«…Ήταν ένας ήχος στριγκός και διαπεραστικός που δύσκολα μπορούσε κανείς με αληθοφάνεια να περιγράψει χωρίς ν’ ανατριχιάσει». Με αυτά τα λόγια περιγράφει την ωμότητα της σύγχρονης ζωής στο νέο της συγγραφικό παιδί με τίτλο «Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες». Η συγγραφέας Έλσα Κορνέτη διακρίνεται για την λογοτεχνική της γλώσσα και τα ιδιαίτερα εκφραστικά της μέσα, μυώντας μας στη γοητευτική της φαντασία. Με καταγωγή από Θεσσαλονίκη, αλλά γεννημένη στο Μόναχο, η πορεία της ζωής της την οδηγεί συνεχώς σε διαφορετικούς γεωγραφικούς προορισμούς και επαγγελματικά μονοπάτια, με τη συγγραφή, τη δημοσιογραφία και την ποίηση να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Δύο ποιητικά βιβλία της το «Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα» και το «Κονσέρβα Μαργαριτάρι» ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά» τιμήθηκε με το βραβείο Γιώργος Κάρτερ του περιοδικού Πόρφυρας. Η ίδια, μόνιμος κάτοικος, πλέον, της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει να δημιουργεί με μεράκι, ρομαντισμό και αλήθεια.
Ας την γνωρίσουμε καλύτερα!
Γεννήθηκα στο Μόναχο όπου έζησα τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής μου. Τα επόμενα τρία χρόνια τα έζησα στην Αθήνα με μικρές αποδράσεις στη Θεσσαλονίκη, όταν έμενα για λίγες ημέρες στο σπίτι της γιαγιάς μου στην Απελλού δίπλα στην πλατεία Ναυαρίνου. Είναι το σημείο της πόλης με τις ισχυρότερες και πιο συγκινητικές αναφορές για μένα, όπως και το σπίτι της άλλης μου γιαγιάς στην Αγίου Δημητρίου, ακριβώς δίπλα από την Εκκλησία. Οι πιο ισχυρές συγκινήσεις πηγάζουν από τα δύο σπίτια των γιαγιάδων μου. Μετά πιο χλιαρές είναι οι επόμενες μνήμες της πόλης, όταν με μονιμότητα πλέον εγκατασταθήκαμε στην οδό Καραϊσκάκη, περιοχή Σχολή Τυφλών. Με τα παιδιά της γειτονιάς είχαμε το μεγάλο δώρο να βρισκόμαστε συχνά εκτός σπιτιού και να παίζουμε ώρες ατελείωτες στις πυλωτές, αλλά και στο κοντινό πάρκο της παραλίας. Ομαδικά παιχνίδια, ποδήλατα, πατίνια, σκέιτμπορντ. Στη γειτονιά μας άρεσε να εξερευνούμε κάποια ξεχασμένα πανέμορφα αρχοντικά που λογικά ήταν διατηρητέα, αλλά γκρεμίστηκαν δυστυχώς, όπως είθισται σε αυτήν την πόλη και έδωσαν τη θέση τους σε εκτρωματικές πολυκατοικίες.
Η αγαπημένη μου γειτονιά είναι η περιοχή Ντεπό, όπου ζω από 15 ετών, και συγκεκριμένα σ’ έναν μικρό δρόμο την Παρνασσού παράλληλο της Σοφούλη. Δεν αλλάζω αυτήν την περιοχή με τίποτα στον κόσμο. Είναι από τα ελάχιστα καταπράσινα σημεία της πόλης, ήσυχο, καθαρό, γεμάτο πλατάνια, πουλιά και θαλασσινό αέρα.
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω αρχαιολόγος, μετά ήθελα να γίνω χορεύτρια και στη συνέχεια δημοσιογράφος, όπως έγραφα στα προεφηβικά μου ημερολόγια. Σπούδασα Οικονομικά, κάτι σχετικά παράταιρο με τα ταλέντα και τις ανησυχίες μου, αλλά χρήσιμο για τη βασική μου δουλειά. Δούλεψα επί 33 χρόνια στην μικρή εισαγωγική-εμπορική εταιρία που ίδρυσε ο παππούς μου και συνέχισε ο πατέρας μου κι εγώ. Δούλεψα και ως δημοσιογράφος παράλληλα για επτά χρόνια.
Σπούδασα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και στο Πανεπιστήμιο Trier Γερμανίας.
Η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη είναι εθιστική. Είναι πόλος έλξης. Όπου κι αν ταξιδέψω, όπου κι αν ζήσω για λίγο ή πολύ σε αυτήν θέλω απεγνωσμένα να γυρίσω. Λειτουργεί σαν πυξίδα, αλλά και σαν μαγνήτης ταυτόχρονα.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για να ασχοληθώ με τη συγγραφή στάθηκε το γεγονός ότι ήμουν ένα πολύ φιλάσθενο και ευαίσθητο παιδί, κάτι που με οδήγησε από πολύ μικρή ηλικία στο παθιασμένο διάβασμα βιβλίων λογοτεχνίας.
