Η Δήμητρα Τρυπάνη είναι συνθέτρια και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ακολουθώντας σπουδές που κάθε λάτρης της μουσικής θα θαύμαζε, από το 2008 δημιουργεί πειραματικές μουσικές παραστάσεις, με έργα της να παρουσιάζονται διεθνώς σε σημαντικούς χώρους, όπως το Carnegie Hall και η Εθνική Λυρική Σκηνή. Είναι δημιουργός της μεθόδου "From Ear to Body", με εφαρμογή σε εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά προγράμματα. Από το 2017 συνεργάζεται με την ΕΛΣ, ενώ υπήρξε επί χρόνια "composer in residence" στο Φεστιβάλ Παξών.
Ας τη γνωρίσουμε καλύτερα...
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με τη μουσική; Ήταν μια αγάπη που είχες από παιδί;
Από πολύ μικρή είχα μια ευκολία να παίζω τραγούδια στο πιάνο «με το αυτί» όπως συνηθίζεται να λέγεται, και αυτό το γεγονός, πέραν της απέραντης ευχαρίστησης και χαράς που μου έδινε, μου έδωσε στην παιδική και εφηβική ηλικία μια κοινωνική ταυτότητα -αυτήν του ζωντανού «τζουκ-μποξ» της παρέας-, με την οποία κύλησαν πολύ όμορφα και γεμάτα όλα εκείνα τα χρόνια.
Μίλησέ μας για τις σπουδές σου και για τα πρώτα σου επαγγελματικά βήματα στον χώρο...
Η μουσική ήταν για μένα, αρχικά, ένα χόμπι για πάρα πολλά χρόνια, γιατί κι εγώ, όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι στον καλλιτεχνικό χώρο, μεγάλωσα σε μία οικογένεια όπου η τέχνη δε θεωρούνταν επάγγελμα. Σπούδασα, λοιπόν, Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και παράλληλα έκανα σπουδές σαξοφώνου στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης – ένα μουσικό όργανο με το οποίο τελικά δεν ασχολήθηκα ποτέ εντός της μουσικής μου δραστηριότητας. Τον Αύγουστο του 1998 σηκώθηκα ένα πρωί κι έκανα έξι αιτήσεις σε Βρετανικά Πανεπιστήμια για μεταπτυχιακό στη σύνθεση – αυτό έγινε γιατί στην Ελλάδα τότε αν δεν είχε κάνει κάποιος όλα τα ανώτερα θεωρητικά στο Ωδείο δεν μπορούσε να σπουδάσει σύνθεση κι εγώ ήμουν κατά κάποιο τρόπο αυτοδίδακτη σε αυτό το πεδίο. Αποφάσισα να πάω στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου όπου εκεί έζησα πέντε πολύ ευτυχισμένα χρόνια, ολοκληρώνοντας το Μάστερ και το Διδακτορικό μου στη σύνθεση με υποτροφία. Στη συνέχεια, κατέβηκα στο Λονδίνο όπου για λίγο διάστημα έκανα μαθήματα στους μεταπτυχιακούς κύκλους του Royal Central School of Speech and Drama και μετά επέστρεψα στην Ελλάδα και μετακόμισα στην Αθήνα, όπου άρχισαν δειλά οι πρώτες μου συνεργασίες -με τη Σαβίνα Γιαννάτου και την Ορχήστρα των Χρωμάτων τότε-, καθώς και οι πρώτες παραστάσεις με το σχήμα που φτιάξαμε με λίγους καλούς φίλους, τους NQR Ensemble. Εκείνο τον καιρό ξεκίνησα να δουλεύω και στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα, οπότε έτσι κάπως ξεκίνησαν τα πρώτα επαγγελματικά βήματα στον χώρο.

