Η Τέχνη υπήρξε πάντα η μεγάλη της αγάπη. Σπουδάζοντάς την στο Πανεπιστήμιο του Kent, στο Canterbury της Αγγλίας, συνειδητοποίησε ότι την ενδιέφερε περισσότερο να τη μελετά, παρά να την παράγει. Έτσι, στράφηκε στην Ιστορία και θεωρία της, συνεχίζοντας την ακαδημαϊκή της πορεία στο Goldsmiths College, όπου και ήρθε σε επαφή με τη σύγχρονη διάστασή της. Συνέχισε με ένα μεταπτυχιακό πάνω στην Art Βusiness στη Νέα Υόρκη και, παράλληλα, με πρακτική στο Ίδρυμα Δάκη Ιωάννου, για την έκθεση της Elizabeth Peyton με τον Matthew Barney στα Σφαγεία της Ύδρας, το 2009. Εκεί, γνώρισε την Peyton, με την οποία ξεκίνησε να συνεργάζεται όσο ακόμη σπούδαζε. Η γνωριμία της με τον art advisor Paul McCabe την εισήγαγε ουσιαστικά στον ρόλο και τη δουλειά της συμβούλου Τέχνης. Στη συνέχεια, εργάστηκε για έναν χρόνο ως gallery director στη Venus over Manhattan του Adam Lindemann, για να ανοίξει λίγο αργότερα, το 2019, τα δικά της φτερά.
Ποιο είναι το DNA του The Intermission, πόσο εξιτάρει τη δημιουργικότητά σας και ποιοι είναι οι στόχοι του; Το The Intermission ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2019. Η ιδέα γεννήθηκε σχεδόν ξαφνικά, την περίοδο των Χριστουγέννων του 2018. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ανοίξω έναν δικό μου χώρο ‒ και σίγουρα όχι μια γκαλερί με την παραδοσιακή έννοια. Δε με ενδιέφερε τόσο το μοντέλο της εκπροσώπησης καλλιτεχνών, αλλά περισσότερο να λειτουργώ ως ανεξάρτητη σύμβουλος, με τη δυνατότητα να οργανώνω εκθέσεις που με ενθουσιάζουν και να συνεργάζομαι άμεσα με καλλιτέχνες που θαυμάζω. Έτσι, το The Intermission σχεδιάστηκε ως ένας ευέλικτος χώρος συνεργασιών. Δίνω προτεραιότητα στο να παρουσιάζουμε καλλιτέχνες που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί στην Ελλάδα ‒ πάντα μέσα από ατομικές εκθέσεις, ώστε το κοινό να έχει την ευκαιρία να έρθει πραγματικά σε επαφή με το έργο ενός καλλιτέχνη. Το συνεργατικό μοντέλο που ακολουθούμε ελαφρύνει το οικονομικό βάρος και μας επιτρέπει να οργανώνουμε ένα πιο πειραματικό πρόγραμμα. Παράλληλα, κάνουμε και συνεργασίες εκτός του αυστηρά εικαστικού πλαισίου: με μουσικούς, με τον χώρο της μόδας ‒έχουμε ήδη πραγματοποιήσει μια έκθεση με haute couture‒, καθώς και με ομιλίες και άλλες μορφές δράσεων. Οτιδήποτε μου κεντρίσει τη φαντασία προσπαθώ να το εντάξω στο πρόγραμμά μας.