Μια συγγραφέας που θαυμάζω είναι η νομπελίστα Πολωνή συγγραφέας, Όλγκα Τοκάρτσουκ.
Το νέο μου βιβλίο με τίτλο «Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες» περιγράφει το πόσο μεγάλη μπορεί να γίνει η πρόκληση του ν’ αποτυπωθεί το πρωτοφανές, το αδιανόητο για την εποχή μας βίωμα της πανδημίας, του εγκλεισμού, της επικράτησης του φόβου και κάθε λογής φοβικού συνδρόμου, της αφόρητης κοινωνικής απομόνωσης, της βίαιης αναμέτρησης με τον εαυτό, σε ένα είδος καθημερινής μονομαχίας. Αλλά και η αναμέτρηση με την τεχνολογία, με την οικολογική καταστροφή, και την επέλαση μιας πλούσιας ποικιλίας δεινών και απανωτών κρίσεων που άλλαξαν τη ζωή καθοριστικά κι ας μην πούμε αμετάκλητα. Δόντια κάθε είδους, μορφής και υφής, δόντια κυριολεκτικά και δόντια μεταφορικά στήνουν το σκηνικό υλικό. Τα δωμάτια μπήκαν σε άλλα δωμάτια, πιο παράξενα, πιο διαφορετικά, πιο εξωτικά, πιο πειραγμένα, πιο ξεβιδωμένα. Τα δωμάτια της πραγματικής πραγματικότητας μπήκαν στα δωμάτια της φανταστικής πραγματικότητας.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στη δουλειά μου είναι το γεγονός ότι με προσγειώνει, με βοηθά ν’ αντιλαμβάνομαι την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, ώστε να ζω στον κόσμο κι όχι στον κόσμο μου.
Η κινητήριος δύναμή μου είναι η πραγματικότητα με την επικαιρότητά της, οι άλλες Τέχνες που αγαπώ, θέατρο, κινηματογράφος, μουσική, ζωγραφική, η Φύση και τα μαγικά πλάσματά της.
Συγγραφή για μένα σημαίνει εξανθρωπισμός, δουλειά με τη συνείδηση και την ενσυναίσθηση, αλλά κυρίως επισκευή της πραγματικότητας.
Μια στιγμή που έχω νιώσει περήφανη ήταν όταν έγινα μητέρα.
Η κομβική στιγμή στην καριέρα μου ήταν η πρώτη υποψηφιότητά μου για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2009.
Ένα όνειρό μου που έχει γίνει πραγματικότητα ήταν όταν γέννησα ένα βιολογικό - πραγματικό και πολλά πνευματικά παιδιά.
Οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετώπισα ήταν η προκατάληψη, η δυσπιστία και ο σεξισμός.
Μου αρέσει να ξεκλέβω χρόνο για έναν ήσυχο Κυριακάτικο μοναχικό καφέ με τον αγαπημένο σκύλο μου και τις εφημερίδες μου.
Η χαρά της ζωής περιλαμβάνει την άσκηση ελευθερίας, κοινώς την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που έχει κανείς μέσα του.
Ένας χώρος Τέχνης της πόλης που αγαπώ είναι το ΜΟΜus - Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Ένας άνθρωπος-μέντορας για μένα ήταν ο πατέρας μου. Για μένα ο μέντορας είναι ένας αναγεννησιακού τύπου άνθρωπος που συνδυάζει πολλά ταλέντα και δεξιότητες, παντρεύοντας τους πιο ετερόκλητους χώρους, ωθώντας τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια να συνεργαστούν.
Ένα 24ωρο μου περιλαμβάνει το πολύ πρωινό ξύπνημα με τον πρώτο καφέ και μετά ακολουθούν η σωματική και πνευματική άσκηση, λίγο δημιουργικό γράψιμο και κάποιες διορθώσεις κειμένων. Μετά η ημέρα παίρνει τον δρόμο της στο γραφείο μου δηλαδή στη δουλειά μου. Το απόγευμα διάβασμα και εξωτερικές ή εσωτερικές δουλειές, τα βραδάκια σινεμά και οργάνωση βιβλίων προς μεθοδική ανάγνωση.
Το μαγαζί - «στέκι» στη Θεσσαλονίκη που μου αρέσει να πίνω τον καφέ μου είναι η Zώγια και τα υπέροχα τσάγια της, αλλά και τα πετυχημένα λογοτεχνικά απογεύματα που διοργανώνει στην Αλεξάνδρου Σβώλου.
Το μέρος της Θεσσαλονίκης που έχω την πιο ωραία ανάμνηση είναι το Διαβαλκανικό. Εκεί που γεννήθηκε ο γιός μου. Η γέννησή του ήταν το ισχυρότερο συγκινησιακό κύμα που έχω δεχτεί.
