Οι ιστορικοί δεν θα αναπολούν το 2023 ως μια ευτυχισμένη χρονιά για την ανθρωπότητα. Πόλεμοι κυριάρχησαν, αυταρχικά καθεστώτα έγιναν πιο δημοφιλή και σε πολλές χώρες οι ισχυροί άνδρες περιφρόνησαν τους νόμους και περιόρισαν την ελευθερία. Αυτό είναι το ζοφερό σκηνικό του ετήσιου βραβείου «χώρα της χρονιάς». Αν ο άτυπος αυτός θεσμός του Economist για φέτος ήταν για την ανθεκτικότητα των απλών ανθρώπων απέναντι στη φρίκη, θα υπήρχαν άφθονοι υποψήφιοι, από τους Παλαιστίνιους και τους Ισραηλινούς στην πικρή σύγκρουσή τους μέχρι τους Σουδανούς που αποχωρούν καθώς η χώρα τους καταρρέει.
Ωστόσο, από τότε που ξεκίνησαν την καταγραφή των χωρών της χρονιάς το 2013, ο media-κολοσσός παρατήρησε κάτι διαφορετικό: τον τόπο που έχει βελτιωθεί περισσότερο. Η αναζήτηση ενός φωτεινού σημείου σε έναν δυστοπικό κόσμο οδήγησε κάποιους από τους δημοσιογράφους σε απόγνωση ώστε να προτείνουν τη Χώρα της Barbie, τη φανταστική ροζ ουτοπία ενός χολιγουντιανού blockbuster. Αλλά στην πραγματική ζωή, υπάρχουν δύο σύνολα χωρών που αξίζουν αναγνώριση το 2023.
Ποια είναι αυτά;
Το πρώτο περιλαμβάνει μέρη που αντιστάθηκαν στον εκφοβισμό από «αυταρχικούς γείτονες». Δεν μπορεί να πει κανείς ότι η ζωή στην Ουκρανία βελτιώθηκε, αλλά η χώρα συνέχισε γενναία τον αγώνα της ενάντια στην φιλοπολεμική πολιτική του Βλαντιμίρ Πούτιν, παρά τις ταλαντεύσεις των δυτικών υποστηρικτών της. Η Μολδαβία αντιστάθηκε στον ρωσικό εκφοβισμό. Η Φινλανδία προσχώρησε στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και η Σουηδία θα ακολουθήσει σύντομα. Στην Ασία μια σειρά από χώρες κράτησαν το θάρρος τους απέναντι στην κινεζική επιθετικότητα, συχνά σε συνεργασία με την Αμερική. Οι Φιλιππίνες υπερασπίστηκαν τα θαλάσσια σύνορά τους και το δίκαιο της θάλασσας απέναντι σε πολύ μεγαλύτερα κινεζικά πλοία. Τον Αύγουστο η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα παραμέρισαν τα ιστορικά τους παράπονα για να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους. Το νησιωτικό κράτος του Τουβαλού, με πληθυσμό 11.000 κατοίκων, μόλις υπέγραψε συνθήκη με την Αυστραλία που ασφαλίζει τον πληθυσμό του από την κλιματική αλλαγή και περιλαμβάνει εγγύηση ασφαλείας για να μην πέσει κάτω από τον έλεγχο της Κίνας.
Η δεύτερη ομάδα χωρών υπερασπίστηκε τη δημοκρατία ή τις φιλελεύθερες αξίες στο εσωτερικό της. Η εύθραυστη, πληγωμένη από τον πόλεμο Λιβερία κατάφερε μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας. Το ίδιο και το Ανατολικό Τιμόρ, το οποίο διατήρησε τη φήμη του για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ελευθερία του Τύπου. Σε ορισμένες χώρες μεσαίου μεγέθους, όπως η Ταϊλάνδη και η Τουρκία, η ελπίδα αναβόσβησε καθώς η αντιπολίτευση πίεσε σκληρά για την απομάκρυνση αυταρχικών καθεστώτων, αλλά τα καθεστώτα αυτά διατηρήθηκαν σε εκλογές που ήταν στραβές υπέρ τους.
