Σπίτι της είναι η έβδομη Τέχνη. Πατρίδα της, όπου αυτή ανθίζει. Αγάπη της, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η Γενική Διευθύντριά του, Ελίζ Ζαλαντό, λάτρεψε την πόλη μας τόσο μέσα από αυτό όσο και για πολλούς άλλους λόγους.
Αλήθεια, τι γυρεύει μια Γαλλίδα στην Ελλάδα;
Για να είμαι ειλικρινής, δε γύρευα κάτι συγκεκριμένο, αλλά βρήκα πολλά. Δεν αφήνεις την πατρίδα σου για να την αναπαραγάγεις αλλού. Αυτό σου επιτρέπει να εφεύρεις τον εαυτό σου εξαρχής και φυσικά να είσαι ανοιχτός να ανακαλύψεις καθετί νέο που βρίσκεται γύρω σου. Αν και δε γύρευα ποτέ κάτι συγκεκριμένο, ήμουν πάντα γεμάτη περιέργεια και εξερευνούσα τον κόσμο δίχως φόβο, γνωρίζοντας πως έχω -όπου κι αν βρίσκομαι στη Γη- μια οικογένεια να με υποστηρίξει, ένα οικουμενικό καταφύγιο: το σινεμά.
Τι ήταν αυτό που σας έχει χαρίσει η χώρα μας; Σας έχει ανταμείψει για τους λόγους που την επιλέξατε;
Η Ελλάδα μού προσέφερε μια δεύτερη οικογένεια -η πολυθρύλητη ελληνική φιλοξενία δεν είναι μύθος- και επαγγελματικές περιπέτειες που δε θα μπορούσα να φανταστώ σε άλλο μέρος. Τονίζω πως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι ένας θεσμός που παρόμοιοί του δεν υπάρχουν πολλοί. Οι Θεσσαλονικείς και οι Έλληνες συχνά δεν το συνειδητοποιούν, γι’ αυτό και το επαναλαμβάνω συχνά: το Φεστιβάλ σας είναι μοναδικό.
Ποιος οργανισμός εξειδικευμένος στον οπτικοακουστικό τομέα μπορεί να καυχηθεί πως διαχειρίζεται δύο φεστιβάλ διεθνούς εμβέλειας, δύο διεθνείς Αγορές για την κινηματογραφική βιομηχανία, κινηματογραφικές αίθουσες με ετήσια δραστηριότητα, ένα μουσείο και μία κινηματογραφική βιβλιοθήκη, συλλογές, κτίρια πολιτιστικής κληρονομιάς και προσφέρει εκπαιδευτικά προγράμματα; Δε γνωρίζω κανέναν άλλον. Ίσως το Institut Lumière στη Λυών ή ο κινηματογραφικός τομέας του Lincoln Center στη Νέα Υόρκη.
Αυτό το Φεστιβάλ μού έχει διδάξει πολλά και μαθαίνω ακόμη, καθώς κάθε σεζόν είναι διαφορετική από την προηγούμενη κι έχει τις προκλήσεις της. Ο κόσμος του σινεμά αλλάζει διαρκώς και το Φεστιβάλ προσαρμόζεται ανάλογα. Είμαστε σε διαρκή επικοινωνία με τους καλλιτέχνες και τη βιομηχανία. Η διαχείριση δε σχετίζεται αποκλειστικά πλέον με το περιεχόμενο αλλά και με το περιβάλλον: προσβασιμότητα, συμπερίληψη, βιωσιμότητα, εκπαίδευση, ψηφιοποίηση, οικολογία. Όλα αυτά είναι θέματα που έχουν ενταχθεί στην ατζέντα μας και είναι ισάξια με όλες τις άλλες δραστηριότητές μας. Στο τέλος κάθε κινηματογραφικής σεζόν, βγαίνουμε από την αίθουσα λίγο πιο σοφοί απ’ ό,τι όταν μπήκαμε.
Πώς ήταν τα χρόνια σας στη Γαλλία;
Δυσκολεύομαι να απαντήσω, γιατί τα χρόνια μου εκεί αντιπροσωπεύουν τα ¾ της ζωής μου. Δεν είναι μια παρένθεση από την οποία μπορώ να απομακρυνθώ και να την αναλύσω. Μου είναι αδύνατον να εξετάσω αντικειμενικά αυτά τα χρόνια νεότητας, επαγγελματικής ολοκλήρωσης και μητρότητας. Είναι θεμέλιο αυτού που είμαι σήμερα.