All time classic αγαπημένο μου μέρος στην πόλη είναι ο δρόμος της Αλεξάνδρου Σβώλου για την πανέμορφη αλέα δέντρων που τη στολίζει, για την απλότητα μικρών εναλλακτικών μαγαζιών, (βιβλιοπωλεία, παλαιοβιβλιοπωλεία, καφέ, μπυραρίες κ.α.), για μια σειρά από ενδιαφέρουσες χαμηλές σχετικά πολυκατοικίες τύπου Bauhaus και φυσικά για τη μοναδική πλατεία Ναυαρίνου.
Η καλύτερη συμβουλή που μου έχουν δώσει ποτέ είναι το οξυδερκές περίφημο «stay hungry», μείνε πεινασμένη κι όχι «χορτάτη» για να μη χάσεις την έμπνευση και το κίνητρο της δημιουργίας, ειπωμένο από τον αείμνηστο φίλο μου ηθοποιό Κωνσταντίνο Τζούμα.
Μια από τις καθημερινές μου συνήθειές μου είναι το καθημερινό πρωινό ή απογευματινό τρέξιμο - καιρού επιτρέποντος-στη νέα παραλία που είναι το στολίδι της πόλης. Τα τελευταία 13 χρόνια ακολουθώ τη συγκεκριμένη ρουτίνα ανελλιπώς.
Το «κρυφό» μου σημείο στην πόλη δεν είναι και πολύ κρυφό, απλώνεται σε δέκα χιλιόμετρα. Είναι η θάλασσα πάντα. Η μεγαλύτερη πηγή γαλήνης, αρμονίας, συγκέντρωσης, στοχασμού, ονειροπόλησης.
Η Θεσσαλονίκη μου αρέσει γιατί είναι παραθαλάσσια. Αυτό είναι το μεγάλο της, το τεράστιό της ατού. Έχει ιστορία 2.500 ετών. Είναι διαστρωματική, πολυεπίπεδη, υπεργείως και υπογείως.
Αν θα άλλαζα κάτι στη πόλη μου θα ήταν να είχε πολλές μικρές πλατείες σε πολλές γειτονιές με πράσινο και παγκάκια και ένα έργο γλυπτό και ένα συντριβανάκι όπως έχουν όλες οι πόλεις στην Ισπανία για να μπορούν οι κάτοικοι να βγαίνουν να επικοινωνούν, να χαίρονται με απλότητα τη ζωή της πόλης έξω από το πνιγηρό διαμέρισμα. Θα ήθελα ν’ ανατιναχτούν ολόκληρα μπλοκ θλιβερών και κακάσχημων βιοτεχνικών κτιρίων στην πόλη (βλέπε Εγνατία και Βενιζέλου, παλιά παραλία στο λιμάνι και αλλού) που βρίσκονται στο υποτιθέμενο (ανύπαρκτο σχεδόν) ιστορικό της κέντρο και στη θέση τους να γίνουν κτίρια με τις προσόψεις των αριστουργηματικών νεοκλασικών που παρανόμως κατεδαφίστηκαν την εποχή της χυδαίας κυριαρχίας των φαιδρών, αμόρφωτων εργολάβων.
Τη Θεσσαλονίκη θα την ήθελα περισσότερο πράσινη και στοχοπροσηλωμένη στην οικολογία. Άγνωστα είδη και τα δύο προς το παρόν. Θα ήθελα να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι είναι μοναδική στο είδος της με τέτοιο τεράστιο θαλάσσιο μέτωπο, μια μοναδική πανευρωπαϊκά Waterfront-City. Κανείς δεν έχει ασχοληθεί με μια τέτοιου είδους προώθηση, όπως και με το γεγονός ότι χρειάζεται μια μικρή μασκότ για τουριστικούς λόγους, για λόγους προώθησης για παράδειγμα τη γοργόνα Θεσσαλονίκη, που τόσο ωραία έχει αποτυπωθεί σε έργα μοναδικών ζωγράφων μας. Ο λευκός Πύργος δεν ταιριάζει για κάτι τέτοιο. Χρειάζεται ένα πλάσμα μυθολογικό, ένα πρόσωπο θρύλο, όπως την ίδια τη Θεσσαλονίκη την ετεροθαλή αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου και γυναίκα του Κάσσανδρου, που έμεινε στο συλλογικό ασυνείδητο ως θρυλική γοργόνα. Χαίρομαι που μοιράζομαι αυτήν την ιδέα μαζί σας, γιατί πού αλλού να την πω.
Αν θα έπρεπε να τη χαρακτηρίσω με 3 λέξεις. «Η πόλη κρεμμύδι». Πολυστρωματική σαν κρεμμύδι. Αποφλοιώνοντάς την ανακαλύπτεις τι υπάρχει από κάτω. Είναι από τις ελάχιστες πόλεις στον κόσμο που έχουν τόσο πλούσια διαστρωματική, υπεδάφια ιστορία, αρχαίων, προχριστιανικών, μεταχριστιανικών, βυζαντινών, σύγχρονων...
Πορτραίτο κεντρικής φωτογραφίας: Studio Nikoleri