Στις 6 Δεκεμβρίου 2025, στο σπίτι του στο Μπρίστολ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών ο Martin Parr - μια από τις πλέον εμβληματικές μορφές της σύγχρονης φωτογραφίας. Η είδηση έγινε γνωστή από το Martin Parr Foundation, που σε ανακοίνωση της ανέφερε: «με μεγάλη θλίψη σας ενημερώνουμε ότι ο Martin Parr (1952–2025) πέθανε χθες στο σπίτι του στο Μπρίστολ».
Οι αντιδράσεις στον χώρο της τέχνης και της φωτογραφίας ήρθαν άμεσα και έντονες: οι συνάδελφοι, φίλοι, και όσοι επηρεάστηκαν από το έργο του μίλησαν για μια μεγάλη απώλεια, για έναν φωτογράφο που με το βλέμμα του -αιχμηρό, σαρκαστικό, γεμάτο χιούμορ- κατόρθωσε να μετατρέψει την καθημερινότητα και τη «μονοτονία» της ζωής σε τέχνη.
Η «καθημερινή» Βρετανία με τα δικά του χρώματα




Ο Parr, γεννημένος το 1952 στο Surrey, ξεκίνησε να φωτογραφίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μολονότι το φωτορεπορτάζ εκείνης της εποχής ήταν κυρίως ασπρόμαυρο και «σοβαρό», αυτός έκανε το μεγάλο άλμα: Instagram-free πριν την εποχή των social media, ο Parr στράφηκε στο χρώμα - φωτεινό, κορεσμένο, σχεδόν «υπερβολικό». «Μόλις δοκίμασα το χρώμα, δε γύρισα ποτέ πίσω», έλεγε.
Το 1986, με το βιβλίο/σειρά φωτογραφιών The Last Resort, αποτύπωσε τις διακοπές της εργατικής τάξης στο New Brighton - ηλιοκαμένα κορμιά, βόλτες, παιδικές φωνές, παγωτά και την ανεπιτήδευτη ατμόσφαιρα μιας βρετανικής εξοχής. Μέσα από την «υπερβολή» στο χρώμα, μας έδωσε μια άμεση, αμείλικτη εικόνα της ζωής όπως είναι, χωρίς ρομάντσα, αλλά με πολύ χιούμορ και ρεαλισμό.
Αργότερα, στη μεσαία τάξη, στην τουριστική μαζικοποίηση, στην καταναλωτική κουλτούρα — σχολιάζοντας με σαρκαστική οξύτητα την κοινωνία, την ταξική ιεραρχία, την εμμονή στην κατανάλωση. Ο ίδιος είχε πει: «Φωτογραφίζω σοβαρές εικόνες μεταμφιεσμένες ως ψυχαγωγία», πάντα εντός της πραγματικότητας.



Από τη μία, πολλοί τον θαύμασαν για την ικανότητά του να βλέπει την ανθρώπινη καθημερινότητα -τα πιο «βαρετά», κοινότοπα ή banal στιγμιότυπα- και να τα αναδεικνύει σε εικόνες με δύναμη, χιούμορ και κοινωνική ένταση. Από την άλλη, δεν έλειψαν και οι επικρίσεις: κάποιοι θεώρησαν ότι η απότομη, υπερκορεσμένη αισθητική του, το σαρκαστικό ύφος, και η εστίαση σε εργατική τάξη ή «ταπεινές» στιγμές υπονόησαν ειρωνεία ή και περιφρόνηση, μια κατηγορία που στιγμάτισε ιδιαίτερα την περίοδο της εισδοχής του στο πρακτορείο Magnum Photos, το 1994. Εκεί, χρειάστηκε μία εκ των αμφιλεγόμενων ψηφοφοριών και η αποδοχή του ήρθε μόλις με μία ψήφο διαφορά.




Παρά τη διαμάχη, όμως, η σταθερή του παρουσία, με πάνω από 80 εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και δεκάδες φωτογραφικά λευκώματα, αποτυπώνει την επιμονή και την πίστη του στη φωτογραφία ως εργαλείο παρατήρησης, κριτικής και -γιατί όχι- κατανόησης. Στον φωτογραφικό κόσμο, θεωρείται σήμερα ως ένας από τους πιο σημαντικούς που επαναπροσδιόρισαν το ντοκουμέντο, την κοινωνική φωτογραφία και την καλλιτεχνική χρήση του χρώματος.
«Αν θέλεις να είσαι φωτογράφος, πρέπει να είσαι ατρόμητος, δεν υπάρχει χρόνος για ντροπή», έληγε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Main photo credit: © Paris Select Book
