Στον κόσμο της Τέχνης υπάρχουν ορισμένες παρουσίες που αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους κι αποτελούν πηγή έμπνευσης για όλους εμάς. Η Χάρις Αλεξίου, από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, είναι φυσικά μία από αυτές. Αφού κατέκτησε την κορυφή του ελληνικού τραγουδιού, αποφάσισε να εξερευνήσει νέα μονοπάτια και να μας εκπλήξει με τις ερμηνευτικές της ικανότητες. Ως καλλιτέχνιδα που πάντα συγκινεί, είναι πλέον έτοιμη να αναλάβει τον νέο της ρόλο, αυτόν της Ambassador της Αγοράς, του αναπτυξιακού τμήματος που οργανώνει δράσεις για την υποστήριξη και προώθηση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Αγαπήθηκε από τον κόσμο της πόλης με τον πιο γνήσιο τρόπο, και τώρα η απόφασή της να υποστηρίξει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου αναδεικνύει, για άλλη μια φορά, την αφοσίωσή της στον πολιτισμό και την Τέχνη, επιβεβαιώνοντας παράλληλα ότι το σινεμά είναι εδώ για να ενώνει τους ανθρώπους και να δημιουργεί ασύλληπτη μαγεία.
Κυρία Αλεξίου, καταρχάς οφείλουμε να σας εκφράσουμε πως ο κόσμος της Θεσσαλονίκης αισθάνεται μεγάλη χαρά και τιμή που επιλέξατε να στηρίξετε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης μας. Αλήθεια, πώς ήρθε η πρόταση και ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις πριν να την αποδεχτείτε;
Είναι χαρά και για μένα να βρίσκομαι ακόμη μία φορά στη Θεσσαλονίκη, έναν τόσο αγαπημένο και οικείο τόπο, που οι άνθρωποί του άπειρες φορές με τίμησαν με την αγάπη τους. Η πρόταση για να είμαι Ambassador της Αγοράς ήρθε από το Φεστιβάλ, μέσω του Ορέστη Ανδρεαδάκη, και φυσικά με αιφνιδίασε, γιατί ο κινηματογράφος είναι μια περιοχή όπου δεν έχω υπάρξει, κυρίως με τέτοιου είδους ιδιότητα. «Τι μπορώ να κάνω εγώ σ’ έναν χώρο που δε γνωρίζω;» ήταν οι πρώτες λέξεις που άρθρωσα στο ευγενικό κάλεσμά του. Έχω ένα ισχυρό αίσθημα ευθύνης σε ό,τι αναλαμβάνω να κάνω, κι εδώ ένιωσα πως δεν έχω καμία γνώση, άρα είμαι ακατάλληλη για κάτι τέτοιο. Πολλές φορές, όμως, δε σκεφτόμαστε πως οι άλλοι ξέρουν καλύτερα από εμάς τους ίδιους σε τι μπορούμε να φανούμε χρήσιμοι.
Είχατε επισκεφτεί ποτέ το Φεστιβάλ στο παρελθόν και, αν ναι, με τι εντυπώσεις σας είχε αφήσει;
Είχα απλά βολτάρει στους χώρους, πίνοντας ωραίους χυμούς στα καφέ, παρατηρώντας όμορφες φυσιογνωμίες που κυκλοφορούσαν, και τότε έλεγα μέσα μου: «Κάτι είναι αυτοί οι τύποι, σίγουρα έχουν σχέση με το σινεμά». Δεν μπήκα, όμως, ποτέ στις αίθουσές του.
Ως Ambassador της Αγοράς, ποιος θα είναι ο ρόλος σας;
Η Αγορά είναι ένας τομέας που δεν έχει γίνει ακόμη τόσο ορατός, έτσι ώστε να εκπληρώνει απόλυτα τον ρόλο του. Δηλαδή, όταν μιλάμε για το μέλλον του σινεμά, γι’ αυτό το σινεμά που θα συμβεί αύριο, θα πρέπει να κινητοποιηθούν μηχανισμοί που θα βοηθήσουν στη δημιουργία του, στην προώθησή του και γενικά στη γέννηση και την εξέλιξή του. Kάτι τέτοιο και κάπως έτσι μου τα είπε ο Ορέστης, τονίζοντας ότι με την παρουσία μου θα βοηθούσα.
