππού μου, Ιωάννη Σ. Λάτση, υπάρχει μια οικογενειακή σύνδεση, αλλά σε όσους με προσεγγίζουν για να βοηθήσω να μπουν τα παιδιά τους σε αυτό, τους αποθαρρύνω λέγοντας ότι, εφόσον δε θα έβαζα εγώ το παιδί μου εκεί, δεν υπάρχει περίπτωση να το προτείνω σε κάποιον άλλο. Όνειρό μου είναι η δημιουργία ενός σχολείου, που θα συμπεριλαμβάνει τα δικά μου “πιστεύω” και πράγματα που γνωρίζω ότι λείπουν από πολλούς γονείς της γενιάς μου».
Μετά από μία ώρα πολύτιμης σύνδεσης μαζί της, μέσα από ζεστή συζήτηση αλήθειας και παραδοχών, θα ένιωθε ανολοκλήρωτη εάν δεν επικοινωνούσε το μήνυμα που αγκαλιάζει όλους τους αγώνες της ζωής της: «Άνθρωποι, φύση και ζώα είμαστε “ένα”, δεν μπορείς να τα διαχωρίζεις, όταν ενδιαφέρεσαι για τη βιωσιμότητα του πλανήτη και των παιδιών σου. Δεν είμαστε ανταγωνιστές. Όπου υπάρχει εκμετάλλευση ζώων, κρύβεται και εκμετάλλευση ανθρώπων. Στα σφαγεία όπου θανατώνονται μαζικά τα ζώα, υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν παράνομα, σε μια εργασία που δημιουργεί σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις. Ο βιγκανισμός -σύμφωνα με τον ΠΟΥ, ενδείκνυται για όλα τα στάδια ζωής του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της βρεφικής ηλικίας, της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας- δεν είναι μόνο θέμα διατροφής, αλλά μια ηθική στάση ζωής, καθώς επηρεάζονται τόσες αθώες ψυχές από μία απλή καθημερινή επιλογή. Προσωπικά, θα ήθελα όταν φτάσει η στιγμή που ο γιος μου θα βγει με τους φίλους του και θα μπορεί να επιλέξει τι να φάει, να έχει κατανοήσει πως η επιλογή του κρέατος σημαίνει ότι πληρώνω τα λεφτά μου για να πεθάνει ένα ζώο, ότι η δική του γευστική ικανοποίηση οδηγεί στη θανάτωση ενός ζώου, το οποίο αισθάνεται και συναισθάνεται όπως εμείς».
Credits
Φωτογραφία: George Katsanakis (10aM), Styling: Νατάσα Λιονάκη
Κεντρική φωτογραφία: Μπλούζα Isabel Marant Etoile και φούστα Ulla Johson, όλα attica
Make up: Ολίβια Σαχινίδου, Hair: Ιωάννα Μεθενίτη, Βοηθός Φωτογράφου: Δημήτρης Κατσανάκης
Info: Το βιβλίο «Είμαι η Εριέττα» της Εριέττας Κούρκουλου Λάτση κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024