Το αξιοσημείωτο της Πολωνίας
Η οικονομία της χώρας άντεξε το σοκ του πολέμου του γείτονά της, συνέχισε να φιλοξενεί σχεδόν 1 εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες και, για να αποτρέψει τη Ρωσία, αύξησε τις αμυντικές της δαπάνες σε ποσοστό άνω του 3% του ΑΕΠ, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα προς μίμηση στους τσιγκούνηδες ομολόγους της στο ΝΑΤΟ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας ήταν η κυριαρχία του λαϊκιστικού-εθνικιστικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (pis), το οποίο διοικεί την κυβέρνηση τα τελευταία οκτώ χρόνια, υπονομεύοντας την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, γεμίζοντας τα κρατικά μέσα ενημέρωσης με λακέδες και καλλιεργώντας τον πελατειακό καπιταλισμό. Τον Οκτώβριο οι ψηφοφόροι εγκατέλειψαν το pis υπέρ μιας σειράς κομμάτων της αντιπολίτευσης. Είναι νωρίς για τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού, της οποίας ηγείται ο Ντόναλντ Τουσκ, ένας βετεράνος κεντρώος, αλλά αν κάνει καλή δουλειά στην αποκατάσταση της ζημιάς που προκάλεσε ο pis στους δημοκρατικούς θεσμούς, η Πολωνία θα είναι μια ισχυρή υποψήφια για το βραβείο μας το επόμενο έτος.
Η χώρα μας στο επίκεντρο
Αυτό αφήνει νικήτρια, την Ελλάδα. «Δέκα χρόνια πριν, ήταν ανεπανόρθωτα κατεστραμμένη από μια κρίση χρέους και γελοιοποιήθηκε από τη Wall Street. Τα εισοδήματά μας είχαν καταρρεύσει, το κοινωνικό συμβόλαιο είχε φθαρεί και τα εξτρεμιστικά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς οργίαζαν. Η κυβέρνηση απελπίστηκε τόσο που «αγκαλιάστηκε» με την Κίνα και αργότερα πούλησε το κύριο λιμάνι της, τον Πειραιά, σε κινεζική εταιρεία. Σήμερα η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι τέλεια. Ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα τον Φεβρουάριο αποκάλυψε τη διαφθορά και τις κακοτεχνίες στις υποδομές- ένα σκάνδαλο υποκλοπών και η κακομεταχείριση των μεταναστών έδειξαν ότι οι πολιτικές ελευθερίες μπορούν να βελτιωθούν.», σχολιάζει ο Economist.
Ενώ συνεχίζει, «Όμως, μετά από χρόνια επώδυνης αναδιάρθρωσης, η Ελλάδα βρέθηκε στην κορυφή της ετήσιας κατάταξης των οικονομιών του πλούσιου κόσμου το 2023. Η κεντροδεξιά κυβέρνησή της επανεξελέγη τον Ιούνιο. Η εξωτερική της πολιτική είναι φιλοαμερικανική, φιλοευρωπαϊκή και επιφυλακτική απέναντι στη Ρωσία. Η Ελλάδα δείχνει ότι από το χείλος της κατάρρευσης είναι δυνατόν να θεσπιστούν σκληρές, λογικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό συμβόλαιο, να επιδειχθεί συγκρατημένος πατριωτισμός - και να κερδίσει ακόμα τις εκλογές. Με τον μισό κόσμο να ψηφίζει το 2024, οι απανταχού δημοκράτες θα πρέπει να δώσουν προσοχή.»
Την εξέλιξη σχολίασε και ο Πρωθυπουργός. «Πριν από μερικά χρόνια, ποιος θα περίμενε ότι η Ελλάδα θα αναδεικνυόταν από τον “The Economist” ως χώρα της χρονιάς; Κι όμως αυτό ακριβώς συνέβη», έγραψε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πρόκειται για μία «αναγνώριση των προσπαθειών του ελληνικού λαού, των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων και της προόδου της χώρας μας», κατέληξε.