Μαζί με τη διοργανώτρια αρχή, πώς είδατε ότι μπορεί να εξελιχθεί αυτός ο ρόλος φέτος;
Δεν ξέρω πώς μπορεί να εξελιχθεί φέτος, κι αν πρόκειται να γίνει με εμένα. Ξέρω μόνο ότι είμαι ένας άνθρωπος που έχει επικοινωνήσει τη δική του Τέχνη στο ευρύ κοινό και τώρα ίσως η επωνυμία μου φανεί χρήσιμη στα νέα παιδιά. Έχοντας υπάρξει μέσα στον χώρο της Τέχνης της μουσικής και του τραγουδιού για τόσες δεκαετίες, έχω καταλάβει πως είναι χρήσιμος ένας καλλιτέχνης που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού, όταν μπορεί να βοηθήσει τη νεότερη γενιά να ανοίξει δικούς της δρόμους. Είναι όμορφο να σταθούμε δίπλα της. Η σχέση μου με τον κινηματογράφο είναι όπως αυτή οποιουδήποτε κοινού ανθρώπου που ευχαριστιέται τη μαγεία του, που χαίρεται να βλέπει είτε ιστορίες της δικής του ζωής είτε να αφυπνίζεται, εξερευνώντας ή μαθαίνοντας τις ζωές των άλλων. Δεν μπορεί να συμβεί η μαγεία του σινεμά, όμως, δίχως να στηρίζουμε τους δημιουργούς της.
Οι τελευταίες ενθαρρυντικές διακρίσεις των εθνικών παραγωγών έχουν προκαλέσει ένα σπουδαίο «άνοιγμα» των ελληνικών σεναρίων προς το εξωτερικό. Όντας πλέον μέσα σε αυτόν τον χώρο, τι δυναμική είδατε πως έχει τελικά η Ελλάδα στην έβδομη Τέχνη;
Μετά την ισχυρή παρουσία του Αγγελόπουλου για τόσες δεκαετίες, τα τελευταία χρόνια έχουμε καμαρώσει οι Έλληνες για την επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου και του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στο εξωτερικό αλλά και νεότερων σκηνοθετών, όπως ο Θανάσης Νεοφώτιστος. Αλλά είναι πάρα πολλοί νέοι δημιουργοί που μας έχουν δείξει εξαιρετικές δουλειές!
Φαντάζομαι ότι με το κύμα δημιουργικότητας που επικρατεί οι απαιτήσεις έχουν ανέβει ακόμη και για το “Maestro”. Πώς εξελίσσεται αυτό το εκπληκτικό όραμα στη δεύτερη σεζόν;
Τι νέοι στόχοι μπαίνουν στο τραπέζι, δεδομένου ότι πλέον η σειρά αποτελεί παγκόσμια επιτυχία; Αυτό που βλέπω εγώ και που εκτιμώ βαθιά είναι πως ο Χριστόφορος συνεχίζει να δουλεύει με την ίδια αφοσίωση, σαν να μην πέρασε μια μέρα από το πρώτο επεισόδιο, σαν να μην πήγε σε παγκόσμια προβολή η δουλειά του ή σαν να ήξερε από την αρχή ότι όλα θα γίνουν όπως έγιναν. Σταθερά εργατικός, ευγενής, τρυφερός και άμεσος.
Τι είναι αυτό που σας κερδίζει στον κινηματογράφο;
Ποια νέα κομμάτια του εαυτού σας ανακαλύψατε μέσα από τη σχέση σας μαζί του; Να είμαι αληθινή κι όλα είναι εντάξει, θα πω χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι σημαντικό να μπορείς να φέρνεις τον άνθρωπο έξω από τα σκοτεινά του δωμάτια για να μοιραστεί την αλήθεια του. Επιβεβαίωσα, επίσης, τη θεωρία πως το νέο ξεκίνημα μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ηλικία.
Θεσσαλονίκη και Κινηματογράφος: Ποιο είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει η πόλη σε αυτόν τον χώρο;
Η Θεσσαλονίκη δεν έχει το διαλυτικό φως της Αθήνας. Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να ζουν «μέσα» τους, ακόμη και στην εξωστρέφειά τους. Αγαπούν την πόλη τους, είναι δικιά τους - κάτι που δε λέμε για την Αθήνα οι Αθηναίοι. Αυτό τους κάνει να νοιάζονται για τα καλλιτεχνικά δρώμενα, κι έτσι δημιουργείται ένα περιβάλλον που θέλουμε να υπάρξουμε μέσα του όλοι. Η πόλη της Θεσσαλονίκης, κατά τη γνώμη μου, επιτρέπει να γραφτούν με πιο ποιητικό τρόπο οι ιστορίες μας.
Ποιες είναι οι πιο βαθιές αναμνήσεις που σας έχει προσφέρει η πόλη και κάθε φορά που επιστρέφετε ξαναγεννιούνται;
Θυμάμαι πως ήθελα κάθε φορά να επισκεφτώ τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στη «Διαγώνιο» και να προμηθευτώ τα νέα τεύχη του περιοδικού, να πιω καφέ με τον Νίκο Παπάζογλου, να αγοράσω βιβλία από το βιβλιοπωλείο του «Λοξία», που έμενε ανοιχτό μέχρι αργά τη νύχτα και να ξενυχτήσουμε στην Ικτίνου.
Τι ανυπομονείτε να δείτε και να ζήσετε φέτος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης μας;
Να ζήσω τον παλμό της πόλης, που τις ημέρες διεξαγωγής της διοργάνωσης γίνεται ακόμη πιο μαγική, και να δω κυρίως καλό ελληνικό σινεμά.