Φέρατε για πρώτη φορά στην Ελλάδα έργα του Jean-Michel Basquiat, ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες παγκοσμίως. Πώς προέκυψε αυτό; Η έκθεση προέκυψε μέσα από τη γνωριμία μου με την οικογένεια Navarra, η οποία διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έργων του Basquiat παγκοσμίως. Γνώρισα τον Enrico όσο ήταν εν ζωή. Πλέον, τη συλλογή και την γκαλερί έχει αναλάβει ο γιος του, Doriano Navarra, με τον οποίο και συνεργάζομαι για την έκθεση. Παραμένω πιστή στο μοντέλο συνεργασιών του The Intermission, αυτήν τη φορά με έναν φορέα που είναι ταυτόχρονα γκαλερί και διαχειριστής μιας ιστορικής, ιδιωτικής συλλογής. Όταν ανακάλυψα πως δεν έχει ξαναγίνει έκθεση του Basquiat στην Ελλάδα, αυτό την έκανε απόλυτα συμβατή με τους στόχους του χώρου. Δυσκολεύομαι, ωστόσο, να τη χαρακτηρίσω ως «ιστορική έκθεση», κυρίως λόγω του περιορισμένου υλικού: πρόκειται για λίγα έργα, όλα σε χαρτί, και δεν περιλαμβάνονται μεγάλης κλίμακας ή εμβληματικά έργα του καλλιτέχνη. Παρ’ όλα αυτά, η σημασία της είναι μεγάλη. Το έργο του Basquiat συνεχίζει να συγκινεί και να απασχολεί παγκοσμίως. Η έκθεση αυτή διευρύνει αναμφισβήτητα το κοινό μας. Προσελκύει ανθρώπους που δε γνώριζαν το Intermission, αλλά έλκονται από το όνομα του καλλιτέχνη.
Τι θεωρείτε πως είναι αυτό που τον κάνει τόσο ξεχωριστό και πώς πιστεύετε πως θα ήταν η εξέλιξή του; Μήπως το γεγονός ότι έφυγε πρόωρα από τη ζωήείναι αυτό που εκτόξευσε την αξία του έργου του; Ο Basquiat ήταν ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που έγινε super star μέσα στην αγορά της σύγχρονης τέχνης. Μια αγορά που τότε ήταν κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, λευκοκρατούμενη. Αυτό από μόνο του τον καθιστά ιστορικά σημαντικό: άνοιξε έναν νέο δρόμο, ακόμη κι αν ο ίδιος βασανίστηκε από την πορεία του. Το έργο του ανήκει σε μια ζωγραφική που φέρνει μαζί τη σύγχρονη κοινωνική συνείδηση και μια νέα, σχεδόν «ωμή» εικονοποιία. Επέβαλε μια δική του αισθητική, αυθεντική και αναγνωρίσιμη. Πέρα από την αισθητική και το ιστορικό πλαίσιο, η προσωπικότητά του και ο τρόπος που βίωσε τη δημόσια προβολή τον καθιστούν σήμερα ένα πολιτισμικό σύμβολο. Ναι, το ότι έφυγε πρόωρα παγίωσε έναν μύθο. Δεν πρόλαβε να κουράσει ή να αλλοιώσει το έργο του. Κι αυτό, όπως συμβαίνει με κάποιους καλλιτέχνες που φεύγουν νέοι, ενισχύει τη διαχρονικότητα και την επίδρασή του.

Πόσο σημαντικό είναι για τον χώρο της Τέχνης στην Ελλάδα να έρχεται το έργο ενός τέτοιου βεληνεκούς καλλιτέχνη; Το θεωρώ σημαντικό, αλλά όχι επειδή είναι «μεγάλο όνομα». Είναι σημαντικό γιατί προσφέρει μια εμπειρία που δεν υπήρχε. Δεν πιστεύω πως η αξία μιας έκθεσης εξαρτάται αποκλειστικά από το πόσο γνωστός είναι ο καλλιτέχνης. Αντιθέτως, μια καλή έκθεση είναι μια καλή έκθεση. Πολύ θα ήθελα να είχαμε τέτοια απήχηση και για νεότερους καλλιτέχνες. Ωστόσο, όταν ένας καλλιτέχνης σαν τον Basquiat εκτίθεται στην Ελλάδα, ανοίγει η συζήτηση σε ευρύτερο κοινό. Έρχεται κόσμος που ίσως δε θα επισκεπτόταν ποτέ το The Intermission, και αυτό δημιουργεί νέες συνδέσεις, νέους διαλόγους. Επομένως, ναι, είναι σημαντικό και για το ίδιο το οικοσύστημα.
Info: Η έκθεση "Jean-Michel Basquiat Untitled" θα διαρκέσει έως 2 Αυγούστου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ PARIS TAVITIAN (COURTESY THE INTERMISSION)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2025