Ανατρέχοντας κανείς στο βιογραφικό σου, εντυπωσιάζεται με τις συνεργασίες σου. Ποια θεωρείς πως είναι τα highlights της πορείας σου;
Η κατεξοχήν κομβική στιγμή στην επαγγελματική μου πορεία ήταν η συνάντησή μου με το Γιώργο Κουμεντάκη, συνθέτη και καλλιτεχνικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο οποίος ακομπλεξάριστα και με εμπιστοσύνη μου άνοιξε την πόρτα της ΕΛΣ το 2016 και θα του είμαι για πάντα ευγνώμων γι' αυτό. Επίσης, κομβική στιγμή αποτέλεσε η συνεργασία μου με το Φεστιβάλ Παξών για επτά συναπτά χρόνια, μέσω τις οποίας, πέραν των φίλων που έκανα στο πανέμορφο αυτό νησί, γνώρισα πολλούς από τους μετέπειτα φίλους και συνεργάτες μου. Τέλος, όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμαστε σταθερά τα τελευταία χρόνια είναι άνθρωποι που θαυμάζω, εκτιμώ και αγαπώ, και το ότι μου έχουν κάνει την τιμή να συνεργαζόμαστε είναι για μένα το απόλυτο highlight της επαγγελματικής μου ζωής.
Υπάρχει κάποια συνεργασία που αποτελεί για σένα όνειρο ζωής;
Δε θα έλεγα ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη συνεργασία που θα τη θεωρούσα όνειρο ζωής. Θα ήθελα ίσως να είχα γνωρίσει κάποιους δημιουργούς που τους θαυμάζω απεριόριστα, αλλά πέραν αυτού, στην καθαυτή δουλειά μου, οι συνεργασίες μου με καλύπτουν απόλυτα, οπότε δεν έχω κάποιο «απωθημένο» τέτοιου τύπου. Εννοείται, πάντως, ότι αν για παράδειγμα η Emma Thompson ήθελε να συνεργαστούμε, θα διακτινιζόμουν στη Βρετανία σε χρόνο dt!

Πώς σε πετυχαίνουμε αυτήν την περίοδο; Τι ετοιμάζεις;
Αυτήν την περίοδο ολοκληρώσαμε το μοντάζ της βιντεοσκόπησης της τελευταίας μουσικής παράστασής μου με τίτλο «Το Φουλάρι», σε κείμενο Ηρώς Μπέζου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Αθηνών «Μαρία Κάλλας». Το Φουλάρι το αγαπήσαμε και οι 65 συντελεστές του πάρα πολύ, αλλά με χαρά διαπιστώσαμε ότι το αγάπησε πολύ και ο κόσμος που ήρθε να το δει. Ο κύκλος, λοιπόν, του Φουλαριού έκλεισε μόλις τώρα, αλλά όταν ένας κύκλος κλείνει, ένας άλλος ανοίγει, οπότε έχω μπει ήδη με τους στενούς μου συνεργάτες στη διαδικασία δημιουργίας του επόμενου έργου. Όλα αυτά πάντα εκ παραλλήλου με τις πανεπιστημιακές μου υποχρεώσεις στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο διδάσκω.
Ποια είναι η αγαπημένη σου γειτονιά στη Θεσσαλονίκη;
Αυτή στην οποία έζησα από το 2017 ως το 2021, όταν επέστρεψα για λίγο στην Θεσσαλονίκη. Μιλάμε για την περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς κάτω από τον Άγιο Δημήτριο και γύρω στο Καπάνι, τη Μοδιάνο και την Αριστοτέλους μέχρι το λιμάνι. Οι πιο ωραίες βραδινές περπατησιές στην πόλη.
Αυτό που λίγοι γνωρίζουν για τη Θεσσαλονίκη;
Η Θεσσαλονίκη έχει υπάρξει εστία προοδευτικής σκέψης και δημιουργίας τόσο στον λόγο όσο και στη μουσική και τα εικαστικά, με εξαιρετικούς διανοητές και δημιουργούς όπως ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Κώστας Λούστας, κ.ά. Στη δεκαετία του '80 ήταν υπέροχο και περιέργως σύνηθες να συναντά κανείς όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους στα στέκια του κέντρου της πόλης και να μιλά μαζί τους.