Είναι όντως η Τέχνη καταφύγιο και, αν ναι, εσείς τι βρήκατε μέσα σε αυτό;
Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη «κουλτούρα» παρά «Τέχνη». Η Τέχνη είναι μια μορφή έκφρασης που απελευθερώνει και προσφέρει φρέσκες, αυθεντικές και προσωπικές αντιλήψεις, αλλά δε νοείται πάντα ως μια συλλογική εμπειρία. Η κουλτούρα είναι όλα όσα μας ενώνουν και μας συσπειρώνουν γύρω από κοινές ιδέες και εμπειρίες. Η κουλτούρα δεν είναι ποτέ ανταγωνιστική. Δεν έχουμε δει ποτέ θαυμαστές του Πάνου Κούτρα να μάχονται με θαυμαστές του Παντελή Βούλγαρη. Η κουλτούρα είναι ένα καταφύγιο που μας εξυψώνει και μας προφυλάσσει από το μίσος και τον αποκλεισμό. Προσωπικά, η κουλτούρα με καθησυχάζει. Ειδικά τα βιβλία, που είναι το “comfort food” μου. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ να πέφτω για ύπνο χωρίς ένα βιβλίο.
Τι διαφορετικό στη δυναμική του έχει ο κινηματογράφος από τις άλλες Τέχνες;
Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη της ψευδαίσθησης, κι αυτή είναι μια απόλυτη κυριολεξία. Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, συντελείται ένα θαύμα: προβάλλονται στατικές εικόνες σε ταχύτητα εικοσιτεσσάρων καρέ το δευτερόλεπτο, κι εμείς πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι οι εικόνες κινούνται. Για όλα είναι, φυσικά, υπεύθυνος ο εγκέφαλός μας. Αυτή η λεγόμενη μεγάλη απάτη του σινεμά είναι αυτό που το κάνει να διατηρεί τη γοητεία του, αυτή η εγγενής γλυκιά κατεργαριά του. Η δεύτερη απάτη του έχει να κάνει με το γεγονός πως, αν και είναι μια από τις Τέχνες, βασίζεται έντονα σε μια βιομηχανία, σε τεχνικές δεξιότητες, σε εξοπλισμό και χρήματα. Εν συντομία, είναι μια βιομηχανία πρωτοτύπων, καθώς κανένα προϊόν δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Το σινεμά είναι, λοιπόν, η τέχνη της ψευδαίσθησης και μια βιομηχανία υψηλού ρίσκου.
Έχετε μείνει τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Ποια στοιχεία ξεχωρίζετε στην καθεμία;
Έχω ζήσει και στις δύο πόλεις και η καθεμιά τους είναι συνδεδεμένη με μια διαφορετική φάση της ζωής μου. Η Θεσσαλονίκη, το πολυπολιτισμικό σπίτι του Φεστιβάλ, μια πόλη με απίστευτη ιστορία, ξεχωρίζει για τη ζωτική της σχέση με τη θάλασσα και τη γαστρονομία της, που είναι μοναδική στον κόσμο. Η Αθήνα, πολύβουη και απαστράπτουσα, είναι ένα γνώριμο μέρος για μένα, όπου συναντώ παλιούς φίλους κάτω από τα υπέροχα φώτα της Αττικής. Και οι δύο αυτές πόλεις είναι μέρη στα οποία μπορεί κανείς να ζήσει με ευκολία, μέρη τα οποία έχουν μια ισχυρή ευρωπαϊκή ταυτότητα όπου αισθάνεται κανείς σαν στο σπίτι του.
Για ποιους λόγους σάς κέρδισε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης μας;
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε το πλατό για κάποιες από τις ωραιότερες ταινίες και βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με τον κόσμο του σινεμά, και μέσω του Φεστιβάλ της. Από το ξεκίνημά του, το 1960, το Φεστιβάλ αυτό φιλοξένησε τα λαμπρότερα αστέρια της ελληνικής και παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας. Διεθνοποιήθηκε επί Μισέλ Δημόπουλου το 1992, πριν υποδεχτεί τα ντοκιμαντέρ το 1999 με την ώθηση του Δημήτρη Εϊπίδη. Εκείνη τη χρονιά, ταυτόχρονα με το Φεστιβάλ δημιουργήθηκε και η Αγορά Ντοκιμαντέρ, ενώ το 2005, η Δέσποινα Μουζάκη δημιούργησε την Αγορά στο Φεστιβάλ του Νοεμβρίου, ένα τμήμα το οποίο συγκεντρώνει όλες τις επαγγελματικές μας δραστηριότητες. Έπειτα από τόσα χρόνια στην Ελλάδα, νιώθω Ελληνίδα, όσο και Γαλλίδα. Η απόσταση αυτή μου επιτρέπει να συνεχίζω να εκτιμώ τον εξαίρετο χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης ως τόπου διοργάνωσης. Η παρατήρηση αυτή σχετικά με τα προσόντα της πόλης αυτής επανέρχεται συνεχώς στα σχόλια των φεστιβαλιστών από όλον τον κόσμο: «εξαιρετική ομάδα», «υπέροχοι χώροι», «μοναδική γαστρονομία».