Ένα spot για φαγητό που μόνο λίγοι και καλοί έχουν ανακαλύψει;
Ένα σίγουρο στέκι καλοφαγάδων στην πόλη είναι «Η Παλιά Αθήνα», ένα πολύ όμορφο κουτούκι-τραττορία στην οδό Ίμβρου, στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης, με πολύ νόστιμα πιάτα και αξιόλογη ποικιλία κρασιών.
Κάτι που καμιά άλλη πόλη δεν έχει;
Τη μαμά μου!
Ένας δρόμος/μια γειτονιά όπου ο χρόνος μοιάζει σαν να σταματά;
Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνούσαν στο ότι η Άνω Πόλη είναι αυτή η γειτονιά. Θα προσέθετα και την περιοχή γύρω από τη Μελενίκου, απέναντι από την παλιά Φιλοσοφική, που πάντα χτυπά η καρδιά των φοιτητών της πόλης, είτε στα φωτοτυπικά της είτε στα καφενεία όπου όλοι μάθαμε να παίζουμε τάβλι στη διάρκεια των σπουδών μας.
Πού έχεις ζήσει τα καλύτερα parties;
Στο θέατρο Pappas Hall του σχολείου μου, μετά από κάθε παράσταση του Drama Club, μέλος του οποίου ήμουν επί χρόνια και το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα σχέση μου με το μουσικό θέατρο και την αγάπη μου για τις πολυπληθείς καλλιτεχνικές ομάδες.

Μια προσωπική σου ιστορία στην πόλη που ποτέ δεν έχεις μοιραστεί;
Βράδυ Ανάστασης Μεγάλου Σαββάτου το 2020 μέσα στο πρώτο κύμα Covid, που μας είχε κρατήσει όλους αιχμαλώτους στα σπίτια μας τη Μεγάλη Εβδομάδα. Έμενα τότε στην Αγίου Δημητρίου ακριβώς απέναντι από την εκκλησία. Βγήκαμε όλοι έξω στα μπαλκόνια με λαμπάδες, τραγουδήσαμε το Χριστός Ανέστη και στέλναμε ευχές και χαμόγελα από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, άγνωστοι φυλακισμένοι, αλλά συνδεδεμένοι απόλυτα εκείνη τη στιγμή. Είναι ίσως η πιο συγκινητική ανάμνησή μου από τη Θεσσαλονίκη στα τρία χρόνια που έμεινα εκεί πριν επιστρέψω στην Αθήνα το 2021.
Είναι μεσάνυχτα σε μια πόλη άδεια... Πού σου αρέσει να περπατάς;
Στην περιοχή γύρω από την Ρωμαϊκή Αγορά η οποία ήταν η γειτονία μου από το 2017 ως το 2021 που έφυγα. Επίσης -και πάντα-, στην παραλία από το λιμάνι ως το μέγαρο Μουσικής και πίσω.
Ένας χώρος Τέχνης που ξεχωρίζεις εδώ;
Για μένα, δύο είναι οι απόλυτες σταθερές Τέχνης στην Θεσσαλονίκη: το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ, καθώς και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (MoMus) το οποίο έχει εξαιρετικά σημαντικά εκθέματα σύγχρονης δημιουργίας. Επίσης, ξεχωρίζω και τη Συλλογή Κωστάκη στη Μονή Λαζαριστών.

Πού θα ξεναγούσες έναν γνωστό σου από άλλη πόλη;
Στα σοκάκια της Άνω Πόλης, στις παλιές αγορές του κέντρου (Καπάνι και Μοδιάνο), στην παραλία, στα στενά κοντά στον Λευκό Πύργο γύρω από το θρυλικό Ντορέ και γενικά σε όμορφες γωνιές στο ευρύτερο κέντρο από τον Βαρδάρη μέχρι το Μέγαρο Μουσικής.
Δεν πρέπει να φύγει κανείς από τη Θεσσαλονίκη, αν δε δοκιμάσει...
Πουράκια Χατζηφωτίου. Κάθετα και αμετάκλητα, είναι για μένα ό,τι πιο συγκλονιστικό σε γλυκάκι. Βγάζω εκτός συναγωνισμού τα Τρίγωνα Πανοράματος, γιατί μιλάμε για το αρχέτυπο Θεσσαλονικιώτικο trademark.