Πώς σκοπεύετε να το παραδώσετε;
Θέλουμε ένα Φεστιβάλ το οποίο εργάζεται ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα, αλλά δε χάνει τον προσανατολισμό του: να υπηρετεί δηλαδή την κινηματογραφική βιομηχανία και να χτίζει το κινηματογραφικό κοινό του μέλλοντος.
Γιατί πιστεύετε πως ένα τέτοιο φεστιβάλ κατάφερε να «ανθίσει» στη Θεσσαλονίκη; Πόση δουλειά και πάθος κρύβεται πίσω από την προετοιμασία του;
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με πλούσια κινηματογραφική ιστορία, άρρηκτα συνδεδεμένη με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η ιστορία του οποίου όμως έχει να κάνει και με τους ανθρώπους της πόλης, οι οποίοι επιλέγουν τόσα χρόνια να γεμίζουν τις αίθουσές του. Δε μιλάμε, λοιπόν, για ένα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά ένα Φεστιβάλ Θεσσαλονικέων, το οποίο ζυμώθηκε μέσω συνεχούς διαλόγου μεταξύ διαφορετικών ομάδων. Ένα Φεστιβάλ το οποίο διατηρεί ετήσια δραστηριότητα, προσανατολισμένο στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με εθνική δραστηριότητα και διεθνή ακτινοβολία. Το πετύχαμε μέσω σκληρής δουλειάς ενός ευρύτατου δικτύου επαγγελματιών, οι οποίοι συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας σε όλη τη διάρκεια του έτους. Κομβικής σημασίας είναι επίσης οι εγκαταστάσεις, στο Λιμάνι και στην πλατεία Αριστοτέλους, οι οποίες μας φιλοξενούν. Καμία άλλη Αγορά δεν απολαμβάνει τέτοιες εγκαταστάσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με την τοπική γαστρονομία και τις όμορφες τοποθεσίες, την ανυψώνουν σε μία από τις κορυφαίες κινηματογραφικές Αγορές της Ευρώπης.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη στιγμή σας στην πόλη μας, εντός και εκτός του Φεστιβάλ;
Συχνά θυμόμαστε στιγμές ευτυχισμένες, ή μη, στιγμές ασυνήθιστες. Θα επιλέξω μια σειρά στιγμών που έζησα στο Φεστιβάλ: τις σκανδαλιές του Τζον Γουότερς, το σοκ της πανδημίας, το τσουνάμι που προκάλεσε η Μόνικα Μπελούτσι, την πρόσφατη αλλαγή των καθισμάτων στο Ολύμπιον ή την ενσωμάτωση των τηλεοπτικών σειρών στην Αγορά. Όλες αυτές οι στιγμές είναι φρέσκες ακόμη στη μνήμη μου μαζί με εκατοντάδες άλλες αναμνήσεις, ενώ στο μυαλό μου έχω και πολλά μελλοντικά projects.
Μέσα από τη δεξαμενή ταλέντων της Ελλάδας, ποια ονόματα έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον σας;
Το ελληνικό σινεμά, μετά τη δημιουργική του επανάσταση την προηγούμενη δεκαετία με την αόριστη ονομασία «weirdwave», ένας όρος που περιέκλεισε μια ολόκληρη γενιά νέων καλλιτεχνών -Γιώργος Λάνθιμος, Μπάμπης Μακρίδης, Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη-, βιώνει μια εποχή στιλιστικής και αφηγηματικής ποικιλομορφίας. Οι δημοφιλείς ταινίες όπως η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα, που κέρδισε έξι βραβεία στο 64ο ΦΚΘ, και οι «Ιστορίες καλοσύνης» του Γιώργου Λάνθιμου συμβαδίζουν με ταινίες που κάνουν την πορεία τους σε διακεκριμένα Φεστιβάλ, όπως ο περσινός Χρυσός μας Αλέξανδρος, το “Animal” της Σοφίας Εξάρχου, το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» του Ζαχαρία Μαυροειδή και το “Fingernails” του Χρήστου Νίκου.
Ανυπομονούμε να μοιραστούμε με το κοινό τις νέες ελληνικές ταινίες, που φέτος θα περιλαμβάνουν έργα του Γιώργου Ζώη, της Πέννυς Παναγιωτοπούλου, του Δημήτρη Νάκου, του Γιάννη Βεσλεμέ, του Άγγελου Φραντζή και πολλών άλλων. Παρουσιάζουμε επίσης ένα μεγάλο αφιέρωμα στον αντισυμβατικό, πρωτοπόρο και τολμηρό σκηνοθέτη Πάνο Χ. Κούτρα, έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού queer cinema, στον οποίο το Φεστιβάλ θα απονείμει τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της προσφοράς του στο σινεμά.
Το ντοκιμαντέρ βρίσκεται επίσης σε απίστευτα ανοδική πορεία, και μας εντυπωσιάζει κάθε χρόνο. Είναι πραγματικά δύσκολο να επιλέξω ονόματα μέσα από μία παραγωγή που είναι εξαιρετικά πλούσια και στην οποία πλάι στους καταξιωμένους δημιουργούς προστίθενται διαρκώς νέα ταλέντα.
Εκτός από τις ταινίες μυθοπλασίας και τα ντοκιμαντέρ, είμαστε πολύ εντυπωσιασμένοι με τις νέες ελληνικές σειρές, τις οποίες υπογράφουν δημιουργοί όπως ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης και ο Βασίλης Κεκάτος. Στην πραγματικότητα, μια από τις αποστολές του Φεστιβάλ είναι να ενθαρρύνει την ανάδυση νέων δημιουργών και να τους υποστηρίξει στα εγχειρήματά τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η Αγορά, το αναπτυξιακό κομμάτι του Φεστιβάλ, είναι μια απαραίτητη πλατφόρμα για τους επαγγελματίες της ελληνικής και ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας.
Ποιες είναι οι πέντε ταινίες που θεωρείτε πως πρέπει κανείς να δει οπωσδήποτε στη ζωή του και γιατί;
Για να μην ανακυκλώσω τις χιλιοειπωμένες «Πολίτης Κέιν» ή «Ζαν Ντιλμάν», στα φιλμ που άφησαν το σημάδι τους πάνω μου ανήκει το «Και Ένα… και Δύο… Οικογενειακοί Ρυθμοί», ένα αριστούργημα από τον ταϊβανέζο σκηνοθέτη Έντουαρντ Γιανγκ, ένα περίτεχνο σκηνικό στην υπηρεσία μιας οικογενειακής ταινίας όμορφης όσο και βαθυστόχαστης. Το “Eureka” του Σίντζι Αογιάμα, για την εκπληκτική ομορφιά αυτού του φανταστικού -οπτικά αλλά και συναισθηματικά- ταξιδιού. Το “Touki Bouki”, ένα δεξιοτεχνικό φιλμ από τον Τζιμπρίλ Ντιοπ Μαμπετί, με μια ενέργεια ριζοσπαστική, μια ταινία αστεία, ασεβής και αιωνίως μοντέρνα. «Ο Ελαφοκυνηγός», το θρυλικό αντιπολεμικό φιλμ του Μάικλ Τσιμίνο, για τους ηθοποιούς και την απομάγευση που πηγάζει από το τέλος του Αμερικανικού Ονείρου. Τέλος, το “El Bonaerense” του Πάμπλο Τραπέρο, ένα αξιοθαύμαστο αστικό θρίλερ, σκοτεινό και αιχμηρό.
Θα θέλαμε, όμως, να μας δώσετε και τις κορυφαίες σας προτάσεις για Γαλλία. Ποια μέρη επιλέγετε να επισκέπτεστε και γιατί;
Δε γνωρίζω όλες τις γαλλικές περιοχές. Για παράδειγμα, δεν έχω πάει ποτέ στην Κορσική… αλλά κάποτε θα πάω. Τα must-see μου είναι οι πεδιάδες Lot & Dordogne με τα εξαίρετα τοπία τους, τα εντυπωσιακά χωριά τους, το έδαφος που παράγει υπέροχο κρασί, τις παλαιολιθικές τους σπηλιές και τη γαστρονομία τους. Ακόμα, το La Rochelle, το πρώτο από τα δύο πιο όμορφα λιμάνια του Ατλαντικού Ωκεανού, και το Bordeaux, το δεύτερο. Η ακτή Vendée, η περιοχή μου! Αγαπώ τους αμμόλοφους, τις ατελείωτες παραλίες και το ψάρεμα γαρίδας με την άμπωτη. Ο κόλπος του Morbillan είναι εξίσου υπέροχος: χρώματα του ουρανού, της θάλασσας και της γης, μοναδικά στον πλανήτη και φανταστικές crêpes bretonnes.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024